Blog

Χρήστος Δ. Γιανταμίδης*: Τα οφέλη που προέκυψαν από την ανταλλαγή πληθυσμών της Συνθήκης της Λωζάνης

Η Μ. Ασιατική καταστροφή χαρακτηρίζεται ως η χειρότερη που υπέστη ποτέ ο ελληνισμός στην ιστορία του. Χειρότερη και από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Γιατί μετά την άλωση ο ελληνικός λαός παρέμεινε στα εδάφη του, προσδοκώντας στην λύτρωσή του. Ενώ μετά την ήττα του ελληνικού στρατού και της αποχώρησής του από την Μ. Ασία, ακολούθησε η Συνθήκη της Λωζάνης, όπου προέβλεπε την αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών, την μεγαλύτερη στα παγκόσμια ιστορικά χρονικά με κριτήριο μόνο το θρήσκευμα.


Ο βίαιος ξεριζωμός των Ελλήνων της Μ. Ασίας και των Ελλήνων του Πόντου, ήταν πράγματι οδυνηρός και απάνθρωπος , αλλά εμπεριείχε κάποια θετικά λυτρωτικά χαρακτηριστικά.
Η μαζική αυτή ανταλλαγή πληθυσμών υπήρξε η λιγότερη κακή οδυνηρή λύση, σε σύγκριση με άλλες εναλλακτικές λύσεις για τους μειονοτικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθόσον η παραμονή-επιβίωσή τους και ιδιαίτερα των Ελλήνων Χριστιανών στα εδάφη τους ήταν αδύνατη μετά τα γεγονότα της Μ. Ασιατικής ήττας του 1922. Η περαιτέρω παραμονή τους θα συντελούσε στον εξισλαμισμό τους, ή στον βίαιο ξεριζωμό όσων δεν εξισλαμίζονταν ή στο θάνατο. Αυτή η πραγματικότητα φάνηκε στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και των νησιών Ίμβρου και Τενέδου που εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή, τα πογκρόμ που υπέστησαν το 1942, 1955,1964.
Η άλλη θετική πλευρά της ανταλλαγής των μειονοτικών πληθυσμών ήταν η δημογραφική ομογενοποίηση των βαλκανικών κρατών, και λόγω αυτής, στην συνέχεια επικράτησε η ειρήνη στην περιοχή των Βαλκανίων.
Η πτωχευμένη τότε Ελλάδα και λόγω των μακροχρόνιων πολέμων με καταρρέουσα οικονομία και με πολιτική αστάθεια, πραγματοποίησε ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα στην ιστορία της σε καιρό ειρήνης. Να εγκαταστήσει και στην συνέχεια να αφομοιώσει τον τεράστιο πληθυσμιακό όγκο εξορισθέντων και ρακένδυτων Ελλήνων. Κατόρθωσε το φαινομενικά ακατόρθωτο, κατόρθωσε να διαχειριστεί με επιτυχία την εγκατάστασή τους. Εδώ θα πρέπει να τονισθεί ότι, τεράστια ήταν και η οργανωτική- οικονομική υποστήριξη της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΠΑ) της Κοινωνίας των Εθνών, που βοήθησε, έτσι ώστε η συνεχόμενη προσφυγική ροή να ενσωματωθεί-εγκατασταθεί με το καλλίτερο δυνατό τρόπο.
Ένα άλλο θετικό και σημαντικό στοιχείο, που δεν πρέπει να μας διαφεύγει, είναι ότι, ο μεγαλύτερος όγκος των Ελλήνων προσφύγων περί τους 800.000, εγκαταστάθηκε στις ακριτικές περιοχές, Μακεδονίας και Θράκης, όπου αποτέλεσαν το 88.8% του πληθυσμού τους, κατά συνέπεια συνέβαλαν στην δημογραφική αύξηση του ελληνικού πληθυσμού, αποτρέποντας έτσι εις το διηνεκές τις όποιες αλυτρωτικές διεκδικήσεις των όμορων κρατών, σε μια πολυπαθή περιοχή των Βαλκανίων.
Στην συνέχεια, η σμίξη τους με τους γηγενείς Μακεδόνες-Θρακιώτες διαμόρφωσαν μια νέα και πιο ανανεωμένη Ελλάδα, παρά τις όποιες φυσιολογικές και αναπόφευκτες τριβές που προκλήθηκαν αρχικά μεταξύ τους.
Επί των ημερών μας, όλοι μαζί, γηγενείς Μακεδόνες-Θρακιώτες, Μικρασιάτες, Πόντιοι, Ανατολικορομυλιώτες, Ανατολικοθρακιώτες, συνυπάρχουν ειρηνικά και αποτελούν όλοι μαζί την ελληνική Μακεδονία, η οποία είναι ελληνική από αρχαιοτάτων χρόνων και θα παραμείνει ελληνική, γιατί ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ=ΕΛΛΑΔΑ=ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.
Η ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν ένα θείο δώρο και για το ελληνικό κράτος. Γιατί η έλευση των Ελλήνων Μ. Ασιατών, και των Ελλήνων του Πόντου, όχι μόνο αύξησε τον πληθυσμό του κατά 1.500.000 κατοίκους, αλλά συνετέλεσαν και στην κατακόρυφη αύξηση της οικονομίας της χώρας.
Ο Αθανάσιος Β. Πρωτονοτάριος, επιθεωρητής της ανταλλαγής των πληθυσμών στο βιβλίο του ΄΄ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑ από ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ, ΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΠΟΨΕΩΣ΄΄ με ημερομηνία έκδοσης 1929, μας παραθέτει στατιστικούς πίνακες γεωργικής παραγωγής μετά την έλευση των προσφύγων. Δειγματοληπτικά παραθέτονται παρακάτω για σύγκριση με την παραγωγή του 1922 με την μετέπειτα παραγωγή του 1928, καθώς και την πληθυσμιακή αύξηση της χώρας και κυρίως των βόρειων συνόρων μας.
Η καλλιεργηθείσα λοιπόν έκταση το 1923-1924 ήταν συνολικά 1.416.213 στρέμματα. Το 1926-1927 αυξήθηκε στα 2.491.981 στρέμματα.
Η καλλιεργηθείσα συνολικά έκτασης σιτηρών(σίτου, σικκάλεως, αραβοσίτου, κριθής, βρώμης, σμιγού και ορύζης) το 1923-1924 ανήρχετο στα 1.112.111 στρέμματα, και το 1926-1927 αυξήθηκε στα 1.873.093 στρέμματα.
Η σιτοπαραγωγή σε τόνους το 1922 συνολικά ήταν 245.540 τόνους, το 1928 ανήλθε σε 450.200 τόνους.
Η καλλιεργηθείσα έκταση καπνού το 1923-1924 ήταν 114.572 στρέμματα, το 1926-1927 ανήλθαν στα 292.614 στρέμματα. Το 1922 η παραγωγή καπνού σε κιλά ήταν 25.306.656 κιλά, ενώ το 1927 ανήλθε σε 61.709.013 κιλά, η δε εξαγωγική τους αξία το 1924 ήταν 6.800.000 λίρες Αγγλίας, ενώ το 1927 ανήλθε σε 10.800.000 λίρες Αγγλίας.
Η συνολική αξίας γεωργικής παραγωγής της Ελλάδος ήταν το 1922 3.325.000.000 δραχμές, ενώ το 1926 ανήλθε στα 10.866.000.000 δραχμές.
Η άμεση φορολογική απόδοση το 1922-1923 ήταν 319.276.102 δραχμές, ενώ το 1926-1927 ανήλθε στο 1.237.000.000 δραχμές, και συνεχίζει : <<Εκτός όμως των ανωτέρω αψευδών τεκμηρίων της αυξήσεως της παραγωγής και της πολλαπλασίως αυξηθείσης φορολογικής αποδόσεως της Ελλάδος εκ της εγκαταστάσεως των προσφύγων εν Ελλάδι, δέον να ληφθή υπ΄ όψιν ότι επίσης επλουτίσθη και η εθνική βιομηχανία δια της δημιουργίας και εγκαταστάσεως νέων καθαρώς προσφυγικών βιομηχανιών, εξ ων εις πρώτη γραμμήν έρχεται η ταπητουργία, των προυπαρχόντων κλάδων της βιομηχανίας και βιοτεχνίας ενισχυθέντων αναμφιβόλως δια της προσθήκης εκατοντάδων χιλιάδων πεπειραμένων εργατικών χειρών και ειδικών τεχνιτών . Εκτός δε τούτου μετωχετεύθη εν Ελλάδι μεθ’ όλης της δυναμικής δημιουργίας του, το εμπορικόν δαιμόνιον του υπόδουλου εμπόρου και επιχειρηματίου του οποίου η εμπορική ικανότης και το επιχειρηματικόν πνεύμα είχε αμβλυνθεί από την επιτακτική ανάγκην της διαρκούς και συνεχούς αμίλλης και συναγωνισμού προς τα πάσης φυλής, εθνικότητος και θρησκεύματος διαβιούντα καθ’ όλην την Οθωμανική Αυτοκρατορία ξενικά στοιχεία, εφ΄ων ούτος ως πανθομολογείται υπερείχε πάντοτε παρά τας πιέσεις και την δουλείαν, και συνεχίζει. Το 1912 ο ελληνικός πληθυσμός της Μακεδονίας ανήρχετο εις 513.000 άτομα, αποτελών το 42,6% του συνολικού πληθυσμού αυτής. Με την εγκατάσταση των προσφύγων Μ. Ασίας και Πόντου, ο πληθυσμός της Μακεδονίας ανήλθε εις 1.341.000 άτομα, αποτελών το 88,8% του όλου πληθυσμού.
Ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδος το 1920 ήταν 5.536.000 κάτοικοι, οι δε εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες (Τούρκοι, Βούλγαροι, Αλβανοί, Αρμένιοι, Ισραηλίτες) ανήρχοντο σε 1.066.000 άτομα, ήτοι το 20% σχεδόν του όλου πληθυσμού της χώρας. Με την απογραφή του 1928, ο συνολικός πληθυσμός της χώρας ήταν 6.205.000 κάτοικοι, ο δε μειονοτικός πληθυσμός εμειώθη σε 383.000 άτομα που αποτελεί μόνο το 6% του συνολικού πληθυσμού του ελληνικού κράτους.

Συμπεραίνεται λοιπόν, ότι, το ελληνικό κράτος με το μπόλιασμα του νέου προσφυγικού αίματος μεταμόρφωσε κυριολεκτικά την όψη της Ελλάδας και χωρίς υπερβολή συνέβαλε στην επιβίωσή του. Αντιλαμβανόμαστε και αναγνωρίζουμε το μέγεθος του πολιτισμού των Ελλήνων που κατοικούσαν επί αιώνες διασκορπισμένοι στην Μ. Ασία-Πόντο-Αν. Θράκη-Ανατολική Ρωμυλία επί 3000 και πλέον χρόνια όπου ανέπτυξαν, διέδωσαν τον ελληνικό πολιτισμό μέχρι το 1922. Χρονολογία που έλαβαν το εισιτήριο χωρίς επιστροφή από την Συνθήκη της Λωζάνης ένεκα της πολιτικής του Ελ. Βενιζέλου.
Θέτοντας έτσι και το οριστικό τέλος στο όραμα της Μεγάλης Ιδέας.
ΟΥΔΕΝ ΚΑΚΟΝ ΑΜΙΓΕΣ ΚΑΛΟΥ.

Βιβλιογραφία : ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑ από ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ,ΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΠΟΨΕΩΣ. Τύποις ΄΄ΠΥΡΣΟΥ΄΄ Ανων. Εταιρείας. 1929, του Αθανάσιου Β. Πρωτονοτάριου, Επιθεωρητού ανταλλαγής προσφύγων.
Αθήνα 31-10-2019
*Πλοίαρχος (Ε) ε.α. Χρήστος Δ. Γιανταμίδης Π.Ν. 

Αφήστε μια απάντηση