Blog

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ Υποστρατήγου ΕΛ.ΑΣ. ε.α. Παναγιώτη ΛΑΓΓΑΡΗ

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Υποστρατήγου ΕΛ.ΑΣ. ε.α. Παναγιώτη ΛΑΓΓΑΡΗ

 

Ο θεσμός της Αστυνομίας χάνεται στα βάθη των αιώνων και εμφανίστηκε από τη στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος, ως «φύσει κοινωνικόν ζώον» κατά τον Αριστοτέλη, άρχισε την διαβίωσή του σε οργανωμένες κοινωνίες. Μέσα στην κοινωνία, μαζί με την εμφάνιση του κακού, της αδικίας και του εγκλήματος, ταυτόχρονα γεννήθηκε και η ιδέα της διώξεως και του κολασμού του αδικοπραγούντος και αντικοινωνικώς συμπεριφερόμενου ατόμου, χάριν της αρμονικής συμβίωσης και συνύπαρξης των κοινωνιών και της προστασίας της κοινωνίας αργότερα.

Σε μια ελεύθερη, σύγχρονη και δημοκρατικά οργανωμένη πολιτεία, όπως η δική μας, η «νεαρή» (αριθμούσα μόλις 17 χρόνια ζωής) ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ και οι Αστυνομικοί της καλούνται να διαδραματίσουν τον σπουδαίο αυτό κοινωνικό τους ρόλο. Έτσι σύμφωνα με τη θεμελιώδη συνταγματική επιταγή (άρθρο 103 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος) και τον ιδρυτικό-οργανικό της Νόμο 1481/1984, η Ελληνική Αστυνομία και οι Αστυνομικοί έχουν ως αποστολή, να εφαρμόζουν τη θέληση του κράτους και να υπηρετούν τον ελληνικό λαό, όπως ορίζουν το Σύνταγμα και οι νόμοι και οι εντολές της εκλεγμένης από το λαό κυβέρνησης. Όλες οι υπηρεσίες και το προσωπικό τελούν σε διαρκή ετοιμότητα, για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, την περιφρούρηση του Δημοκρατικού πολιτεύματος και της έννομης τάξης και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών, πάντοτε σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους. Η εν λόγω αποστολή, κατά την εκπλήρωσή της στην πράξη, κατ΄ουσίαν δε σημαίνει τίποτε άλλο, παρά έναν «αέναο» πόλεμο κατά του κοινού και οργανωμένου εγκλήματος και υπέρ των έννομων και πολυτιμότερων αγαθών των πολιτών. Επί πλέον στα πλαίσια της κύριας αυτής αποστολής της Ελληνικής Αστυνομίας, προσδιορίζονται και οι δευτερεύουσες αποστολές της, που σύμφωνα με το άρθρο 1 του παραπάνω οργανικού της Νόμου είναι οι εξής :

Η κατοχύρωση και διατήρηση της Δημόσιας Τάξης.

Η προστασία της Δημόσιας και Κρατικής Ασφάλειας.

Η εξασφάλιση της πολιτικής Άμυνας της χώρας.

Η συμμετοχή στην εξασφάλιση της Εθνικής Άμυνας της χώρας σε συνεργασία με τις Ένοπλες Δυνάμεις.

 

Επί πλέον, για την διευκόλυνση εκπλήρωσης της υψηλής αποστολής της και την εκτέλεση των καθηκόντων των Αστυνομικών, δεδομένου ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις και περιστάσεις εκφράζουν και την «νόμω επιτρεπτή άσκηση κρατικής βίας», προβλέπεται νομικά (άρθρο 3 Ν.1481/84), ότι : Η Ελληνική Αστυνομία αποτελεί ιδιαίτερο ένοπλο Σώμα, λειτουργεί με δικούς της οργανικούς νόμους, είναι στρατιωτικά οργανωμένη και εφοδιάζεται με τα αναγκαία μέσα και οπλισμό.

Επίσης προβλέπεται ότι το Αστυνομικό προσωπικό έχει στρατιωτική ιεραρχία και πειθαρχία και εκπαιδεύεται στη χρήση των όπλων και ειδικών μέσων και μηχανημάτων και φέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του σύγχρονο εξοπλισμό.

Ενόψει της υπεροπλίας αυτής του Αστυνομικού και θέσης υπεροχής έναντι του κοινού πολίτη κατά τη διαχείριση της κρατικής εξουσίας, που του έχει ανατεθεί, ο Αστυνομικός έχει τη νομική υποχρέωση να κινείται πάντοτε και να ενεργεί αυστηρά μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος και των νόμων και να σέβεται στο έπακρο τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών και να μη μεταβάλλεται από φύλακα άγγελο σε δυνάστη του πολίτη. Μόνο έτσι ο Αστυνομικός θα αποσπάσει το σεβασμό και την εμπιστοσύνη του πολίτη, απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνεργασία τους στον αγώνα της κοινωνίας κατά του εγκλήματος.

Για να κερδίσει λοιπόν τη συμπάθεια και την αγάπη του πολίτη, πρέπει ο Αστυνομικός πρώτος να δώσει το καλό παράδειγμα της υποδειγματικής συμπεριφοράς του, γιατί ο ρόλος του είναι δισυπόστατος, παρουσιάζοντας κάποια ιδιορρυθμία. Ο Αστυνομικός είναι φίλος και προστάτης και εξασφαλίζει την τάξη και την ασφάλεια του πολίτη, συγχρόνως όμως εμφανίζεται εχθρός και καταπιεστής κατά την εφαρμογή του Νόμου «επ΄ωφελεία» του κοινωνικού συνόλου. Είναι, όπως έχει λεχθεί χαρακτηριστικά, το πρώτο σημείο επαφής μεταξύ του πολίτη και του Νόμου.

Και ενώ θεωρητικά οι θεσμοθετημένες σχέσεις πολίτη – Αστυνομίας – κοινωνίας και Αστυνομικού – πολίτη φαίνονται να είναι αρμονικά συνδεδεμένες σε ένα σύνολο συστήματος πληρότητος, στην καθημερινή πρακτική παρουσιάζονται αποκλίσεις και ανωμαλίες που δημιουργούν εκτεταμένα προβλήματα και τριγμούς με σοβαρές πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και άλλες προεκτάσεις.

Ειδικότερα, από πλευράς ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ, ο ρόλος της Ελληνικής Αστυνομίας εξακολουθεί να αμφισβητείται από τις κοινωνικές εκείνες ομάδες, οι οποίες εκ προοιμίου είναι αντίθετες με το ισχύον οικονομικο-κοινωνικο-πολιτικό σύστημα (περιθωριακοί, αναρχοαυτόνομοι, επαναστατικοί αριστεριστές κ.α.), όπως επίσης αμφισβητείται και από μέλη ομάδων, κοινωνικά αποκλεισμένων, ή ομάδων χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και κατώτερων κοινωνικών και οικονομικών τάξεων. Με δεδομένη την προκατάληψη μεγάλου μέρους της κοινωνίας σε βάρος της Αστυνομίας για το ρόλο της ως κατασταλτικού μηχανισμού σε ανώμαλες ιστορικές περιόδους (εμφύλιος, δικτατορία, Πολυτεχνείο κ.λ.π) του παρελθόντος, σε όποιες και όσες περιπτώσεις η πολιτική εξουσία χρησιμοποίησε την Αστυνομική καταστολή σε πρακτικές αντίθετες στο κοινό αίσθημα ή αμφίβολης ή ανύπαρκτης νομιμότητας, η Αστυνομία απετέλεσε το «αλεξικέραυνο» της εκρηκτικής αντίδρασης της κοινής γνώμης, έναντι της πολιτείας.

Η κατά τα τελευταία έτη εισβολή στη χώρα μας του οργανωμένου εγκλήματος και η έξαρση της εγκληματικότητας με την εμφάνιση μάλιστα καινοφανών προς την ελληνική κοινωνία εγκλημάτων, σε συνδυασμό με την αναποτελεσματικότητα της Αστυνομίας στην πάταξη του εγκλήματος, μετατόπισαν την όποια αρνητική θέση και αμφισβήτηση των πολιτών σε βάρος της Αστυνομίας στον τομέα αυτό, όπως έδειξαν νεώτερες κοινωνιολογικές έρευνες και σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης.

Τα αθρόα κρούσματα αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς και διαφθοράς Αστυνομικών, σε όλες σχεδόν τις βαθμίδες, που έρχονται στο φως της δημοσιότητας, η χρήση περιττής ή αδικαιολόγητης βίας και αντιδεοντολογικών μεθόδων, ο επιδεικνυόμενος «υπερβολικός ζήλος» σε υποθέσεις απλές ή «ρουτίνας» και η αδικαιολόγητη ή κακή χρήση των όπλων των Αστυνομικών σε ορισμένες περιπτώσεις, συνετέλεσαν στην επίταση της αρνητικής στάσης της κοινής γνώμης σε βάρος της Αστυνομίας.

Τα ανωτέρω περιστατικά, αν και μεμονωμένα, και παρά τον αυστηρό κολασμό των υπευθύνων, ήταν ικανά να αμαυρώσουν την όλη εικόνα της Αστυνομίας και να επισκιάσουν το επιτελούμενο γόνιμο και δημιουργικό έργο στον κοινωνικό τομέα και τις επιτυχίες της στον αγώνα της κατά του εγκλήματος (λαθρεμπόριο όπλων, ναρκωτικών, εξαρθρώσεις σπειρών κακοποιών κ.λ.π), και να ευαισθητοποιήσουν δυσμενώς την κοινή γνώμη σε βάρος της Αστυνομίας. Έτσι, η Αστυνομία έγινε δέκτης μιας γενικευμένης, υπέρμετρα διογκωμένης και διαστρεβλωτικής ενίοτε της αλήθειας κριτικής από τα ΜΜΕ συνήθως για λόγους εμπορευσιμότητας, τόσο για τη δράση, όσο και για τη μη δράση.

Τόσο για την σκληρότητα (και αυτή επιβάλλεται ανάλογα με τις περιπτώσεις και τις συνθήκες), όσο και για την χαλαρότητα. Αυτό όμως το γεγονός του αβασάνιστου κοινωνικού ελέγχου της Αστυνομίας και άδικο είναι αλλά και επικίνδυνο, γιατί τέτοια περιστατικά δεν αποφεύγονται σε καμιά Αστυνομία του κόσμου, ενώ απεναντίας η Αστυνομία για την αποτελεσματική εκπλήρωση της υψηλής αποστολής της, έχει ανάγκη τη συνεργασία του κοινού, ιδιαίτερα σε μια κοινωνία της σημερινής μορφής με τους κινδύνους που την απειλούν, όπου η πάλη κατά του εγκλήματος είναι υπόθεση όλων και προπάντων της κοινωνίας. Το παρήγορο πάντως στο θέμα αυτό, και ελπιδοφόρο για το μέλλον, είναι η μάλλον θετική στάση από μέρους της νεολαίας προς την Αστυνομία και το έργο της, σύμφωνα με τις νεώτερες σχετικές έρευνες.

Το ανησυχητικότερο όλων όμως είναι η συμπεριφορά της ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ προς την Ελληνική Αστυνομία, κρινομένη ως μη αρμόζουσα και άδικη σε σχέση με τη σημαντική αποστολή που της έχει αναθέσει. Προεξάρχουν, κομματικός-πολιτικός εναγκαλισμός, αναξιοκρατία, μισθοί και συντάξεις πείνας, μισθολογικές αδικίες, συνδικαλιστικές διώξεις και διώξεις «σκοπιμότητας» προσωπικού, αναβλητικότητα αναμόρφωσης του αναχρονιστικού και θανατηφόρου για πολλούς Αστυνομικούς νομικού πλαισίου όσον αφορά την χρήση των όπλων, από ένα πλήθος άλλων χρονιζόντων ανικανοποίητων αιτημάτων, όπως λεπτομερώς περιλαμβάνονται στο εγκριθέν ομόφωνα ψήφισμα του 11ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Π.Ο.ΑΣ.Υ. (Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων) του έτους 2000, που προδίδουν μια εικόνα αξιοπρεπούς διαβίωσης, υποβιβασμού της προσωπικότητας και υπαλληλικής καταστάσεως των Αστυνομικών και εγκατάλειψης από την πολιτεία.

Ουδείς είναι διατεθειμένος να επιδοκιμάσει ή να ανεχθεί έστω οποιαδήποτε αυθαίρετη, καταχρηστική ή άστοχη συμπεριφορά Αστυνομικού, η οποία στρέφεται σε βάρος των ατομικών δικαιωμάτων και των ελευθεριών του πολίτη, η οποία θα πρέπει να πατάσσεται παραδειγματικά. Όμως, μεμονωμένες περιπτώσεις και καταγγελίες σχετικές, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηρίσουν αρνητικά, ούτε και να αλλοιώσουν το δεδομένο δημοκρατικό προσανατολισμό της Αστυνομίας και των υπολοίπων Αστυνομικών.

Για το λόγο αυτό, οι πάντες πρέπει να κατανοήσουν, (πολιτεία, κοινό, ΜΜΕ, δικαιοσύνη κ.λ.π), ότι η Αστυνομία είναι ένας θεσμός, τον οποίον οι ίδιοι θεσμοθέτησαν για τα συμφέροντά τους, οι δε Αστυνομικοί είναι και αυτοί άνθρωποι, εργαζόμενοι, πολίτες, κοινωνοί, με τις ίδιες ανάγκες και δικαιώματα με αυτά των άλλων συνανθρώπων τους πολιτών, και έχουν την ανάγκη συμπαραστάσεως, παντοειδούς στηρίξεως συνεργασίας για την αποτελεσματική εκτέλεση του επίμοχθου, επικίνδυνου και πολυσχιδούς έργου τους, ιδιαίτερα στη σημερινή κοινωνία, όπου κυριαρχείται από τη σύγκρουση συμφερόντων και την βία ως μέσου επίλυσης των διαφορών, όπου το οργανωμένο έγκλημα κατακτά όλο και μεγαλύτερο έδαφος και ο εγκληματίας γίνεται περισσότερο σύγχρονος και μεθοδικός.

Δεν είναι ίδιον ευνομούμενης και Δημοκρατικής πολιτείας το οξύμωρο θέαμα που παρατηρείται κατ΄επανάληψη επί των ημερών μας, δηλαδή να διαδηλώνουν οι Αστυνομικοί κατά της πολιτικής εξουσίας για την επίλυση των δίκαιων αιτημάτων τους, των οποίων η ικανοποίηση θα συντελέσει τα μέγιστα στο να αφοσιωθούν απερίσπαστοι στα καθήκοντα του λειτουργήματός τους.

Η συνέχιση της αρνητικής στάσης από μέρους όλων σε βάρος της Αστυνομίας είναι δυνατόν να ενθαρρύνει κρούσματα διαφθοράς, να οδηγήσει σε παθητική αδράνεια ή «λευκή απεργία» των Αστυνομικών, πρόωρη εθελουσία έξοδο των παλαιών από το Σώμα ή απροθυμία κατατάξεως νέων στην Αστυνομία. Όμως τις συνέπειες αυτές θα τις πληρώσουν ακριβά και η ελληνική πολιτεία και η ελληνική κοινωνία.

 

Αφήστε μια απάντηση