Blog

Ευρωπαϊκή Ένωση Μία παραπληρωματική προσέγγιση Του Ταξιάρχου ε.α. Κωνσταντίνου Αργυροπούλου

 Ευρωπαϊκή Ένωση
Μία παραπληρωματική προσέγγιση

Του  Ταξιάρχου ε.α. Κωνσταντίνου Αργυροπούλου

            Σαν πολίτης μιας χώρας, η οποία εδώ και καιρό αποτελεί σύμβλημα μιας οντότητας, που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), θα επιχειρήσω με μία δοκιμιακού ύφους απόδοση να προσεγγίσω το πολύκλαδο -αν όχι- λαβυρινθώδες αυτό αντικείμενον. Είμαι πεπεισμένος, ότι και οι αναγνώστες -ο καθ’ ένας από την δική του μελετητική γωνία και ίσως με περισσότερη εμβρίθεια, συνεκτικότητα και αξιομίμητη μεθοδολογία- έχουν ενδιατρίψει στο ζήτημα και έχουν άποψη με βάσιμη και έλλογη επιχειρηματολογία. Άποψη βέβαια άνευ αντικρίσματος, διότι ουδείς εξ ημών των πολιτών έχει ερωτηθεί (όπως ερωτώνται οι Βορειο-Ευρωπαίοι με δημοψηφίσματα), παρά τα καθ’ ημάς, κατά καιρούς επαγγελλόμενα περί συμμετοχικής δημοκρατίας.

Γενικά
Είναι παραδεδεγμένον, ότι η ΕΕ έχει αναπτυχθεί σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα οικονομικής, τεχνολογικής και πολιτικής ισχύος σε ένα κόσμο, ο οποίος αποδεδειγμένα θεωρείται κατατετμημένος. Ωστόσο -και δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό- ότι η ΕΕ αντιμετωπίζει προβλήματα στον καθορισμό και επανακαθορισμό της εξωτερικής και αμυντικής της πολιτικής σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον, όπου καλείται διαρκώς να προωθεί και εμπράκτως να αποδεικνύει την ενότητά της.
Ένα βέβαιον, που εδώ σημειώνουμε, είναι η δυσκατανοησία, ως προς την πρόσληψη και εκμετάλλευση της θεμελιώδους εννοίας “ένωση” ή της ελαφροτέρας τοιαύτης “ενότητα”. Ένα ολιγότερον βέβαιον είναι το κατά πόσον οι Ευρωπαίοι θα δυνηθούν να συνεχίσουν τον άνετο τρόπο διαβιώσεώς των χωρίς να επηρεάζονται από τις εξελίξεις, οι οποίες επισυμβαίνουν στον ευρύτερο της Ευρώπης χώρο. Και επί πλέον γεννώνται διάφορα ερωτήματα, όπως το εάν είναι σε θέση οι πλούσιες Ευρωπαϊκές χώρες να στεγανοποιηθούν από τις εντεινόμενες εξωευρωπαϊκές (από Ασία και Αφρική) δημογραφικές πιέσεις καθώς και από τις έντονες κλιματολογικές μεταβολές.
Είναι άραγε σε θέση η ΕΕ να αντιμετωπίσει την -μη πλήρως προσδιορισμένη- παγκοσμιοποίηση καθώς βρίσκεται συνεχώς σε πορεία αναζητήσεως μιας περαιτέρω ολοκληρώσεως; Μπορεί να διαχειρίζεται τις ενυπάρχουσες σχισματικές πολιτικές τάσεις; Τις μεταμέλειες για το ευρωπαϊκό εγχείρημα; Την δυσαρέσκεια των πληθυσμών έναντι “αδελφών” ευρωπαϊκών εθνοτήτων; Έναντι του τσουνάμι των μεταναστών; Και τί τέλος πάντων, είναι αυτό το νέο δόγμα περί οργανώσεως της ηπείρου κατά φυλές; Και μετά, πώς είναι σε θέση, οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρωπαϊκής ηπείρου να διευθετήσουν παλιές υποθέσεις (ΝΑΤΟ-Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα), ενώ καλούνται να αντιμετωπίσουν ανακύπτοντα και εν πολλοίς ολιγότερον οικεία ζητήματα;
Το αναμφισβήτητο στην περίπτωση της ΕΕ είναι, ότι υπάρχουν άπειρες οι ευκαιρίες στους Ευρωπαίους να προωθήσουν μία κοινή πολιτική σε ζητήματα, όπως είναι η υπερθέρμανση της υδρογείου, η μετανάστευση, οι σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, η ασφάλεια και ό,τι σχετίζεται ή επηρεάζεται ευθυγράμμως ή παραβολικώς με τα ανωτέρω. Διότι το να διαβλέπεις πράξεις, που σκοπεύουν σε ένα κοινό συμφέρον είναι σαν να έχεις κατανοήσει το μάθημά σου από την Ιστορία, που είναι γεμάτη από συγκρούσεις, οι οποίες συγκρούσεις είναι προϊόν μεταβολής του κόσμου ή μετατοπίσεως των στρατηγικών ισορροπιών ή διαφοροποιήσεως των προτύπων της οικονομικής αναπτύξεως ή προοπτικής εκμεταλλεύσεως των σταθμητών ενεργειακών αποθεμάτων ή του πραγματισμού της σκέψεως των υφισταμένων, των φθινουσών και των αναδυομένων υπερδυνάμεων κλπ.
Κλείνοντας τα γενικά, υποθέτουμε ευχετικά, ότι αν η Ευρώπη επιθυμεί να ανακτήσει μία σημαντικότητα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, πρέπει να αποφύγει τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της. Ένα παράδειγμα, που άμεσα μας αφορά είναι η τοπική διένεξη μεταξύ της Ελλάδος και της υπό προοπτικήν εντάξεως Τουρκίας, την οποία προβληματική εντάξεως, την ζυγοστατούν οι Γαλλο-Γερμανοί, πράγμα, που δεν συμμερίζονται οι ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες ενεργούν ανάντι του ρεύματος της συντριπτικής πλειοψηφίας (85%) των “δημοκρατικώς” συμμετεχόντων Ελλήνων, οι οποίοι αντιτίθενται σε κάθε ιδέα εντάξεως της -διαπιστωμένα εχθρικής προς την Ελλάδα- χώρας. Τέλος οι Ευρωπαίοι πρέπει μάλλον να εναρμονίσουν τις οικονομικές πρακτικές και να αναπτύξουν μία ουσιαστικότερη κοινή πολιτική, που να συμπεριλαμβάνει επιτακτικότερα την αμυντική και εξωτερική πολιτική.
Οικονομικές παράμετροι
Αν υπάρχουν -και υπάρχουν- επιθυμούντες μία ισχυρή ΕΕ, όλως δικαιολογημένα συμμερίζονται την άποψη, ότι η πλήρης ενοποίηση δεν διαφαίνεται σε κάποιον μελετητικόν ορίζοντα. Θα μπορούσε ωστόσο να υποστηριχθεί η οικονομική εναρμόνιση. Οι επιθυμούντες ένα “αδύναμο” θεσμικό κέντρο υποστηρίζουν την διηυρυμένη κοινή αγορά αγαθών και υπηρεσιών, αλλ’ όμως απεχθάνονται τους όποιους κεντρικούς ελέγχους στις επιχειρήσεις, τις στρεβλώσεις στην κοινή αγροτική πολιτική, το κόστος για την εναρμόνιση της πολιτικής κοινωνικής προνοίας, την απώλεια των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην δημοσιονομική πολιτική, που συνεπάγεται η υπαγωγή στο κοινό νόμισμα ευρώ (€) κλπ.
Δειλά προσεγγίζοντας την οικονομική “εναρμόνιση”, εγώ ο αδαής, ευρίσκομαι σε μια διαρκή αμηχανία, διότι συνέχομαι από αδιάλειπτες διερωτήσεις, που αφορούν στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα. Εντυπωσιάζομαι από την σημειουμένη φρενίτιδα συγχωνεύσεων και αγορών στο εσωτερικό της ΕΕ, την οποία θεωρώ στοιχείο παλινωδικό στην πλάστιγγα εντιμότητος των οικονομικών συντελεστών των απεργαζομένων σχέδια μιας κοινωνικώς υγιούς οικονομίας. Αυτές οι δραστηριοποιήσεις ευνοούν τους προέδρους, τους κατέχοντες μετοχές, τους δικηγόρους και όλους όσους καταγίνονται με συναφείς απασχολήσεις και επαγγέλματα. Με άλλα λόγια, την προσφορά προς το κοινωνικό σύνολο την αντιλαμβάνομαι σαν λιποβαρή.
Μία ένδειξη, κατά τόπους δημιουργίας θυλάκων υψηλής ανεργίας είναι και η επιχειρουμένη “εναρμόνιση” των οικονομιών. Το ερέθισμα δίδεται δια του εγχειρήματος της αναπτύξεως, όπου η αληθινή κοινή αγορά επιτρέπει σε μία βιομηχανία να παράγει αγαθά σε οποιοδήποτε μέρος της κοινότητος, όπου δηλαδή υπάρχει αμείωτος ο πειρασμός να κατευθύνονται οι νέες επενδύσεις ή να μεταφέρεται η υπάρχουσα παραγωγή σε φτωχότερες περιοχές, όπου το  κόστος παραγωγής είναι χαμηλότερο.
Για τους υποστηρικτές της ΕΕ, η κοινή αγροτική πολιτική παραμένει αναγκαία. Σύμφωνα με την άποψή τους η Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά δεν δημιουργήθηκε μόνον προς όφελος της βιομηχανίας. Για τους ίδιους επίσης το Ευρώ είναι το μέσον κοινής ωφελείας, το οποίον παρακινεί σε περισσότερες διασυνοριακές επενδύσεις. Και δεδομένων των διακυμάνσεων του αμερικανικού δολλαρίου, το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, ως όλον, μπορεί να κερδίσει από ένα παγκόσμιο νόμισμα ευρυτέρας βάσεως. Ωστόσο το Ευρώ συνεπάγεται μία ουσιώδη ανάμειξη στην ελευθερία των κυβερνήσεων να μεταβάλλουν τα επιτόκια, να τυπώνουν χρήμα και να διατηρούν ελλείμματα -από ό,τι προβλέπεται στα κοινοτικά σχέδια εναρμονίσεως επαγγελματικών προδιαγραφών ή προστασίας των αγροτικών εισοδημάτων.
Εάν κάθε εθνική τράπεζα ήταν ελεύθερη να τυπώσει Ευρώ (€) και εάν κάθε κυβέρνηση, όπως η ελληνική της οποίας η δημοσιονομική πολιτική περιστρέφεται σε άξονες χαλαρότητος και είναι συνάρτηση της αξιοσύνης των αρμοδίων υπουργών, μπορούσε να διατηρεί μεγάλα ελλείμματα προϋπολογισμού, όπως συνέβαινε κατά την προ “ευρώ” περίοδο, τότε το αποτέλεσμα θα σηματοδοτούσε την αποτυχία του θεσμού. Με το ευρώ λοιπόν, οι χώρες μεμονωμένως δεν έχουν την ελευθερία να πλοηγούν την οικονομία τους με ανόριστες αυθαιρεσίες. Χαρακτηριστική δήλωση είναι αυτή της κυρίας Θάτσερ στην Βουλή των Κοινοτήτων στα τέλη της δεκαετίας του 1990: “Εάν παραδώσετε την λίρα σας, παραδίδετε τις εξουσίες αυτού του κοινοβουλίου στην Ευρώπη”.
Λίγες γνώσεις στοιχειώδους ιστορίας λαών, κοινωνικών διαμορφώσεων και πορειών ανθρωπολογικών φαινομένων μας έλκουν προς μία μεγαλύτερη οικειότητα με τις αποχρώσεις των πολιτικών καιρών. Ως εκ τούτου, οδηγούμεθα στην σκέψη, ότι  μπορεί και να μην έχει δίκαιο η κυρία Θάτσερ, διότι συνήθως η πρόοδος γίνεται αντιληπτή και καταγράφεται αργότερα από τους ιστορικούς. Δεν γίνεται αισθητή και κατανοητή από τους εμπεπλεγμένους στην υποτιθεμένη εξέλιξη. Μέχρι στιγμής όμως φαίνεται, ότι η κυρία Θάτσερ είχε δίκαιο, διότι με το ευρώ ρυμουλκούνται και άλλα, όπως η περαιτέρω απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, εφ’ όσον ακολουθηθεί η πορεία για μια -σε μεγαλύτερο βαθμό- ομοσπονδοποιημένη Ευρώπη. Και όπως όλοι οι ημεδαποί καταλαβαίνουμε, αυτή η προσχηματική είναι άκρως βολική για τις ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες με τον τρόπο αυτό “διαχειρίζονται” την εξουσία με ολιγότερες ευθύνες και κυρίως χωρίς το βαρύ φορτίο των χαρισματικών προσωπικοτήτων που θα έπρεπε να ηγούνται του γεννήτορος του δυτικού πολιτισμού και καταξιωμένου από την Ιστορία Ελληνικού Έθνους.

Η πολιτική διάσταση

Ένας θλιβερά αυτόματος συνειρμός εμού του άγνωρος είναι, ότι το παράδοξον καθώς θεωρείται δεδομένον δεν έχει απολύτως τίποτε το παράδοξον. Με αυτό εννοώ, ότι υπάρχει μία Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία δεν είναι το κέντρον των πολιτικών αποφάσεων της ΕΕ. Οι πολιτικές αποφάσεις κείνται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου των υπουργών. Οι Επίτροποι δεν έχουν εκλεγεί. Πότε λοιπόν λαμβάνονται ουσιαστικές αποφάσεις; Αφού οι συναντήσεις κορυφής δεν έχουν λελογισμένη παγιότητα. Και η ετερογένεια των αντικειμενικών σκοπών τών επί μέρους μελών διακρίνεται ηχηρά. Και η ανορθοδοξία στην σύλληψη της ιδέας μιας ιδανικής ομοσπόνδου οντότητος διαπιστώνεται αμέσως μετά από κάθε φιλοπρόοδη πρόταση. Μήπως οι Επίτροποι έχουν έναν αδιαφανώς υψηλότερο ρόλο; Μήπως η Επιτροπή είναι μία οργουελική έκδοση, η οποία ουδεμία συγγένεια έχει με τις επί μέρους πολιτειακές σταθερές; Φαίνεται εξ άλλου η πολιτική ενοποίηση, ότι είναι μία υπόθεση, που μέχρι τώρα συντηρείται σαν μία ευδιέγερτος προοπτική στα πλαίσια της κοινοτικής διαλεκτικής.
Βεβαίως η ΕΕ καθίσταται όλο και περισσότερο μία συγκροτημένη οντότητα, η οποία είναι αναγνωρίσιμη από τον υπόλοιπο κόσμο, παρ’όλον ότι παραμένει στο περιθώριο των παγκοσμίων υποθέσεων με μία ασθενή ρητορική, λόγω κυρίως της πολυμορφίας των κατά μόνας εθνικών εκτιμήσεων και ανά περίπτωση.  Συνεπώς τα ευρωπαϊκά έθνη δυσκολεύονται να διαμορφώσουν μία κοινή εξωτερική πολιτική λόγω των επί μέρους προσανατολισμένων σχέσεων και των λοιπών απτών δοσοληψιών μετα τρίτων.
Εκείνα τα αναγκαία στοιχεία, που όπως ο κάθε Ευρωπαίος αστός κατανοεί, θα μπορούσε να είναι η ευρωπαϊκή συσπείρωση για αντιμετώπιση του κύματος των προς την Ευρώπη κάθε χρώματος μεταναστών και ο συντονισμός προς όφελος μιας σχεδιάσεως, που θα αντενεργήσει αποφασιστικά στην προκαλουμένη διάσταση με τον μουσουλμανικό κόσμο των πτωχών κοιτίδων και τον άλλο -τον πετρελαιοπαραγωγό- που χρηματοδοτεί για την ίδρυση θρησκευτικών κέντρων στο ευρωπαϊκό έδαφος για την γιγάντωση ενός κεφάτου και δυναμικού Ισλάμ.

Η Ευρωπαϊκή Ασφάλεια

Κάθε μελέτη που σκοπεί στην διεύρυνση των δυνατοτήτων για μια ουσιαστική Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να έχει σαν προκαταρκτικούς στόχους την άρση όλων των εσωτερικών κωλυμάτων, που αφορούν στην ανταλλαγή αγαθών, υπηρεσιών και μέσων (ένα επίτευγμα είναι και το ευρώ), αλλ’επίσης -για την περίπτωσή μας- πιο αμφιλεγόμενα μέτρα, όπως είναι οι ενισχυμένες εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθώς και ο συντονισμός για μία Κοινή Αμυντική Πολιτική. Αν ξεπεραστεί η απλή γεωγραφική έκφραση της Ευρώπης και προχωρήσει σε δομή ηπείρου κρατών-μελών, τότε το δυναμικό που θα προκύψει θα καταστεί υπολογίσιμο στην σκηνοθεσία των παγκοσμίων διαμηχανευμάτων. Αν όχι, τότε μπορεί να παραμείνει αυτό που απεκάλεσε ένας Βέλγος υπουργός πριν σχεδόν είκοσι χρόνια, ότι “…η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας οικονομικός γίγαντας, ένας πολιτικός νάνος και ένα στρατιωτικό σκουλήκι”.
Και πάλιν, εγώ ο ατριβής στην γεωπολιτική διανόηση και άπειρος στους γεωστρατηγικούς μαιάνδρους συλλογισμών, επιζητώ απαντήσεις σε ένια ερωτήματα της μορφής: Γιατί δεν ολοκληρώνεται ο τομέας της Ευρωπαϊκής Αμύνης; Μήπως, διότι περιρρέει στο ποτάμι των αμερικανικών ανησυχιών η σκέψη υπονομεύσεως του ΝΑΤΟ; Μήπως απογαλακτιζομένη από το ΝΑΤΟ η Ευρώπη καταστεί μία στρατιωτική οντότητα με πρωτεύοντα ρόλο στον επηρεασμό τάσεων και ροπών στις συνορεύουσες ηπείρους (Ασία-Αφρική) και κυρίως στον ουσιαστικό έλεγχο των προς το εσωτερικό της μεταναστευτικών κυμάτων;

Να επαναλάβω και την πολυτετριμμένη ερώτηση: Αφού εξέλιπεν ο κίνδυνος του συμφώνου της Βαρσοβίας, γιατί να υπάρχει το ΝΑΤΟ (ΗΠΑ), το οποίον πλέον επιτακτικά υπαγορεύει στους Ευρωπαίους να συμμετέχουν σε κλεφτοπολέμους σε Μέση και  απώτερη Ανατολή;
Και εξακολουθώ να ανησυχώ, λόγω της κατακαλυπτούσης την Ευρωπαϊκή ήπειρο ασαφείας σχετικά με την αντιμετώπιση του φαινομένου της μεγάλης εισορμήσεως εκατομμυρίων ατόμων. Τώρα πια έχουν σχεδόν μηδενισθεί οι πολιτικοί πρόσφυγες κι ας το επικαλούνται οι συλλαμβανόμενοι λαθρομετανάστες. Δεν σημειώνονται τέτοιας κλίμακος κοινωνικές αναταραχές, κυρίως στον ασιατικό χώρο, για να δικαιολογήσουν την ανεξέλεγκτη εισροή Ασιατών στην Ευρώπη. Ασιατών, Αφρικανών και λοιπών ατόμων, των οποίων το μέλλον στην πλειοψηφία τους θα παραμείνει δυστυχές, ως εκλαμβανομένων ως πλάσματα κατωτέρας κατηγορίας. Όμως ο όγκος του συνόλου αυτών των δυσμοίρων κυνηγών των μελλοντικών πιθανοτήτων θα αλλοιώσει τον δυτικό πολιτισμό, με οιοδήποτε ειδικό βάρος, ο πολιτισμός αυτός διατηρείται στην ευρωπαϊκή ψυχή.
Με δεδομένο, ότι στα επόμενα χρόνια θα υπάρξει μία τρομακτική δημογραφική πίεση λόγω της αυξήσεως του πληθυσμού σε Αφρική και Ασία και λόγω της υπογεννητικότητος στην Ευρώπη, θα δημιουργηθεί η ανάγκη λήψεως μέτρων για την Ευρωπαϊκή ασφάλεια. Και τα μέτρα αυτά δεν θα βασίζονται σε χριστιανικές ευχές περί οικοδομήσεως εμπιστοσύνης αλλά σε στρατιωτικά αποτρεπτικά. Εν άλλοις λόγοις βίαια. Ή μήπως υπάρχει κάποια άλλη σχεδίαση, που δεν επιτρέπεται σ’εμάς τους κοινούς Ευρωπαίους θνητούς να γνωρίζουμε; Αλλά από ό,τι είναι γνωστό τοις πάσιν, οι μεγάλου μεγέθους ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία, ΗΒ, Ιταλία) δεν θεωρούν τους εαυτούς των κοινωνίες-χωνευτήρια και δεν καλοδέχονται την υπόθεση της υποδοχής μεταναστών.
Θα τολμήσω μία τελευταία ερώτηση, στην προσπάθειά μου να αποφύγω να γίνω  κουραστικός. Αφού δεν υπάρχει αντίπαλο δέος (Σύμφωνο Βαρσοβίας), αλλά άλλοι κίνδυνοι, γιατί δεν πραγματοποιείται ένας αναπροσανατολισμός της ΕΕ προς μία πολιτική ασφαλείας τέτοια, που να περιέχει όλες τις παραμέτρους των καινοφανών απειλών; Δηλαδή, έλεγχος: μεταναστευτικών ρευμάτων, τρομοκρατίας, μουσουλμανικού φονταμενταλισμού, ενδοευρωπαϊκών διενέξεων ομόρων κρατών, κινημάτων αμφιβόλων επιδιώξεων και επί πλέον ασφάλεια πηγών και αγωγών ενεργείας, εξασφάλιση περιβάλλοντος από ρυπαντές, ασφάλεια πηγών ποσίμου ύδατος και άλλα συναφή.
Σαν θεωρία βέβαια πολλά θα μπορούσαν να λεχθούν για την δημιουργία μιας ουσιαστικής κοινής ευρωπαϊκής ασφαλείας. Η Ευρώπη έχει τους οικονομικούς πόρους για να διαθέσει ένα ποσοστό του συνολικού της ΑΕΠ για την ασφάλεια. Οι επιστημονικές, ερευνητικές και βιομηχανικές δομές, όπως και η καθαρά αμυντική βιομηχανία, είναι εύρωστοι συντελεστές υλοποιήσεως της κοινής ιδέας.
Η επίγνωση της συγχωνεύσεως των ενόπλων δυνάμεων Γερμανίας, Γαλλίας, ΗΒ και Ιταλίας αποδίδει μία ασφαλή αίσθηση υπαγωγής σε ένα περιβάλλον καλυπτόμενο από ένα από τα ισχυρότερα στρατεύματα στον κόσμο. Με ένα περιορισμό. Την επικοινωνία. Την κυριολεκτική στρατιωτική επικοινωνία και την πολιτική των πολλών ερμηνειών. Εν πάση όμως περιπτώσει, η λύση αυτή, θα λέγαμε, ότι είναι εφικτή, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο η Ευρώπη “αναπτύσσεται” και “ανεξαρτητοποιείται” όλο και περισσότερο από τις ΗΠΑ, ως προς την ασφάλειά της.
Η δικαιολογία, ότι η απομάκρυνση από τις ΗΠΑ είναι δαπανηρή δεν ισχύει πλέον, διότι οι ΗΠΑ, όλο και πιεστικότερα επιτάσσουν στις χώρες μέλη του ΝΑΤΟ να αναλάβουν το κόστος των αντιπροσωπευτικών τους αποστολών. Χώρες που πιστεύουν (ΗΒ, Πολωνία κλπ), ότι οι υπερατλαντικές σχέσεις θα απισχνανθούν και θα προβληθούν οι ζοφερές συνέπειες λόγω απομακρύνσεως από τον μεγάλο προστάτη, οφείλουν να επανεκτιμήσουν τις διαμορφώσεις των νέων οριζόντων ασφαλείας και να ταυτιστούν με την επικαιρότητα, που δέχεται, ότι οι υπερατλαντικές σχέσεις θα μπορούσαν να διατηρηθούν, χάρη στους οικονομικούς, πολιτισμικούς και λοιπούς δεσμούς, ακόμη και μετά από μία βαθμιαία διάλυση του ΝΑΤΟ.
Διάλυση του ΝΑΤΟ; Ζήτημα αδιανόητο για τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ προτιμούν για τους δικούς των προφανείς λόγους την “ευδόκιμο” παρουσία και ζωτικότητα ενός μονίμου ή εναλλασσομένου σε αξιοστηλίτευτες δραστηριότητες αντιπάλου, παρά να στερηθούν του κεκτημένου προνομίου του ενορχηστρωτού της νατοϊκής μουσικής. Ίσως για τον λόγον αυτό και άλλους συγγενείς λόγους σημειώνουμε την αδημονία των ΗΠΑ για μια Τουρκία μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ημέρα εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ, θα ηχήσει η σάλπιγγα για την έναρξη της οριστικής διαλύσεως της ευρωπαϊκής ιδέας για την αληθινή ένωση.

Επίλογος

            Όπως έχουν τα πράγματα για την Ευρώπη, δεν μένει τίποτε άλλο σαν λύση, πρώτη ή εναλλακτική, από του να προχωρήσει προς τα εμπρός. Να επιδιώξει να αποτελέσει μία οντότητα με επιρροή, ικανή να αντιμετωπίζει προκλήσεις συλλογικά. Τα βάθη και τα πλάτη της διεθνούς αλλαγής απαιτούν αφ’ ενός συμμορφούμενους τρόπους σκέψεως και αφ’ ετέρου προσηρμοσμένες δομές. Με άλλα λόγια, να ενισχυθούν οι ευρωπαϊστές, που πιστεύουν, ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να μένει ακίνητη.

Αφήστε μια απάντηση