Γεώργιος Λυκοκάπης*: Είναι πρόθυμες οι ΗΠΑ “να χάσουν” την Τουρκία
Οι επικείμενες εκλογές θα απασχολήσουν, αναπόφευκτα, τα επιτελεία των κομμάτων και θα μονοπωλήσουν την επικαιρότητα. Όμως, η προοπτική σχηματισμού μίας σταθερής κυβέρνησης, δεν αφορά μόνο τα κομματικά επιτελεία. Πρωτίστως αφορά την ίδια χώρα. Μην ξεχνάμε πως η απειλή της Τουρκίας, μίας χώρας που ομνύει στον αναθεωρητισμό, παραμένει.
Ο Τούρκος υπουργός Άμυνας προειδοποίησε πως η Άγκυρα “δεν θα επιτρέψει τετελεσμένα σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο”. Ο Χουλουσί Ακάρ ζήτησε να κατανεμηθούν τα κέρδη από τις γεωτρήσεις που πραγματοποιεί η Κυπριακή Δημοκρατία και στην “Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου”. Η Άγκυρα, όλο και περισσότερο, προχωρά σε ανατριχιαστικούς παραλληλισμούς, με την εισβολή στην Κύπρο το 1974.
Παγίως η Τουρκία εκμεταλλεύεται την πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα, προκειμένου να επιβάλει τις μονομερείς διεκδικήσεις της, όπως στα Ίμια το 1996. Είχε προηγηθεί η παραίτηση, για λόγους υγείας, του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου και η εκλογή του Κώστα Σημίτη, εν μέσω σφοδρών εσωκομματικών αντιδράσεων. Ακολούθησε η πιο σοβαρή ελληνοτουρκική κρίση στην νεότερη ιστορία, που έφερε τις δύο χώρες ένα βήμα πριν τον πόλεμο.
Ας εξετάσουμε τώρα ένα υπαρκτό σενάριο, το οποίο μας αφορά. Στις επερχόμενες εκλογές, κανένα κόμμα δεν καταφέρνει να κερδίσει αυτοδυναμία. Επικρατεί πολιτική πόλωση, η οποία αποτρέπει τον σχηματισμό μίας κυβέρνησης συνεργασίας. Ακολουθούν νέες εκλογές, αυτή την φορά με το σύστημα της απλής αναλογικής. Για να σχηματιστεί κυβέρνηση με το συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα, προϋποθέτει την υπέρβαση των κομματικών εγωισμών. Εάν αυτοί κυριαρχήσουν, δεν αποκλείεται να πάμε και σε τρίτες εκλογές!
Σε αυτή την περίπτωση, ο κίνδυνος ενός θερμός επεισοδίου δεν πρέπει να αποκλειστεί. Με μία πρώτη ανάγνωση, τα γεωπολιτικά δεδομένα έχουν πλέον αλλάξει. Η Τουρκία δεν θα τολμήσει να αναλάβει το ρίσκο μιας νέας κρίσης, την στιγμή που βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης με την Δύση, ειδικότερα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επομένως, η σημερινή Τουρκία είναι παντελώς απομονωμένη, σε αντίθεση με την Τουρκία της δεκαετίας του ’90.
Για συμφωνία “win-win”, μιλά ο Αμερικανός πρέσβης
Όμως η γεωπολιτική πραγματικότητα είναι περισσότερο πολύπλοκη. Συγκεκριμένα, θα εστιάσουμε σε μία δήλωση του Αμερικανού πρέσβη, κατά την διάρκεια του Συνέδριου Αεροπορικής ισχύος της Πολεμικής Αεροπορίας. Ο Τζέφρι Πάϊατ απάντησε σε ερώτηση του πτέραρχου ε.α. Αναστάσιου Μπασαρά, αντιπροέδρου του ΕΛΙΣΜΕ και τέως ανώτερου αξιωματούχου του ΝΑΤΟ. Ο κύριος Μπασαράς ζήτησε ένα σχόλιο του Αμερικανού διπλωμάτη, για τις παράνομες γεωτρήσεις της Τουρκίας εντός της κυπριακής ΑΟΖ.
Οι γεωτρήσεις αυτές παραβιάζουν την κυριαρχία ενός διεθνώς αναγνωρισμένου ανεξάρτητου κράτους, το οποίο αποτελεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνοδεύονται από την αποστολή πολεμικών πλοίων και τις συνεχιζόμενες πολεμικές απειλές ανώτατων Τούρκων αξιωματούχων, όπως του ίδιου του Τούρκου προέδρου. Ο κύριος Μπασαράς επεσήμανε πως οι προκλήσεις της Τουρκίας, προκαλούν “ανησυχίες” σε Ελλάδα και Κύπρο. Ο Αμερικανός πρέσβης, στην απάντηση του, κράτησε ισορροπίες.
Δήλωσε πως η αμερικανική κυβέρνηση υποστηρίζει την τριμερή συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και δεν επιθυμεί ενέργειες “πρόκλησης και κλιμάκωσης” στην περιοχή. Όμως επεσήμανε πως, μακροπρόθεσμα, η Ουάσιγκτον βλέπει τα ενεργειακά ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου ως “οδηγό συνεργασίας” και “αμοιβαίας νίκης” (win-win). Η συγκεκριμένη δήλωση δεν απέχει από την ανακοίνωση του τουρκικού υπουργείου Ενέργειας στις 8 Μαίου, που ζητούσε συμφωνία “win-win” στα ενεργειακά ζητήματα της Μεσογείου.
Ο Αμερικανός αξιωματούχος υπενθύμισε πως ο ίδιος ο Κύπριος πρόεδρος έχει προτείνει την δημιουργία ενός “δεσμευμένου λογαριασμού”, ο οποίος θα διαμοιράσει τα κέρδη στην ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Όμως, σε αντίθεση με τον πρόεδρο Αναστασιάδη, ο πρεσβευτής δεν ανέφερε ως προϋπόθεση την επίλυση του κυπριακού ζητήματος. Μοιάζει παράδοξο η Κυπριακή Δημοκρατία να διαπραγματευτεί μία συμφωνία “win-win” με την Τουρκία, την στιγμή που αποτελεί δύναμη κατοχής στην Μεγαλόνησο.
Ο Αμερικανός πρεσβευτής διευκρίνισε πως η αμερικανική κυβέρνηση υποστηρίζει τις πρωτοβουλίες της Αθήνας για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Συγκεκριμένα αναφέρθηκε στην επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού σε Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη, όπως και στις πρωτοβουλίες του υπουργού Άμυνας Ευάγγελου Αποστολάκη για την οικοδόμηση των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (Μ.Ο.Ε.) με την γείτονα χώρα.
Τακτική “μαστίγιου και καρότου”
Ολοκληρώνοντας την τοποθέτηση του ο Τζέφρι Πάϊατ έκανε μία πολύ ενδιαφέρουσα επισήμανση. Χαρακτήρισε την Τουρκία “σύμμαχο” στο ΝΑΤΟ. Δήλωσε πως η προσδοκία “όλων” είναι να παραμείνει η Τουρκία “ευθυγραμμισμένη” με τους ευρωατλαντικούς θεσμούς και, γενικότερα, την Δύση. Δεν έκανε την παραμικρή αναφορά στις σοβαρές διαφωνίες Ουάσιγκτον-Άγκυρας για επιμέρους ζητήματα, όπως στα σχέδια της τουρκικής κυβέρνησης για την προμήθεια ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400.
Οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας έχουν επιδεινωθεί το τελευταίο διάστημα. Ο Τούρκος πρόεδρος βλέπει με οργή την αμερικανική υποστήριξη στους Κούρδους της οργάνωσης YPG στην Συρία, την οποία η Άγκυρα θεωρεί “τρομοκρατική οργάνωση”. Ο Ταγίπ Ερντογάν είναι πεπεισμένος πως οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες υποκίνησαν την απόπειρα πραξικόπηματος του 2016. Είναι ο βασικός λόγος που έχει προσεγγίσει την Ρωσία, προκαλώντας μεγάλες αντιδράσεις στις ΗΠΑ.
Όμως, ταυτόχρονα, οι δύο πλευρές αποφεύγουν μία ολοκληρωτική ρήξη. Μοιάζει περισσότερο να ακολουθούν την διαπραγματευτική τακτική του “καρότου και του μαστιγίου”. Η αμερικανική κυβέρνηση θέλει να αποσπάσει την Τουρκία από την αυξανόμενη επιρροή της Ρωσίας. Η Τουρκία, από την πλευρά της, εμφανίζεται να επιδιώκει την εξασφάλιση ανταλλαγμάτων από τους Αμερικανούς. Τα ανταλλάγματα μπορεί να είναι στην Συρία, στο Αιγαίο ή στην Μεσόγειο.
Ειδικότερα, όσον αφορά τους S400, βλέπουμε πως ο Τούρκος υπουργό Άμυνας αναφέρεται σε “αναβολή” στην επικείμενη παράδοση τους στην Τουρκία. Όμως λίγες ώρες μετά, διαψεύδεται από την ίδια την κυβέρνηση του! Αυτή η αλληλουχία των αντιφατικών δηλώσεων, ουσιαστικά εντάσσεται στην διαπραγματευτική τακτική που προαναφέραμε.
Παραμένει σημαντική για τις ΗΠΑ
Βλέπουμε πως ο Αμερικανός πρεσβευτής υπενθύμισε την σπουδαιότητα της Τουρκίας για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Είναι πολύ σημαντική η γεωπολιτική αξία της, (έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ), για την απωλέσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Το πρόβλημα για την αμερικανική κυβέρνηση μοιάζει να είναι περισσότερο ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν, όχι η Τουρκία. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως το ίδιο ισχύει και για το Ισραήλ.
Μία από τις προτεραιότητες της αμερικανικής κυβέρνησης είναι να περιοριστεί η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από την Μόσχα. Είναι ο βασικός λόγος για την υποστήριξη της στην τριμερή συμμαχία Ισραήλ-Ελλάδας-Κύπρου (ουσιαστικά τετραμερή, με την “άτυπη” συμμετοχή της Αιγύπτου). Η Τουρκία θεωρεί πως η συγκεκριμένη συμμαχία την “αποκλείει” από την Μεσόγειο. Έχοντας κάκιστες σχέσεις με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, η Τουρκία καταφεύγει στις πολεμικές απειλές προς επιβολή τετελεσμένων.
Ο Αμερικανός πρεσβευτής (ουσιαστικά η ίδια η αμερικανική κυβέρνηση) κατανοεί τους ισχυρισμούς της Τουρκίας. Μπορεί μην εγκρίνει τις μεθόδους της, αλλά δικαιώνει την πάγια θέση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Το “win-win” του Αμερικανού πρεσβευτή θυμίζει το περίφημο “καζάν-καζάν” του Τούρκου προέδρου Ερντογάν. Δηλαδή οι ελληνοτουρκικές διαφορές στην Μεσόγειο (πιθανών αργότερα και στο Αιγαίο) να επιλυθούν μέσω “αμοιβαίων υποχωρήσεων”. Προφανώς εις βάρος του διεθνούς δικαίου και των ελληνικών συμφερόντων.
Όπως έδειξε η δήλωση του Τζέφρι Πάϊατ, η Ουάσιγκτον επιθυμεί την παραμονή της Τουρκίας στην Δύση. Προφανώς περιμένει ένα “σημάδι” από την Τουρκία. Θα μπορούσε να είναι μία υπαναχώρηση στην παραλαβή των S-400? Είναι δύσκολο να προβλέψουμε την τελική στάση της Τουρκίας, με δεδομένη την εκρηκτική ιδιοσυγκρασία του Τούρκου προέδρου. Σίγουρα ο Ταγίπ Ερντογάν θα αξιοποιήσει στο έπακρο την γεωπολιτική θέση της Τουρκίας, μέχρι την τελική του απόφαση.
Τα προηγούμενα χρόνια, η Ελλάδα είχε επαναπαυτεί στην επικείμενη ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Θεωρούσε πως προοπτική ένταξη της θα “κατεύναζε” τις αναθεωρητικές βλέψεις της Άγκυρας. Όπως είδαμε, η εκτίμηση αυτή δεν επιβεβαιώθηκε. Τώρα το ελληνικό πολιτικό σύστημα κινδυνεύει να προσανατολιστεί στην πόλωση των επικείμενων εκλογών και να αγνοήσει την τουρκική απειλή. Δεν πρέπει να κάνει το λάθος να επαναπαυτεί στις καλές προθέσεις των συμμάχων μας. Οφείλει να θυμάται πως αυτές δεν θα είναι δεδομένες για πάντα.
*Διεθνολόγος