Blog

H εξωτερική πολιτική της Ελλάδας με τον αραβικό κόσμο- Το ζήτημα τής Εθνικής Ασφάλειας

Θέμα: H εξωτερική πολιτική της Ελλάδας με τον αραβικό κόσμο- Το ζήτημα τής Εθνικής Ασφάλειας

 

Αντχος ΠΝ, Θεόδωρος Κατσουγιαννόπουλος

Msc Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Νομικές Σπουδές, Νομική Σχολή ΑΠΘ

Msc Πληροφοριακά Συστήματα, ΕΑΠ

 

Η διάσταση τής εθνικής ασφάλειας τη σημερινή εποχή μπορεί και πρέπει να θεωρηθεί ως διακύβευμα, το οποίο συναρτάται από ένα σύμπλεγμα παραγόντων. Κι αυτό διότι, η έννοιά της, προσδιοριζόμενη στην ετυμολογική διάσταση τού εθνικού συμφέροντος, καθώς στην ουσία των πραγμάτων οροθετείται ως η ανάγκη των Κρατών να περιφρουρήσουν την αυθυπαρξία τους από εξωγενείς κινδύνους, παρατηρούμε, ότι στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον η εθνική ασφάλεια –σε αρκετές περιπτώσεις-διαμορφώνεται στα πλαίσια των διεθνών Οργανισμών στους οποίους ένα κρατικό μόρφωμα είναι μέλος. Αυτό δεν σχετίζεται –σε καμία περίπτωση με το γεγονός- ότι τα εθνικά δίκαια ενός κράτους καθορίζονται από τις υπόλοιπες συμμαχικές χώρες –εταίρους στον διεθνή Οργανισμό όπου κι αυτές είναι μέλη, «αλλά σύμφωνα με την αντίληψη του Πολιτικού Ρεαλισμού και του Νεό- Ρεαλισμού, αν και τα κράτη επιδιώκουν την εθνική τους ασφάλεια, ωστόσο, δεν εκφράζουν την ανάγκη αυτή πρόδηλα και άμεσα, αλλά μέσα από τους διεθνείς θεσμούς, οι οποίοι αναπτύσσονται μέσα στα πολυμερή εθνικά περιβάλλοντα όπου οι χώρες είναι μέλη».[1] Έτσι, από το σημείο που στο παρελθόν η εθνική ασφάλεια εκφραζόταν –ουσιωδώς και κυρίως- μέσα από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, πλέον και κυρίως μετά το 1990, εκφράζεται μέσα από οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνισταμένες και δράσεις. Δηλαδή, σε όσους περισσότερους οργανισμούς είναι ένα κράτος μέλος, αυτό αποτελεί και κατά κάποιο τρόπο το εχέγγυο, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι εξωγενείς κίνδυνοι και ως εκ τούτου να διασφαλιστεί η εθνική ακεραιτότητά του. Άλλωστε με την Συνθήκη της Λισσαβόνας (2009) υιοθετήθηκαν μία σειρά μέτρων που διευρύνουν και ενισχύουν την δυνατότητα συνεργασίας των κρατών- μελών της ΕΕ στον αμυντικό τομέα, αποδεικνύοντας, εκτός των άλλων, και όπως εκφράστηκε μέσω του θεσμικού πλαισίου για την Κοινή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας που ψήφισε το 1999 στην Κολωνία το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο,[2] ότι η διασφάλιση τής ακεραιότητας ενός Κράτους υποβοηθείται από την συνύπαρξή του με άλλες χώρες σε ένα διεθνές Όργανο, το οποίο έχει την «τεχνογνωσία» και τα μέσα να επιβάλλει και να διαμορφώσει ένα ήρεμο εξωγενές περιβάλλον για τις χώρες που υπάγονται θεσμικά σε αυτό.

 

Το θέμα είναι να δούμε τι γίνεται στην περίπτωση που δύο κράτη, αν και είναι μέλη του ίδιου διεθνούς Οργανισμού, παρόλα αυτά μεταξύ τους αντιμετωπίζουν διακρατικά ζητήματα (όπως λόγου χάρη συμβαίνει στην περίπτωση τής Ελλάδας με την Τουρκία ή της Ελλάδας με την Αλβανία που όλες είναι μέλη του ΝΑΤΟ); Πόσο η παρέμβαση του στρατιωτικού οργανισμού «αλλοιώνει» ή ελαχιστοποιεί τη δυνατότητα ενός κράτους να αποφασίσει το ίδιο για τα εθνικά δίκαιά του; Επιπρόσθετα, ακόμα ένα καθοριστικό ερώτημα που προκύπτει, είναι πόσης ουσιώδους σημασίας είναι το γεγονός, ότι μία χώρα- μέλος ενός Διεθνούς Οργάνου διατηρεί ιστορικά άριστες σχέσεις σε διπλωματικό επίπεδο με κράτη, τα οποία, ωστόσο,  η πληθώρα αυτών δεν έχουν αναπτυγμένες διακρατικές σχέσεις με τις υπόλοιπες χώρες- μέλη του Διεθνούς Οργανισμού; Ένα απτό παράδειγμα είναι οι παραδοσιακά στενές σχέσεις που έχει αναπτύξει η Ελλάδα με το μεγαλύτερο μέρος των αραβικών κρατών, σε αντίθεση με Δυτικές χώρες -που ίσως και εξαιτίας περισσότερο του φαινομένου της αποικιοκρατίας περασμένων δεκαετιών, αλλά και του φαινομένου της ριζοσπαστικοποίησης του Ισλάμ, έτσι, όπως ραγδαία εξελίσσεται τη σημερινή εποχή- κάθε άλλο παρά αγαστές σχέσεις φέρουν με τα αυτά.[3]

 

Με άλλα λόγια, πού αρχίζει και πού καταλήγει η έμμεση (ή και η άμεση) παρέμβαση ενός διεθνούς οργάνου στα εθνικά πράγματα ενός κράτους και κατά πόσο η παρέμβαση αυτή αναγκάζει ή δημιουργεί προβλήματα στην εξωτερική πολιτική και διπλωματία του κράτους αυτού που διατηρεί στενές σχέσεις με χώρες, που ωστόσο, πολλές από αυτές λογίζονται –όχι λίγες φορές- σημειακά (;) εχθροί τής πλειονότητας των κρατών τής Διεθνούς Κοινότητας;

 

Σε αυτά τα ερωτήματα έρχεται να δώσει απάντηση το εννοιολογικό περιεχόμενο των μέτρων που υιοθετούνται από ένα κρατικό μόρφωμα στη διαμόρφωση των συνισταμένων για την Εθνική Ασφάλεια, υποδηλώνοντας πολύ απλά το αυτονόητο, ότι δηλαδή ένα κράτος, αν και μέλος Διεθνούς Οργάνου, δεν μπορεί να εξαναγκαστεί από κανέναν να υποκύψει χωρίς διαβούλευση σε αποφάσεις τρίτων, οι οποίες διακυβεύουν ή είναι επικίνδυνες για τα εθνικά δίκαιά του. Οι ενέργειες που θα γίνουν από μία χώρα με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση της Εθνικής Ασφάλειας είναι στην πραγματικότητα οι διπλωματικοί, οικονομικοί, ακόμα δε, και οι στρατιωτικοί χειρισμοί της, προκειμένου αφενός να αποφύγει μία στρατιωτική επέμβαση αφετέρου να διασφαλίσει την εθνική κυριαρχία του. Όταν ένα κρατικό μόρφωμα έχει σχεδιάσει τον τρόπο που θα ενεργήσει, ώστε να διασφαλίσει την Εθνική Ασφάλειά του μπορεί πολύ εύκολα να αποφύγει την άμεση παρέμβαση ακόμα και συμμαχικών κρατών στα εσωτερικά και τα εξωτερικά διπλωματικά του πράγματα. Και πώς θα σχεδιαστεί όλο αυτό το πλαίσιο της Εθνικής Ασφάλειας μίας χώρας; Όταν η χώρα έχει διαμορφώσει την Εθνική Στρατιωτική και Αμυντική Στρατηγική του, η οποία σημαίνει ότι το κράτος αυτό έχει τόσο τον αμυντικό εξοπλισμό όσο και τις στρατιωτικές παραμέτρους να αντιμετωπίσει μόνο του έναν εχθρό, ωσάν να μην ήταν μέλος ενός Διεθνούς Οργανισμού. Επίσης, μία ακόμη σημαντική παράμετρος που οδηγεί στην περιφρούρηση της εθνικής ακεραιότητας αποτελεί η συνοχή που υπάρχει στο εσωτερικό περιβάλλον, υποδηλώνοντας ότι και στην περίπτωση μεταβολών κοινωνικής, οικονομικής ή και δημογραφικής φύσης δεν θα διακυβευτεί η Εθνική Ασφάλεια. Ένα απτό παράδειγμα, είναι η αθρόα μετανάστευση εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων σε διάφορα εθνικά περιβάλλοντα και η επίδραση που έχει η εγκατάσταση αυτή για την Εθνική Ασφάλεια των χωρών που δέχονται μεταναστευτκό/προσφυγικό πληθυσμό. Αν ένα κράτος έχει διαμορφώσει τα πλαίσια κάτω από τα οποία οι πολίτες του συνέχονται με ισχυρούς δεσμούς, ό,τι και συμβεί σε εσωτερικό επίπεδο, δεν θα εξαναγκαστεί το κράτος να εκχωρήσει στοιχεία από την εθνική κυριαρχία του. Και η τρίτη συνισταμένη που συμβάλλει στην Εθνική Ασφάλεια είναι, όταν η χώρα έχει σχεδιάσει την Πολιτική τής Εσωτερικής Ασφάλειάς του, δηλαδή έχει δημιουργήσει τους κατάλληλους μηχανισμούς, ώστε να μην υπονομεύεται από ομάδες που ζουν στο εσωτερικό περιβάλλον της.[4] Και επειδή αυτός ο τελευταίος παράγοντας μπορεί να δεχτεί παρερμηνεία, αν ένα κράτος σέβεται και νομοθετεί για τη διαφορετικότητα που διαβιώνει στον εσωτερικό ιστό του, τότε ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο για υπονομευτικές τάσεις εκ των έσω. Στη βάση αυτή, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, μία χώρα δεν χάνει την υπόστασή της, καθώς υιοθετώντας κατάλληλους «μηχανισμούς» έχει το δικαίωμα να ενεργήσει αυτοβούλως και να θέσει τα όρια στην «παρεμβατικότητα» που μπορεί να έχει από τον Διεθνή Οργανισμό ή τους Διεθνείς Οργανισμούς που είναι μέλος. Ενδεικτικό παράδειγμα, είναι η χώρα μας, η οποία την χρονική περίοδο 2004-2008, προκειμένου να είναι μέσα στο «διεθνές παιχνίδι» και να θεωρείται χώρα με ισχύ, επειδή άρχισε να βιώνει μετά το πέρας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 οικονομικούς κλυδωνισμούς, αν και μέλος του ΝΑΤΟ, σύναψε συμβάσεις για την προμήθεια αμυντικού εξοπλισμού από το ρωσικό κράτος, ώστε υπό τη βάση αυτή να έχει την ευχέρεια τής διαρκούς ανανέωσης των στρατιωτικών μέσων της με σύγχρονο (για την εποχή), φθηνό και αξιόπιστο υλικό. Και σε καμία περίπτωση, η στάση αυτή τής Ελλάδας δεν μπορεί και δεν πρέπει να θεωρηθεί ως διπολική απέναντι στο ΝΑΤΟ και τους Ευρωπαίους εταίρους της, καθώς υποδηλώνει την αναγκαιότητα επιβίωσής της  σε ένα διεθνές περιβάλλον που η ισχύς ενός Κράτους περιχαρακώνεται και προσμετράται στα αμυντικά μέτρα.

 

Όσον αφορά τώρα την εξωτερική πολιτική τής Ελλάδας με τον αραβικό κόσμο, αυτή είναι γνωστή και παραδοσιακά ιστορική. Τη σημερινή εποχή, με τη συνεχόμενη μετανάστευση εθνικών και θρησκευτικών ομάδων από τη Μέση Ανατολή, αυτές οι στενές σχέσεις που έχει δημιουργήσει το κράτος μας με την πλειονότητα των αραβικών χωρών, θεωρείται μία ισχυρή αφορμή, ώστε η χώρα μας να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην βελτίωση και ενδεχομένως στην εξομάλυνση των σχέσεων ανάμεσα στη Δύση και σε πολλά από τα ανατολικά περιβάλλοντα, μετά βέβαια και εξαιτίας τής έξαρσης σε τρομοκρατικά χτυπήματα που αντιμετωπίζουν πολλά δυτικά κράτη από μουσουλμάνους έποικους/ μετανάστες. Αυτό που πρέπει να καταθέσουμε είναι δύο πράγματα: α. Η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ μετανάστη και χώρας- υποδοχής εξαρτάται τόσο από το πολιτισμικό και κοινωνικό επίπεδο τού μετανάστη/ πρόσφυγα όσο και από το πόσο ανεκτικό μπορεί να είναι ένα κρατικό/ κοινωνικό περιβάλλον με το εθνικά ξένο. Κοινωνιολογικά έχει αποδειχθεί, ότι χώρες με πολιτισμικό υπόβαθρο είναι πιο ανεκτικές απέναντι στο εθνολογικά ξένο σε σχέση με κράτη που αν και οικονομικά αναπτυγμένα, επειδή συγκροτήθηκαν σε ύστερους χρόνους, έχοντας πολλές αυτές σχηματίσει εθνική ταυτότητα στη βάση κοινωνικών ή οικονομικών παραγόντων (λχ Μ. Βρετανία, Βόρειες Χώρες), είναι περισσότερο επιφυλακτικές με το εθνολογικά ή θρησκευτικά ξένο.[5] Αυτό είναι μία πτυχή, όπως και β. μία δεύτερη πτυχή είναι η θέση που είχε μία χώρα κατά την ιστορική περίοδο του αποικιοκρατισμού.[6] Ωστόσο, επειδή η μετανάστευση δεν αποτελεί το κύριο μέρος τής παρούσας εισήγησης, ώστε να αναλυθεί κοινωνιολογικά, αυτό που μπορούμε να πούμε είναι, ότι είναι ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο, καθώς εκτός από τις αιτίες και τις αφορμές κάτω από τις οποίες γίνεται, έχει να κάνει και με ζητήματα πολιτικής φύσης.

 

Οι Έλληνες είχαν ανέκαθεν αναπτύξει στενές σχέσεις με χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής που είχαν αραβικό/ αραβόφωνο πληθυσμό. Όπως είναι γνωστό, αφενός  είχαν κατά το παρελθόν μεταναστεύσει στα περιβάλλοντα αυτά, αναπτύσσοντας στενές σχέσεις με το γηγενές στοιχείο, αφετέρου κατά τους αραβοϊσραηλινούς Πολέμους, αλλά και χρονικά μεταγενέστερα είτε διατηρούσαν ουδέτερη στάση είτε στάθηκαν στο πλευρό των Αράβων, όσον αφορά κυριότατα τη θέση που είχαν πάρει οι Ελληνικές Κυβερνήσεις με το Παλαιστινιακό Ζήτημα.[7] Ακόμα και τώρα, που οι περισσότερες χώρες τής Δύσης διατηρούν μία εχθρική στάση, ώστε προς τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς από τη Μέση Ανατολή, η Ελλάδα, αντίθετα, όλους αυτούς τους πληθυσμούς προσπαθεί σε μεγάλο βαθμό να τους ενσωματώσει στον κρατικό ιστό της παρά τα προβλήματα που η ίδια αντιμετωπίζει ως κράτος. Και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, κάθε άλλο παρά σχετίζονται στην πραγματικότητα, από την διακύβευση τής εθνικής ασφάλειας, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι το ελληνικό κράτος ακόμα δεν έχει συνέλθει από τη αβεβαιότητα που ζούσαν σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο οι Έλληνες πολίτες για δέκα συναπτά έτη. Όλη αυτή η απογοήτευση που έχουν οι Έλληνες απέναντι στο κράτος τους είναι φυσικό και εύλογο, να δημιουργεί ακόμα και ακραίες συμπεριφορές. Το αν οι Έλληνες είναι εθνικιστές θα πρέπει να το εξετάσουμε υπό το πρίσμα των συμπεριφορών και αντιδράσεών τους, όταν τη δεκαετία του 1990 δέχτηκε η χώρα μας μεγάλο κύμα μεταναστών από την πρώην κομμουνιστικές χώρες, και αναλογιζόμενοι πώς είχαν αντιδράσει το 1923, όταν στο ελλαδικό περιβάλλον που είχε τα ανάλογα κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά με το σημερινό συνέρρευσαν οι χιλιάδες των ομοεθνών προσφύγων. Σε ποια από τις δύο περιπτώσεις που αναφέρθηκαν οι γηγενείς εκφράστηκαν με πιο ακραίο τρόπο; Τη δεκαετία του 1990 ή τη δεκαετία του 1920;

 

Τη δεδομένη χρονική στιγμή, εκτός των άλλων, οι ενεργειακές εξελίξεις στην περιοχή με την ανέκαθεν στενή σχέση τής χώρας μας με τον αραβικό κόσμο, της δίνουν το προβάδισμα να διαπραγματεύεται με αραβικές χώρες (λχ Αίγυπτος, Ιορδανία) και για λογαριασμό των Δυτικών συμμάχων μας. Αυτό φαίνεται όσο ποτέ άλλοτε με τις διάφορες τριμερείς και πολυμερείς συνδιασκέψεις που λαμβάνουν χώρα σε κράτη της Νοτιοανατολικής Μεσογείου για τις ενεργειακές γεωτρήσεις και τη διάνοιξη των αγωγών. Όμως και παλιότερα χρονικά, δύο σχεδόν δεκαετίες νωρίτερα, η Ελλάδα –ιδίως από την περίοδο τής μεταπολίτευσης και κυρίως τη δεκαετία του 1980- προσπάθησε να συσφίξει περισσότερο τις σχέσεις της με τον αραβικό κόσμο μέσω τής οικονομικής και πολιτιστικής διπλωματίας με σκοπό την ενίσχυσή της έναντι τής Τουρκίας στα περιβάλλοντα αυτά. Ας μην ξεχνάμε, ότι το τουρκικό κράτος την περίοδο εκείνη, ήταν το «αγαπημένο παιδί» των Δυτικών, παραγκωνίζοντας αισθητά τη θέση τής χώρας μας στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή. Αλλά και οι ίδιες οι αραβικές χώρες και κυρίως αυτές που εκτείνονται στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο θεωρούν το ελληνικό κράτος τον πιο οικείο εταίρο που μέσω αυτού θα επανακαθορίσουν τις σχέσεις τους με τη Δύση, κάνοντας «άνοιγμα» προς αυτήν.[8] Δεν πρέπει να παραβλέπεται, ότι το Παλαιστινιακό αποτελούσε το ακανθώδες ζήτημα ανάμεσα στις δυτικές χώρες και την πλειονότητα των κρατών τού αραβικού κόσμου με συνέπεια την ανάσχεση τής παρουσίας τους στα διεθνή διπλωματικά πράγματα με συνέπεια να ενισχύεται υπό το πρίσμα αυτό η θέση τού Ισραήλ στην περιοχή. Πλέον, ωστόσο, τόσο οι Άραβες ηγέτες, εξαιτίας των ενεργειακών εξελίξεων όσο και η ισραηλιτική πλευρά (παρά την στάση των ΗΠΑ να δυναμιτίζει τη μεταξύ τους σχέση μεταφέροντας την αμερικανική Πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ) βλέπουμε από τις εξελίξεις, ότι έχουν βάλει «αρκετό νερό στο κρασί τους», φτάνοντας η πρώτη πλευρά στο σημείο να καταδικάζει ως ακραία παρακρατική την οργάνωση, Χαμάς. Η Ελλάδα είναι –αναμφισβήτητα- ένα δυνατό προγεφύρωμα για τη Δύση, ακόμα και όσον αφορά τις αραβικές χώρες που έχουν υπογράψει πρωτόκολλα συνεργασίας με την Τουρκία και τη Ρωσία, δύο κράτη με διπολική εξωτερική πολιτική σε πολλούς τομείς τόσο για την Ανατολή όσο και τη Δύση. Και μάλιστα, για να αναφερθούμε και στο τελευταίο Σύμφωνο συνεργασίας μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, βλέπουμε, ότι παρά την αρχική διπολική στάση που τήρησαν απέναντι σε αυτό οι Δυτικοί εταίροι μας, επειδή τόσο το Ισραήλ όσο και οι αραβικές χώρες που έχουν σημαίνοντα ρόλο στην ενεργειακή διπλωματία τάχθηκαν υπέρ των ελληνικών δικαίων, αυτόματα η στάση των χωρών αυτών ανάγκασε και τους συμμάχους μας να πάρουν ευθεία θέση, καταδικάζοντας την τουρκολιβυκή συμφωνία, Η Ελλάδα κάθε άλλο παρά μπορεί να φοβάται για την Εθνική Ασφάλειά της, καθώς όπως φαίνεται ακόμα και οι ακραίες μουσουλμανικές χώρες (όπως κατά περιόδους ήταν η Αίγυπτος ή όπως θεωρούνται πολλά από τα Κράτη του Κόλπου) αρχίζουν να μεταστρέφουν την εξωτερική και οικονομική πολιτική τους (η εταιρεία Aramco έχει ιδιωτικοποιήσει το μεγαλύτερο ποσοστό των κεφαλαίων της, πουλώντας τα σε αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες), εξαιτίας των ενεργειακών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή.[9] Και αυτήν την στιγμή, και εξαιτίας τής τυχοδιωκτικής πολιτικής τής Τουρκίας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, διακυβεύοντας, εκτός των άλλων, και τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, η Ελλάδα ούσα ανέκαθεν σημειακός εταίρος των αραβικών χωρών μπορεί και έχει τη δυνατότητα να ασκήσει καθοριστικό ρόλο στα διεθνή πράγματα ως δίαυλος ανάμεσα στα δυτικά και τα μεσανατολικά κράτη.

 

Βιβλιογραφία

  1. Γκλαβίνης Παναγιώτης, Ανδρεάδης Ηλίας, Κολοβός Ηλίας, Κωνσταντινίδου Άννα, Σέμκου Αφροδίτη, 2019, Η ολοκλήρωση των αγορών ενέργειας στην ευρύτερη Ευρώπη. Περιβάλλον και Δίκαιο- φυσικό περιβάλλον-  ενέργεια- χωροταξία- πολεοδομία- δόμηση- δημόσια έργα- μνημεία, 88 (2), σσ. 183-208
  2.  Ηλιόπουλου Η., (χχ), Εθνικό Συμφέρον και πολιτική της εθνικής ασφάλειας- θεμελιώδεις έννοιες και στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον, Διαθέσιμο στο: http://www.elesme.gr/elesmegr/periodika/t36/t36_06.htm
  3. Ishay Micheline R., 2008, Η Ιστορία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου- από την Αρχαιότητα ως την εποχή της Παγκοσμιοποίησης, Αθήνα: Σαββάλας
  4. Μαριλένα Κοππά,2017, Η κοινή πολιτική άμυνας και ασφάλειας, Αθήνα: Πατάκη
  5. Άννα Ι. Κωνσταντινίδου, 2017, Ο ρόλος της Ελληνικής Παροικίας στην Αίγυπτο- η Έξοδος και το Αιγυπτιακό Ζήτημα, Θεσσαλονίκη: Κ & Μ Σταμούλη
  6. της ιδίας, 2019, Ισλάμ και το ενεργειακό ζήτημα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, Θεσσαλονίκη: Κ&Μ Σταμούλη/ Ιωάννης Αρχ. Χαρπαντίδης
  7. Roy Olivier, 2006, Το Παγκοσμιοποιημένο Ισλάμ, Αθήνα: Scripta
  8. www.europarl.europa.eu›pdf (τελευταία πρόσβαση 14 Νοεμβρίου 2019).

 



[1] Η. Ηλιόπουλου, (χχ), Εθνικό Συμφέρον και πολιτική της εθνικής ασφάλειας- θεμελιώδεις έννοιες και στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον, Διαθέσιμο στο: http://www.elesme.gr/elesmegr/periodika/t36/t36_06.htm (τελευταία πρόσβαση 14 Νοεμβρίου 2019).

[2] www.europarl.europa.eu›pdf (τελευταία πρόσβαση 14 Νοεμβρίου 2019).

[3] Άννα Ιακ. Κωνσταντινίδου, 2019, Ισλάμ και το ενεργειακό ζήτημα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, Θεσσαλονίκη: Κ&Μ Σταμούλη/ Ιωάννης Αρχ. Χαρπαντίδης.

[4] Μαριλένα Κοππά,2017, Η κοινή πολιτική άμυνας και ασφάλειας, Αθήνα: Πατάκη, καθώς και στο Η. Ηλιόπουλου, (χχ), Εθνικό Συμφέρον και πολιτική της εθνικής ασφάλειας- θεμελιώδεις έννοιες και στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον, Διαθέσιμο στο: http://www.elesme.gr/elesmegr/periodika/t36/t36_06.htm (τελευταία πρόσβαση 14 Νοεμβρίου 2019).

[5] Micheline R. Ishay, 2008, Η Ιστορία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου- από την Αρχαιότητα ως την εποχή της Παγκοσμιοποίησης, Αθήνα: Σαββάλας.

[6] Roy Olivier, 2006, Το Παγκοσμιοποιημένο Ισλάμ, Αθήνα: Scripta.

[7] Άννα Ι. Κωνσταντινίδου, 2017, Ο ρόλος της Ελληνικής Παροικίας στην Αίγυπτο- η Έξοδος και το Αιγυπτιακό Ζήτημα, Θεσσαλονίκη: Κ & Μ Σταμούλη.

[8] Παναγιώτης Γκλαβίνης, Ηλίας Ανδρεάδης, Ηλίας Κολοβός, Άννα Κωνσταντινίδου, Αφροδίτη Σέμκου, 2019, Η ολοκλήρωση των αγορών ενέργειας στην ευρύτερη Ευρώπη. Περιβάλλον και Δίκαιο- φυσικό περιβάλλον-  ενέργεια- χωροταξία- πολεοδομία- δόμηση- δημόσια έργα- μνημεία, 88 (2), σσ. 183-208.

[9] Άννα Ιακ. Κωνσταντινίδου, 2019, Ισλάμ και το ενεργειακό ζήτημα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, Θεσσαλονίκη: Κ&Μ Σταμούλη/ Ιωάννης Αρχ. Χαρπαντίδης.

Αφήστε μια απάντηση