Blog

Η εθνική ελληνική μειονότητα και οι ελληνοαλβανικές σχέσεις από τη συγκρότηση του αλβανικού κράτους μέχρι και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Η εθνική ελληνική μειονότητα και οι ελληνοαλβανικές σχέσεις από τη συγκρότηση του αλβανικού κράτους μέχρι και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Η εθνική ελληνική μειονότητα και οι ελληνοαλβανικές σχέσεις

από τη συγκρότηση του αλβανικού κράτους μέχρι και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου

 

Οι Έλληνες συνιστούν τη μεγαλύτερη μειονοτική ομάδα στην Αλβανία, αποτελούν μία αυτόχθονη πληθυσμιακή ομάδα και συνδέεται με μια σειρά από προσπάθειες, είτε για την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα είτε για αυτοδιάθεση τους στα πλαίσια του αλβανικού κράτους -πολύ σημαντική περίοδος αποτελεί αυτή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου- αλλά κυρίως για την προάσπιση και το σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων τους από τις αρχές του 20ου αιώνα όταν ιδρύθηκε το αλβανικό εθνικό κράτος.

Η μονομερής δήλωση του 1921 αποτελεί, όπως αναφέραμε, τη νομική αναγνώριση της εθνικής ελληνικής μειονότητας και της απόδοσης δικαιωμάτων σε αυτήν και απαριθμεί τις δεσμεύσεις τις Αλβανίας στους πολίτες της που ανήκουν σε εθνικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες. Το καθεστώς προστασίας αφορά τη θρησκευτική ελευθερία και τα γλωσσικά δικαιώματα, κατοχυρώνοντας παράλληλα την αρχή της μη διάκρισης και της ισότητας απέναντι στο νόμο. Η Διακήρυξη έγινε δεκτή από το Συμβούλιο της ΚτΕ την ίδια ημέρα της κατάθεσής της και τέθηκε ρητά υπό την εγγύηση των αρμόδιων οργάνων της. Τα δικαιώματα της εθνικής ελληνικής μειονότητας παρέμειναν μόνο τυπικά σεβαστά επί Χότζα. Το Σύνταγμα του 1946 ανέφερε ότι οι εθνικές μειονότητες απολαμβάνουν όλα τα δικαιώματα σχετικά με την προστασία της πολιτισμικής τους ανάπτυξης και της ελεύθερης χρήσης της γλώσσας τους (άρθρο 39), ενώ το Σύνταγμα του 1977 έδινε εγγυήσεις στις εθνικές μειονότητες για την προστασία και την ανάπτυξη του πολιτισμού και των λαϊκών τους παραδόσεων, τη χρήση της μητρικής τους γλώσσας και τη διδασκαλία της στο σχολείο, καθώς και την ισότητα στην ανάπτυξη σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής (άρθρο 42). Ωστόσο παρότι τα δύο Συντάγματα αναφέρονταν στην ισότητα των πολιτών ανεξαρτήτως εθνικότητας, φυλής ή θρησκείας καθώς και στα δικαιώματα των μειονοτήτων, δεν προσδιόριζαν συγκεκριμένες ομάδες, ενώ με το Σύνταγμα του 1946 μεταβιβαζόταν η διαχείριση όλων των σχολείων στο κράτος, αφαιρώντας το δικαίωμα που είχαν προπολεμικά οι ελληνικοί πληθυσμοί. Βέβαια σύμφωνα με τη γενική παραδοχή, το καθεστώς Χότζα έπληξε την εκπαίδευση της μειονότητας στο βαθμό που υποβάθμιζε το επίπεδο ζωής των Ελλήνων και περιόριζε σημαντικά δικαιώματά τους. Η μειονοτική εκπαίδευση αφού πέρασε στον άμεσο έλεγχο του κράτους υποβαθμίστηκε, λόγω της έλλειψης υποδομής και ειδικής κατάρτισης. Στην περίπτωση της Χειμάρρας, το καθεστώς έκλεισε το ελληνικό σχολείο ως μέτρο αντιποίνων για την αρνητική στάση των κατοίκων της περιοχής στις εκλογές του 1946. Το καθεστώς Χότζα δημιούργησε τις λεγόμενες «μειονοτικές ζώνες» στις οποίες υπήχθησαν 99 οικισμοί των οποίων μητρική γλώσσα ήταν η ελληνική και εξαιρέθηκαν τα ελληνόφωνα χωριά της Χειμάρρας -το 1959 αφαιρέθηκε και η ελληνική εθνικότητα- και η Άρτα της Αυλώνας, όπως και περιοχές με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς (Αργυρόκαστρο, Πρεμετή, κ.ά.).

Δύο θέματα αφορούν την ελληνική μειονότητα αυτήν την περίοδο και αποτελούν μείζονος σημασίας για την ελληνική πολιτική. Το πρώτο ζήτημα σχετίζεται με τον αριθμό της. Το 1930, υπάρχει μια καταγραφή 37.000 Ελλήνων στην Αλβανία και ενώ η αντίστοιχη αύξηση του αλβανικού πληθυσμού μέχρι τη δεκαετία του 1980 είναι τετραπλάσια, και θα έφερνε τον ελληνικό πληθυσμό περίπου στις 150.000, η απογραφή του 1960 κατέγραψε 40.000 Έλληνες, του 1979 49.307 και του 1989 48.758 χωρίς να περιλαμβάνεται σε αυτούς ο πληθυσμός της Χειμάρρας. Προφανώς, πρόκειται για αυτούς οι οποίοι ήταν καταγραμμένοι με «Εθνικότητα ελληνική». Το άθροισμα των κατοίκων των αγροτικών οικισμών, μαζί με τους Έλληνες των τριών πόλεων της περιοχής -ακολουθώντας στον αριθμό τους και τις εκτιμήσεις των ίδιων των Ελλήνων της Αλβανίας- και παραδεχόμενοι όλο τον πληθυσμό των ελληνικών χωριών, ξεπερνούσε τις 60.000-61.000 των Ελλήνων στην περιοχή των μειονοτικών ζωνών. Η απόκλιση από την αλβανική απογραφή του 1989, αφορά δηλαδή 4.000 ως 5.000 Έλληνες μέσα στις «μειονοτικές περιοχές». Εκτός των «μειονοτικών ζωνών», οι εκτιμήσεις για τον πληθυσμό της ελληνικής μειονότητας είναι σαφώς πιο δύσκολες.

Πέρα από το ζήτημα της στέρησης των μειονοτικών δικαιωμάτων ως αποτέλεσμα της μετοίκησης, τίθενται πλέον και άλλες δυσκολίες που αφορούν τον επαναπροσδιορισμό της πραγματικής ταυτότητας των ανθρώπων αυτών, αλλά και της γλώσσας τους στις περιοχές εκτός «μειονοτικών ζωνών».  Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στα Τίρανα, όπου η απογραφή δίνει 610 άτομα ως Έλληνες, και δευτερευόντως στην Αυλώνα στην οποία δίνει 200. O αριθμός των Ελλήνων ήταν και είναι στα Τίρανα, αλλά και στην Αυλώνα και στο Δυρράχιο, υπερπολλαπλάσιος των αλβανικών απογραφών, και αυτό είναι αποτέλεσμα της αναγκαστικής μετοίκησης και της εξόδου από τον αγροτικό αλβανικό Νότο προς τα αστικά κέντρα.

H σταδιακή αφομοίωση των Ελλήνων που κατοικούσαν εκτός ζώνης, η φυγή πολλών μελών της μειονότητας προς την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα σημαντικά μεγέθη διασποράς που προέρχονται από την ελληνική μειονότητα, είναι παράγοντες που συμβάλλουν σε σημαντική μείωση του αρχικά υπολογισμένου μέγιστου αριθμού των 150.000, και αναγκαστικά μειώνουν τον αριθμό των Ελλήνων κάτω από τις 100.000. Από την άλλη πλευρά η ελληνική πολιτική υποστήριζε ότι οι Έλληνες της Αλβανίας έφταναν τις 400.000, ενώ μια έρευνα του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ αναφερόταν σε 266.800 Έλληνες.

Το δεύτερο ζήτημα αφορά το ποιοι είναι οι Έλληνες της Αλβανίας, αφού το καθεστώς του Χότζα έπληξε την ελληνική μειονότητα. Ο δύσκολος εντοπισμός της ελληνικής μειονότητας εκτός «μειονοτικής ζώνης» είναι επίσης αποτέλεσμα του επιδιωκόμενου υψηλού βαθμού ένταξής της στην αλβανική κοινωνία, ενώ οι Ελληνόβλαχοι θεωρήθηκαν ως Αλβανοί.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, το καθεστώς Χότζα μετακίνησε εδώ βίαια τους πέντε χιλιάδες Ελληνόβλαχους με διαμονή στην παραθαλάσσια περιοχή από τα Εξαμίλια μέχρι τη Βρύνα. Ο πληθυσμός αυτός με το κλείσιμο των συνόρων έμεινε στο αλβανικό έδαφος. Συνέχιζε όμως να προέκυπτε εκτός ληξιαρχικών μητρώων και δεν γνώριζε καν τα αλβανικά. Σε απογραφή ενός τμήματος Ελληνόβλαχων στην περιοχή της Κολόνια το 1945 σημειώνονταν ως μητρική γλώσσα η Βλάχικη και η Ελληνική ως ξένη γλώσσα, ενώ δεν αναφέρονταν καν η Αλβανική(107).

Οι εκτοπισθέντες Ελληνόβλαχοι εγκαταστάθηκαν στα χωριά της Λιουντζεριάς, Ζαγοριάς και Πωγωνιού, περιοχές από τις οποίες το καθεστώς είχε αφαιρέσει με τους προαναφερόμενους τρόπους μεγάλο τμήμα ντόπιου πληθυσμού. Μεταξύ αυτών τους φορείς ελληνικής και ελληνίζουσας συνείδησης. Στη Λιουντζεριά οι Ελληνόβλαχοι ίδρυσαν μάλιστα και δικά τους χωριά, όπως το Αντών Πότση. Εντάχτηκαν όμως σε αλβανικά σχολεία και αυθαιρέτως η εθνικότητά τους έγινε αλβανική. Το καθεστώς άνοιξε αλβανικά σχολεία και για τους Ελληνόβλαχους στο Πωγώνι, μη επιτρέποντας σ’ αυτούς να πάνε στα υπάρχοντα ελληνικά σχολεία.

Ωστόσο μεταξύ των Ελληνόβλαχων ακολούθησαν οι μαζικές συλλήψεις και βαρύτατες ποινές με μόνιμες κατηγορίες «συνεργάτες των Ελλήνων μοναρχοφασιστών». Εξηνταπέντε Ελληνόβλαχοι οδηγήθηκαν στο απόσπασμα, ενώ οι τιμωρίες και ποινές αυτών ανέρχονται σε 1.850 χρόνια φυλάκισης. Μέσα σε λίγες δεκαετίες όμως η Ελληνική έμεινε γλώσσα εν δυνάμει και αχρείαστη των παρήλικων. Μάλιστα και η Βλάχικη πέρασε σε δεύτερη μοίρα σε χωριά με μικτό αλβανο-βλάχικο πληθυσμό επιτρέποντας όλο το έδαφος στην αλβανική.

Στη σημερινή τους εγκατάσταση οι Βλάχοι μπορούν να εντοπιστούν σε δύο τοπικές-γεωγραφικές ενότητες. Η πρώτη κατοικεί στις περιοχές του Πόγραδετς, της Κορυτσάς και της Ερσέκας, της Πρεμετής, και σε μικρότερο βαθμό του Αργυροκάστρου και των Αγ. Σαράντα. Η δεύτερη σημαντική συγκέντρωση εντοπίζεται βόρεια της γραμμής Αυλώνας-Βερατίου μέχρι την Καβάγια. Μετά το 1991 το Κόμμα της Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΚΕΑΔ), με το οποίο εκπροσωπείται η εθνική ελληνική μειονότητα, έδινε 150.000 βλαχόφωνο πληθυσμό, με ελληνική συνείδηση.

Η κοινωνική ανέλιξη των Ελλήνων της Αλβανίας ήταν ευπρόσδεκτη από το καθεστώς στον βαθμό που συνοδεύονταν από απομάκρυνση από την ελληνική εθνική ιδεολογία και στήριξη στο ΚΕΑΔ, το οποίο επέλεξε μια μεταχείριση που συνάδει με το λενινιστικό δόγμα περί μειονοτήτων  και η βαθμιαία αφομοίωση των Ελλήνων της Αλβανίας αποτέλεσε την προϋπόθεση ένταξής τους στον αλβανικό εθνικό και κοινωνικό ιστό. Το καθεστώς ακολούθησε μια συστηματική και συνεχή διάβρωση της ελληνικής μειονότητας με διασπορά σε άλλες περιοχές, τοποθετήσεις κομματικών και κρατικών υπαλλήλων ελληνικής καταγωγής σε θέσεις εκτός μειονοτικών περιοχών, προχώρησε σε αναγκαστική μετακίνηση, εξορία και φυλάκιση Ελλήνων που χαρακτηρίστηκαν αντιφρονούντες προς το καθεστώς, και παράλληλη εγκατάσταση Αλβανών στις μειονοτικές περιοχές, ενώ δημιούργησε συνθήκες αποκοπής από την ελληνική πολιτιστική παράδοση.

Η εξορία των Ελλήνων συνδυαζόταν και με την εξορία ολόκληρης της οικογένειας ή την περιθωριοποίησή της στους χώρους διαβίωσής της. Η εξορία των Ελλήνων αρχικώς γινόταν στο κάστρο του Αργυροκάστρου και αργότερα συνεχιζόταν στα στρατόπεδα του Σπατς, του Μπουρέλ και του Βλότσιστ αλλά και σε απομακρυσμένα χωριά, όπου στερούνταν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, διατροφής, ενώ βασανιζόταν συστηματικά και το 10-12% των Ελλήνων από τις αμιγείς ελληνικές περιοχές διώχθηκε.

Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής που αποσκοπούσε στην ένταξη των Ελλήνων στην αλβανική κοινωνία είναι και ο σημαντικός αριθμός των μεικτών γάμων. Τα παιδιά που προέρχονται από μεικτούς γάμους στα αλβανικά αστικά κέντρα είχαν πλημμελή ή καθόλου γνώση της ελληνικής γλώσσας και ήταν πλήρως ενσωματωμένα σε μια αλβανική εθνική ταυτότητα.

Μια άλλη μέθοδος για τη διάβρωση της ελληνικής κοινότητας ήταν η ονοματοδοσία σε Έλληνες αλβανικών ονομάτων, ή ιλλυρικών ή νεόκοπων -π.χ. το Μαρεγκλέν ως σύμπτυξη των ονομάτων Μαρξ, Έγκελς, Λένιν- αλλά και η αλλαγή των ελληνικών ονομάτων στους οικισμούς (π.χ. Θεολόγος Αγίων Σαράντα σε Παρτιζάνι, Άγιος Νικόλαος σε Ντρίτα, Μαυρόπουλον σε Μπουρόνια). Αυτό συνδυάστηκε και με τη δημιουργία νέων οικισμών με κατοίκους Αλβανούς μουσουλμανικού θρησκεύματος εντός των αμιγών μειονοτικών περιοχών. Για παράδειγμα, από τη δεκαετία του 1950 δημιουργήθηκαν νέα χωριά, τα λεγόμενα «σοσιαλιστικά χωριά», στους νομούς Αργυροκάστρου (Βαλερέ, Βρυσερά, Ασίμ Ζενέλι, Αντών Πότση, Μπούλιο, κ.ά) και Αγίων Σαράντα (Φιτόρια, Νταβέρα, Γκιάστα, κ.ά). Ακόμη χρησιμοποιήθηκε το καθεστώς της επιτηρούμενης ζώνης στις μειονοτικές περιοχές, της απαγόρευσης της κυκλοφορίας και των κατασταλτικών μέτρων (π.χ. ηλεκτροφόρα σύρματα στα σύνορα με την Ελλάδα, κ.ά.), παρά τη θέληση της Ελλάδας η ύπαρξη της μειονότητας να είναι συντελεστής φιλίας και γέφυρας ανάμεσα στους λαούς.

Μετά όμως το 1991 και τις καθεστωτικές αλλαγές, ο αριθμός των μελών της ελληνικής μειονότητας μειώθηκε ακόμη περισσότερο, αφού ένα μεγάλος μέρος των Ελλήνων μετανάστευσε προς την Ελλάδα. Επίσης, η απογραφή του 2001 δεν συμπεριέλαβε την εθνικότητα και γι’ αυτόν τον λόγο τα μέλη της εθνικής ελληνικής μειονότητας απείχαν. Υπολογίζεται ότι σήμερα η ελληνική μειονότητα απαρτίζεται από 40.000 μέλη. Σήμερα η μειονότητα θεωρείται ως «από πάντα αναγνωρισμένη ως εθνική»  κάτι που καταδεικνύει το ιδιαίτερο ιδεολογικό βάρος της ύπαρξης μιας ελληνικής μειονότητας στις σχέσεις Ελλάδας-Αλβανίας, ενώ έχει γίνει αναγνώριση μιας «μακεδονικής» μειονότητας εθνικής μαυροβουνιακής, βλάχικης, ρομά, Αιγυπτίων, κ.ά.