Η Γερμανία Δρα: πρέπει να φοβόμαστε την στρατιωτική ισχύ της Γερμανίας;
Ηαπόφαση της Γερμανίας να αναπτύξει μόνιμη δύναμη 5.000 στρατιωτών στη Λιθουανία είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς σηματοδοτεί την είσοδο σε μια νέα φάση της γεωπολιτικής εποχής που διανύουμε. Ένα από τα θεμελιώδη ερωτήματα αυτής της εποχής είναι το κατά πόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες θα περιορίσουν τη στρατιωτική και οικονομική τους εμπλοκή στο παγκόσμιο σύστημα. Στο πλαίσιο αυτό, η Ουάσινγκτον έχει απαιτήσει από την Ευρώπη να αναλάβει την κύρια ευθύνη για την ασφάλειά της και έχει κάνει τις πρώτες κινήσεις για την αναδιαμόρφωση της διεθνούς οικονομικής τάξης που είχε θεσπιστεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ώστε να διευκολυνθεί αυτή η μετάβαση. Μέχρι σήμερα αναμέναμε να δούμε πώς θα αντιδράσει η Ευρώπη.
Η γερμανική ανάπτυξη είναι η πρώτη απάντηση. Το μέγεθος της δύναμης δεν έχει ως στόχο την αποτροπή πλήρους ρωσικής επίθεσης – προφανώς –, αλλά επιδιώκει να προκαλέσει μια ευρύτερη ευρωπαϊκή κινητοποίηση και να ενισχύσει την επιφυλακή στη Μόσχα. Με την κίνηση αυτή, η Γερμανία καθιερώνει μια απτή στρατιωτική δέσμευση στην Ευρώπη, κι έτσι προκύπτει το ερώτημα: πρόκειται για την πρώτη σε μια σειρά ευρωπαϊκών ενεργειών ή για μια απομονωμένη πράξη; Όπως έχω υποστηρίξει, «Ευρώπη» είναι απλώς η ονομασία μιας ηπείρου – μιας γεωγραφικής ενότητας λίγο μεγαλύτερης από τις ηπειρωτικές ΗΠΑ, η οποία περιλαμβάνει 44 κυρίαρχα κράτη. Μια συντονισμένη ευρωπαϊκή απάντηση θα είχε διαφορετική σημασία από 44 μεμονωμένες.
Εξίσου σημαντικό θα είναι να δούμε όχι τόσο την αντίδραση ολόκληρου του ΝΑΤΟ, αλλά εκείνη των τεσσάρων ισχυρότερων και γεωγραφικά κρίσιμων κρατών του: του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Πολωνίας. Αν και παραμένει απίθανο να εγκαταστήσουν μόνιμες στρατιωτικές δυνάμεις σε θέσεις που να εμποδίζουν ρωσική προέλαση προς Δυσμάς, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει καταστήσει αυτή την προοπτική πιο ρεαλιστική.
Ακόμα κι αν η ενέργεια της Γερμανίας παραμείνει μεμονωμένη, συνιστά καίρια μεταστροφή στην ευρωπαϊκή ισορροπία. Η χώρα αυτή υπήρξε, έστω και σταδιακά λιγότερο, ένα κράτος-παρίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – θα έλεγε κανείς, ήδη από τον Α’. Ξεκίνησε εχθροπραξίες και στους δύο πολέμους, εναντίον χωρών που σήμερα είναι μέλη του ΝΑΤΟ, εναντίον άλλων που βρίσκονται εκτός της Συμμαχίας, και – κυρίως – κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν επανήλθε αμέσως ως κυρίαρχο κράτος, αλλά παρέμεινε διαιρεμένη και υπό κατοχή από τη Δύση και τη Σοβιετική Ένωση μέχρι τη δεκαετία του 1990. Μετά την επανένωση, κατέστη γρήγορα οικονομικό επίκεντρο της ευρωπαϊκής ηπείρου. Αν και το βάρος της την καθιστά πρώτη μεταξύ ίσων στην ΕΕ, η Γερμανία υπήρξε προσεκτική ως προς την άσκηση στρατιωτικής ισχύος. Η Ευρώπη έχει μακρά μνήμη, και για αιώνες η ιστορία της ήταν μια ιστορία συνεχών πολέμων. Η απόφαση της Γερμανίας να αναπτύξει στρατεύματα στην Ευρώπη – απόφαση που έγινε δεκτή θετικά τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες – παραβιάζει την προηγούμενη δέσμευσή της σε μετριοπαθείς φιλοδοξίες ηγεσίας.
Με απλά λόγια, η ανάπτυξη στρατευμάτων στη Λιθουανία ενδέχεται να προαναγγέλλει την επανεμφάνιση της Γερμανίας ως γεωπολιτικής δύναμης.
Αν μια τέτοια δέσμευση είχε γίνει από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία ή την Πολωνία, ίσως να μη δίναμε τόση σημασία. Όμως τη δέσμευση αυτή την ανέλαβε η Γερμανία, κι έτσι η Ευρώπη καλείται πλέον να εξετάσει όχι μόνο τι επιθυμούν οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και τι ενδέχεται να εξελιχθεί σε αυτό που «θέλει η Γερμανία». Είναι πιθανό ο φόβος για την ισχύ της Γερμανίας να ανήκει στο παρελθόν – αλλά δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι ισχύει κάτι τέτοιο.
Υπάρχει, βέβαια, και το «ρωσικό ζήτημα» που πρέπει να ληφθεί υπόψη. Η απόφαση αποστολής στρατευμάτων στη Λιθουανία βασίστηκε σε προσεκτική στρατηγική σκέψη. Η Λιθουανία συνορεύει με τη Λετονία, την Πολωνία και τη Λευκορωσία· δεν έχει σύνορα ούτε με τη Ρωσία ούτε με την Ουκρανία. Αν η Ρωσία, για παράδειγμα, κινηθεί ταχύτατα για να καταλάβει την Ουκρανία και στη συνέχεια να ανακτήσει τα κράτη που άλλοτε ανήκαν στη Σοβιετική Ένωση, ή αν επιχειρήσει να επανακτήσει επιρροή στις ευρωπαϊκές δορυφορικές χώρες που κατείχε στο παρελθόν, τότε μια γερμανική τεθωρακισμένη ταξιαρχία με μόνιμη βάση στη Λιθουανία θα ανέβαζε σημαντικά το διακύβευμα. Και πάλι, μια μόνο ταξιαρχία δεν θα μπορούσε να ανακόψει το σύνολο της ρωσικής στρατιωτικής μηχανής, όμως μια επίθεση στη Λιθουανία μέσω Λευκορωσίας θα ενείχε σοβαρό κίνδυνο επέμβασης του ΝΑΤΟ – και κατά συνέπεια, των Ηνωμένων Πολιτειών. Είναι ένα εξαιρετικά στρατηγικό σημείο για την ανάπτυξη δυνάμεων και για να καταστήσει σαφές στη Ρωσία ότι η επεκτατική πολιτική θα έχει κόστος.
Παράλληλα, ούτε η Γερμανία ούτε η Λιθουανία συνορεύουν με την Ουκρανία, άρα η Μόσχα δεν μπορεί να ερμηνεύσει την κίνηση αυτή ως άμεση στρατιωτική απειλή για την Ουκρανία· ούτε μπορεί να απειλήσει τη Λιθουανία χωρίς να αποκαλύψει τις προθέσεις της στις υπόλοιπες χώρες. Αυτό παρέχει χρόνο αντίδρασης στο ΝΑΤΟ, στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Γερμανία ίσως έδωσε και ένα πρότυπο για την ευρωπαϊκή αυτοάμυνα: η ανάπτυξη στρατευμάτων σε προωθημένες θέσεις κοντά – αλλά όχι επάνω – στα ρωσικά σύνορα δείχνει ότι ενέργειες πέρα από την Ουκρανία θα δώσουν στις ευρωπαϊκές χώρες τη δυνατότητα να αντιδράσουν ταχέως, ενώ ταυτόχρονα θα διατηρηθεί η ευελιξία του ΝΑΤΟ να απαντήσει κατά βούληση. (Όπως έχω πει στο παρελθόν, ίσως φαίνεται παράλογο να φανταστεί κανείς πως η Ρωσία θα προχωρούσε πέρα από την Ουκρανία στις μέρες μας – όμως τα κράτη δεν χαράσσουν μακροπρόθεσμη στρατηγική βασιζόμενα στην αισιοδοξία.)
Η απόφαση των ΗΠΑ να αποσυρθούν από τον ρόλο του εγγυητή της ευρωπαϊκής ασφάλειας έχει δημιουργήσει κρίση στην ήπειρο. Ευτυχώς για την Ευρώπη, τα μέχρι στιγμής μέτρα των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν υπάρξει ως επί το πλείστον ρητορικά· παρά την έντονη ρητορική, οι ΗΠΑ δεν έχουν αποσύρει στρατεύματα από το ΝΑΤΟ και δεν έχουν ακόμη αποσαφηνίσει επακριβώς τη φύση των δηλώσεών τους. Παρ’ όλα αυτά, τα κράτη παραμένουν κράτη, και θα ενεργούν πάντοτε βάσει του συμφέροντός τους. Μια συμμαχία όπως το ΝΑΤΟ υπάρχει μόνο όταν τα κράτη-μέλη βλέπουν τον κόσμο με παρόμοιο τρόπο.
Η γερμανική ανάπτυξη στρατευμάτων μπορεί να αναγκάσει την Ευρώπη να αποφασίσει τι θα πράξει – κι η μη απόφαση είναι και αυτή μια απόφαση. Το σοκ που υπέστη η Ευρώπη έχει προκαλέσει τον ακριβώς αντίκτυπο που επιζητούσε. Η Γερμανία ενδέχεται να αποτελέσει πρότυπο προς μίμηση, όμως δεδομένου του ιστορικού παρελθόντος, είναι μάλλον απίθανο να της επιτραπεί να ηγηθεί. Οι Ευρωπαίοι έχουν μακρά μνήμη.
*Ο George Friedman είναι διεθνώς αναγνωρισμένος γεωπολιτικός αναλυτής και στρατηγικός σύμβουλος διεθνών υποθέσεων. Είναι ιδρυτής και πρόεδρος του Geopolitical Futures. Ο Dr. Friedman είναι επίσης συγγραφέας πολλών βιβλίων με μεγάλη απήχηση, συμπεριλαμβανομένων τίτλων που έχουν βρεθεί στη λίστα των best seller των New York Times.