Blog

-ΚΥΒΕΡΝΟΧΩΡΟΣ- ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ «ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ» ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ «ΕΙΝΑΙ»

Για την συγγραφή αυτού του κειμένου λήφθηκαν προεχόντως υπόψη οι σχετικές με το θέμα εργασίες του Εισαγγελέα Πρωτοδικών κ. Ιωάννη Εμμ. Αγγελή, τον οποίο και ευχαριστώ για την άδειά του.

 

-ΚΥΒΕΡΝΟΧΩΡΟΣ-

ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ «ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ»

ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ «ΕΙΝΑΙ»

 

Του Υπαστυνόμου Α΄ Δ.Π. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

Εξεταστού Ψηφιακών Πειστηρίων

Της Διεύθυνσης Εγληματολογικών Ερευνών ΕΛ.ΑΣ

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

 

Το έγκλημα στον κυβερνοχώρο (cyber crime).

 

  1. Δεν υπάρχει ακόμη γενικά αποδεκτός όρος του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, ούτε στην διεθνή νομοθεσία, ούτε στη διεθνή νομολογία. Οι υπάρχοντες μέχρι τώρα (ελάχιστες) ποινικές αποφάσεις αφορούν εγκλήματα με ηλεκτρονικούς υπολογιστές (computer crimes) και όχι εγκλήματα του κυβερνοχώρου (cyber crimes).
  2. Η άποψη ότι το έγκλημα στον κυβερνοχώρο (cyber crime) αποτελεί τον ίδιο τύπο εγκλήματος με το «κοινό» ή «συμβατικό» έγκλημα και η μόνη διαφορά που το διακρίνει από αυτό είναι ότι διαπράττεται σε διαφορετικό περιβάλλον (δηλαδή σε ηλεκτρονικό περιβάλλον και δη σε περιβάλλον δικτύου), δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Υπάρχουν βέβαια εγκλήματα, που διαπράττονται τόσο σε κοινό, όσο και σε ηλεκτρονικό περιβάλλον. Άλλα εγκλήματα διαπράττονται μόνο σε περιβάλλον ηλεκτρονικών υπολογιστών, χωρίς δηλαδή να υπάρχει σύνδεση των υπολογιστών με το διαδίκτυο (ή ακόμα κι αν υπάρχει δε χρησιμοποιείται). Μια άλλη δε κατηγορία ηλεκτρονικών εγκλημάτων διαπράττονται αποκλειστικά σε περιβάλλον του κυβερνοχώρου. Με το παραπάνω λοιπόν κριτήριο τα σχετικά (ηλεκτρονικά) εγκλήματα μπορούν να διακριθούν:

α.         Σε εγκλήματα π[ου διαπράττονται τόσο σε «κοινό» περιβάλλον, όσο και στο διαδίκτυο (internet), π.χ. η συκοφαντική δυσφήμηση διαπράττεται και με τη χρήση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (αποστολή e-mail). Η αντιγραφή ενός πνευματικού έργου π.χ. μουσικού τραγουδιού (άρθρο 66 Ν.2121/93) ή ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή. Όταν το έγκλημα αυτό τελεστεί σε «περιβάλλον internet», τότε πρόκειται για έγκλημα σχετιζόμενο με τον κυβερνοχώρο ή για έγκλημα που διαπράττεται στον κυβερνοχώρο ή για έγκλημα που διαπράττεται με τη βοήθεια του κυβερνοχώρου (internet related crime).

β.         Σε εγκλήματα που διαπράττονται μόνο σε περιβάλλον ηλεκτρονικών υπολογιστών (χωρίς τη χρήση του διαδικτύου). Τέτοια είναι τα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 370γ & 1 του Π.Κ., π.χ. η χωρίς δικαίωμα αντιγραφή προγράμματος από δισκέτα ή CD-ROM σε ηλεκτρονικό υπολογιστή.

γ.         Σε «γνήσια εγκλήματα κυβερνοχώρου» (cyber crimes) με την έννοια της ποινικοποίησης συμπεριφοράς που αποκλειστικά να έχει σχέση με τον κυβερνοχώρο. Μια τέτοια αξιόποινη συμπεριφορά θα μπορούσε να είναι π.χ. η μεταβίβαση κρυπτογραφικών κειμένων χωρίς σχετική άδεια ή η διάδοση πορνογραφικού υλικού δια του κυβερνοχώρου. Τέτοιες δραστηριότητες δεν αποτελούν εγκλήματα στην Ελληνική έννομη τάξη, αφού δεν υπάρχει σχετική νομοθεσία.

Με άλλα λόγια δηλαδή, τα «γνήσια εγκλήματα του κυβερνοχώρου» διαπράττονται αποκλειστικά με τη χρήση του διαδικτύου. Σε περίπτωση που ο υπολογιστής δεν είναι συνδεμένος με το διαδίκτυο, αλλά ενεργεί αυτοτελώς, οποιοδήποτε έγκλημα και αν διαπραχθεί, θεωρείται έγκλημα που διαπράττεται με ηλεκτρονικό υπολογιστή (computer crime).

 

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο (cyber crime).

 

  1. Το έγκλημα στον κυβερνοχώρο είναι γρήγορο, διαπράττεται σε χρόνο δευτερολέπτων και πολλές φορές δεν το αντιλαμβάνεται ούτε το ίδιο το θύμα.
  2. Είναι εύκολο στη διάπραξή του, φυσικά για όσους το γνωρίζουν.
  3. Για την τέλεσή του δεν απαιτούνται άριστες και εξειδικευμένες γνώσεις (αυτή τη στιγμή είναι πιο προηγμένο και από το έγκλημα του «λευκού κολάρου»).
  4. Μπορεί να διαπραχθεί χωρίς τη φυσική μετακίνηση του δράστη, ο οποίος ενεργεί από το γραφείο ή το σπίτι του, πατώντας μόνο ορισμένα πλήκτρα του υπολογιστή του.
  5. Δίνει τη δυνατότητα σε άτομα με ορισμένες ιδιαιτερότητες π.χ. σε όσους έχουν ροπή ή τάση στην παιδοφιλία ή τη χρήση υλικού παιδικής πορνογραφίας (child pornography) να επικοινωνούν γρήγορα ή και σε πραγματικό χρόνο, χωρίς μετακίνηση, εύκολα, ανέξοδα, να βρίσκονται πολλοί μαζί στις ίδιες ομάδες συζήτησης (newsgroups) ή μέσα από διαδικτυακά άμεσα αναμεταδιδόμενες συζητήσεις (IRC-Internet Relay Chat).
  6. Είναι έγκλημα «χωρίς πατρίδα», παρότι τα αποτελέσματά του μπορεί να γίνονται ταυτόχρονα αισθητά σε πολλούς στόχους.
  7. Είναι κατά κανόνα, πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί ο (πραγματικός) τόπος τέλεσής του.
  8. Κατά τεκμήριο για τη διερεύνησή του απαιτείται συνεργασία δυο τουλάχιστον κρατών (δηλαδή του κράτους στο οποίο γίνεται αντιληπτή η εξωτερίκευση του εγκλήματος και του κράτους όπου βρίσκονται αποθηκευμένα τα αποδεικτικά στοιχεία). Περιπτώσεις που το έγκλημα στον κυβαρνοχώρο περιορίζεται στα όρια ενός μόνο κράτους είναι (θεωρητικώς τουλάχιστον) ελάχιστες και σπάνιες.
  9. Δεν υπάρχουν επαρκή στατιστικά στοιχεία ακόμη, όχι μόνο στον Ελληνικό, αλλά και στον διεθνή χώρο. Ελάχιστες περιπτώσεις εγκλημάτων του κυβερνοχώρου καταγγέλλονται. Και αυτό για να μην αμφισβητείται η αξιοπιστία των παθόντων, οι οποίοι κατά κανόνα είναι εταιρείες. Κατά συνέπεια ο «σκοτεινός αριθμός» της εγκληματικότητας στο χώρο του διαδικτύου είναι «ακόμα πιο σκοτεινός», από ότι στον «κοινό» εγκληματικό χώρο-(θεωρία του παγόβουνου).
  10. Η αστυνομική διερεύνησή του είναι πολύ δύσκολη, απαιτεί δε άριστη εκπαίδευση και εξειδικευμένες γνώσεις.
  11. Εξειδικευμένες γνώσεις επίσης απαιτούνται και όσους άλλους ασχολούνται με την συγκεκριμένη μορφή εγκλήματος (εισαγγελείς, δικαστές, δικηγόρους).

 

Σχέση εγκλήματος στον κυβερνοχώρο και εγκλήματος που τελείται με ηλεκτρονικό υπολογιστή.

 

Το έγκλημα στον κυβερνοχώρο (cyber crime) είναι μια ειδικότερη μορφή του ηλεκτρονικού εγκλήματος (computer crime), το οποίο με τη σειρά του είναι μια ειδικότερη μορφή του «κοινού εγκλήματος», όπως αυτό προσδιορίζεται στο άρθρο 14 Π.Κ.

Ως ηλεκτρονικό έγκλημα μπορεί να οριστεί αυτό που σχετίζεται άμεσα με την κατάχρηση των δυνατοτήτων των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Ως έγκλημα που διαπράττεται με ηλεκτρονικό υπολογιστή (computer related crime ή computer crime) μπορεί να χαρακτηρισθεί κάθε παράνομη, ανήθικη ή χωρίς δικαίωμα συμπεριφορά που σχετίζεται με την επέμβαση, επεξεργασία ή μετάδοση δεδομένων.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

 

Ασφάλεια στον κυβερνοχώρο

 

Στην καθομιλουμένη γλώσσα, ασφάλεια είναι η κατάσταση εκείνη, στην οποία υπάρχει η αίσθηση ότι δεν υπάρχει κίνδυνος ή απειλή. Είναι επίσης η αποτροπή κινδύνου ή απειλής, ή εξασφάλιση σιγουριάς και βεβαιότητας. Στην καθημερινή πρακτική, ο καθένας δίνει στον όρο ασφάλεια, το περιεχόμενο εκείνο, που καθορίζουν οι συνθήκες ασκήσεως του επαγγέλματός του και η γενικότερη κοσμοθεωρία του. Έτσι π.χ. η έννοια ασφάλεια έχει διαφορετικό περιεχόμενο για τον αστυνομικό, ο οποίος αντιλαμβάνεται την ίδια εντελώς διαφορετικά απ’ ότι ο εργαζόμενος σε οικοδομικές εργασίες κ.λ.π. Αλλά και στον ίδιο ευρύτερο επαγγελματικό κλάδο, η οπτική γωνία θεωρήσεως του όρου ασφάλεια είναι εντελώς διαφορετική. Έτσι π.χ. διαφορετικά αντιλαμβάνεται τον όρο «ασφάλεια» ο τεχνικός ασφάλειας δικτύων υπολογιστικών συστημάτων και διαφορετικά ο τεχνικός ασφάλειας τραπεζικών πληροφοριακών συστημάτων.

Σε κάθε περίπτωση όμως όλοι όσοι ασχολούνται με θέματα ασφάλειας, «συναντώνται» στην κατάσταση εκείνη, όπου δεν υπάρχει κίνδυνος, όπου δεν απειλούνται, όπου πρέπει να αποτρέψουν τον κίνδυνο ή την απειλή και όπου πρέπει να εξασφαλίσουν την σιγουριά και τη βεβαιότητα κατά την ενάσκηση του έργου τους. Είναι ευνόητο βέβαια ότι, η ασφάλεια στο διαδίκτυο είναι ένα θέμα που αφορά όλους, δηλαδή τόσο τα μεμονωμένα άτομα, τις επιχειρήσεις, αλλά ακόμα και αυτές τις οργανωμένες πολιτείες.

 

Νομική έννοια της ασφάλειας στον Κυβερνοχώρο

 

Για το νομικό, κάθε έννοια έχει το περιεχόμενο εκείνο, που με ακρίβεια καθορίζει ο Νόμος για το συγκεκριμένο θέμα. Το ίδιο συμβαίνει βέβαια και με την έννοια της ασφάλειας. Άρα για το νομικό, ασφάλεια στο διαδίκτυο σημαίνει αυτό που ο Νόμος ορίζει ως ασφάλεια στο διαδίκτυο. Ο Νόμος επίσης καθορίζει και το περιεχόμενο όλων εκείνων των επιμέρους εννοιών που αναφέρονται στον βασικό ορισμό της ασφάλειας. Έτσι αν π.χ. ο νομοθέτης ορίσει ως ασφάλεια στο διαδίκτυο «τον κίνδυνο να επέλθει κάποια βλάβη», θα πρέπει να ορίσει ταυτόχρονα και τους όρους «κίνδυνο» και «βλάβη».

Για το συγκεκριμένο θέμα της ασφάλειας του διαδικτύου η Ελληνική νομοθεσία δεν έχει δώσει ακόμα ορισμό. Θα έλεγα, χωρίς επιφύλαξη ότι, ουδόλως έχει ασχοληθεί με το θέμα. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι, ο ποινικός νομοθέτης δεν έχει (ακόμα) θεωρήσει την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο ως έννομο αγαθό.

Βέβαια, η έννοια της ασφάλειας δεν είναι άγνωστη στο ποινικό δίκαιο. Έτσι στο 14ο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα και στα άρθρα 290 επόμενα, ο ποινικός νομοθέτης με συγκεκριμένες διατάξεις προσδιορίζει τα εγκλήματα κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών και κατά των κοινωφελών εγκαταστάσεων. Επίσης στο άρθρο 388 Π.Κ. που ρυθμίζει την απάτη την σχετική με τις ασφάλειες, η έννοια της ασφάλειας λαμβάνεται από το ασφαλιστικό δίκαιο, ενώ στα άρθρα 69 επόμενα του Π.Κ. που αναφέρονται στα μέτρα ασφάλειας, ως μέρος της επιβολής ή εκτέλεσης των ποινών, η έννοια της ασφάλειας λαμβάνεται από το δημόσιο δίκαιο (δημόσια ασφάλεια).

 

Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί ότι, η έννοια της ασφάλειας στο διαδίκτυο δεν έχει καθοριστεί ακόμα από το νομοθέτη. Κατά τον καθορισμό της όμως, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι βασικές Αρχές του Δικαίου, όπως αυτές προσδιορίζονται στο Ελληνικό Σύνταγμα και στους ισχύοντες Διεθνείς Κανόνες.

 

Βασικές Αρχές του όρου «ασφάλεια» στο Διαδίκτυο.

 

Στο διαδίκτυο «διακινούνται» πληροφορίες-δεδομένα (data) που έχουν σχέση με την προσωπική και ιδιωτική σφαίρα του ατόμου (χρήστη ή μη χρήστη του διαδικτύου). Κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την μη διαρροή των στοιχείων αυτών σε τρίτα «αδιάκριτα βλέμματα». Κατά συνέπεια απαιτεί τα στοιχεία αυτά να κινούνται με ασφάλεια και μυστικότητα. Η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, ο σεβασμός της αξίας και η προστασία του ατόμου, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, το απόρρητο και το απαραβίαστο της επικοινωνίας, αποτελούν μερικές από τις βασικότερες Αρχές του Δικαίου. Είναι ευνόητο ότι, οι θεμελιώδεις αυτές Αρχές πρέπει να εφαρμόζονται και στον Κυβερνοχώρο. Ο υπερβολικός αστυνομικός έλεγχος (αστυνόμευση) του κυβερνοχώρου, δηλαδή η ευρεία διατύπωση του όρου ασφάλεια έρχεται ή ενδεχομένως να έρχεται σε αντίθεση με τις παραπάνω Αρχές. Δεν μπορούμε να μιλάμε για κρατικό έλεγχο, καθότι η έννοια του Κράτους και της κρατικής κυριαρχίας είναι έννοιες άγνωστες στο διαδίκτυο.

Η εφαρμογή όμως των Αρχών αυτών στο διαδίκτυο είναι ένα από τα πλέον δύσκολα και περίπλοκα θέματα, τόσο από τεχνικής, όσο και από νομικής απόψεως. Από τεχνική άποψη διότι, κάθε τεχνικός τρόπος που αποβλέπει στην ασφάλεια του διαδικτύου, μπορεί να εξουδετερωθεί και συνήθως εξουδετερώνεται από ένα άλλο τρόπο «αντιασφάλειας». Από νομική άποψη διότι, ο νομοθέτης δεν «προφταίνει» να παρακολουθεί τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις κοινωνικές επιπτώσεις και συνέπειές τους, ώστε να μπορέσει να τις ρυθμίσει. Με άλλα λόγια οι αλλαγές στην τεχνική δομή του κυβερνοχώρου και κατά συνέπεια στη νομική αντιμετώπισή του, είναι τόσο ραγδαίες  που εάν το θέμα δεν «σταθεροποιηθεί» κάπου από τεχνολογικής απόψεως, ο νομοθέτης δεν θα καταφέρει να λάβει οποιοδήποτε μέτρο, σε ουσιαστικό ή δικονομικό επίπεδο.

 

Σχέση ασφάλειας και δικαιώματος ανωνυμίας στο διαδίκτυο.

 

Είναι γνωστό ότι κάθε χρήστης του διαδικτύου (internet) αφήνει στον χώρο την (ηλεκτρονική) ταυτότητά του. Με κατάλληλες όμως τεχνικές παρεμβάσεις μπορεί να έχει κάποιος πρόσβαση στο διαδίκτυο ως ανώνυμος ή ακόμα και με ψευδή στοιχεία που αναφέρονται σε άλλο άτομο. Η παρουσίαση βέβαια με ψευδή στοιχεία μπορεί να γίνει και στο «κοινό» εγκληματικό περιβάλλον. Εκεί όμως ο εντοπισμός του δράστη είναι ευκολότερος. Μπορεί ακόμα ο χρήστης του διαδικτύου να έχει ως στοιχείο ταυτότητας το όνομα «ανώνυμος», οπότε τυπικά φαίνεται ότι έχει όνομα. Η δυνατότητα αυτής της ανωνυμίας στο διαδίκτυο (Internet) διευκολύνει την διάπραξη παρανομιών και κάνει δύσκολο, αν όχι και αδύνατο τον εντοπισμό του δράστη. Επιπλέον η ανωνυμία σε συνδυασμό με την ανυπαρξία ή την δυσκολία εφαρμογής των νομικών κανόνων, κάνει τους «ηλεκτρονικούς δράστες» να αισθάνονται ασφαλείς κατά τη διάπραξη των εγκλημάτων τους.

Το ερώτημα που προκύπτει στο σημείο αυτό είναι, μήπως σε περίπτωση ψήφισης σχετικού Νόμου για το διαδίκτυο, πρέπει να ποινικοποιηθεί η ανώνυμη χρήση του, ή ακόμα και η παρουσία με ψευδή στοιχεία. Κάτι τέτοιο βέβαια επαφίεται στη βούληση του νομοθέτη. Αξίζει όμως να σημειωθεί, σχετικός Νόμος που ψηφίστηκε στις Η.Π.Α. και τιμωρούσε ποινικά την ανώνυμη χρήση ή την χρήση με ψεύτικο όνομα στο διαδίκτυο, κηρύχθηκε αντισυνταγματικός από τα Δικαστήρια των Η.Π.Α. Και αυτό γιατί, η ανωνυμία δεν χρησιμοποιείται στο διαδίκτυο μόνον από τους παρανόμους, αλλά και από όσους θέλουν να αποκρύψουν αυστηρώς προσωπικά τους (νόμιμα) στοιχεία.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

 

Ελληνική Νομοθεσία

 

  1. Στην Ελληνική έννομη τάξη δεν υπάρχει Νόμος που να αναφέρεται αποκλειστικά σε θέματα διαδικτύου και ειδικότερα να ρυθμίζει την συμπεριφορά των χρηστών του διαδικτύου από άποψη ποινικού Δικαίου. Η Ελλάδα συνεργάζεται με τα άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και άλλων διεθνών οργανισμών, για την αντιμετώπιση των σχετικών θεμάτων.
  2. Διευκρινίζεται ότι ο Ν. 1805/88, αφορά τα εγκλήματα που διαπράττονται με ηλεκτρονικούς υπολογιστές (computer crimes). Στο βαθμό λοιπόν που τα προβλεπόμενα εγκλήματα (370Β, 370Γ. 386Α) διαπράττονται και σε περιβάλλον διαδικτύου (internet), τότε τα άρθρα αυτά εφαρμόζονται και στις συγκεκριμένες περιπτώσεις.

Ανεξάρτητα όμως από το εάν ο παραπάνω Νόμος επαρκεί ή όχι για την ποινική κάλυψη των θεμάτων που προκύπτουν από την ανάπτυξη της πληροφορικής, το βέβαιον είναι ότι, δεν επαρκεί να «καλύψει» τα εγκλήματα που έχουν παρουσιαστεί από τη χρήση του διαδικτύου.

  1. Είναι γνωστό ότι για να «πει» κάποιος στον κυβερνοχώρο (internet) απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η χρήση του τομέα τηλεπικοινωνιών (σταθερού ή κινητού τηλεφώνου). Κατά συνέπεια οι σχετικοί με τις τηλεπικοινωνίες Νόμοι έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τη χρήση του διαδικτύου. Με άλλα λόγια το διαδίκτυο δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μορφή επικοινωνίας που γίνεται με τη βοήθεια ή δια μέσου των επικοινωνιών. Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω σχετικοί με το διαδίκτυο Νόμοι είναι:

α.         Ο Ν. 2246/94 για την «οργάνωση και λειτουργία του τομέα τηλεπικοινωνιών»

β.         Ο Ν. 2774/99 για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τηλεπικοινωνιακό τομέα, σε συνδυασμό με τον Ν. 2472/97 για την «προστασία ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα»

γ.         Ο Ν. 2225/94 για την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας

 

Συμβούλιο Ευρώπης και έγκλημα στον κυβερνοχώρο

 

Το συμβούλιο της Ευρώπης έχει ασχοληθεί τόσο με το ηλεκτρονικό έγκλημα, όσο και με το έγκλημα στον κυβερνοχώρο. Έχουν εκδοθεί δύο σχετικές με το θέμα συστάσεις και ειδικότερα:

α.         Η σύσταση Νο R(89)9 σχετική με το έγκλημα που διαπράττεται με ηλεκτρονικό υπολογιστή

β.         Η σύσταση Νο R(95)13 για τα ποινικά δικονομικά προβλήματα που συνδέονται με την τεχνολογία των πληροφοριών.

Στη Βουδαπέστη στις 23 Νοεμβρίου 2001 καταρτίσθηκε διεθνής σύμβαση με αντικείμενο την καταπολέμηση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο. Την σύμβαση αυτή προσυπόγραψε και η Χώρα μας. Σκοπός της σύμβασης είναι η προστασία της κοινωνίας από το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, με την κατάρτιση της κατάλληλης νομοθεσίας και την επίτευξη της ανάλογης με το θέμα συνεργασίας μεταξύ των κρατών, που την υπέγραψαν.

Η συγκεκριμένη σύμβαση καθιερώνει την υποχρέωση εναρμονίσεως των Εθνικών νομοθεσιών σε θέματα εγκλημάτων στον κυβερνοχώρο (internet crimes).

Κύριο χαρακτηριστικό της διεθνούς αυτής συμβάσεως είναι η υποχρέωση που αναλαμβάνουν τα κράτη μέλη να ποινοκοποιήσουν ορισμένη συμπεριφορά στο διαδίκτυο (internet), όπως είναι η διανομή πορνογραφικού υλικού στο internet, η «εμπλοκή ανηλίκου σε ερωτική επαφή» με τη χρήση του διαδικτύου, η αντιγραφή (χωρίς δικαίωμα) έργων πνευματικής ιδιοκτησίας. Η καθιέρωση ποινικής ευθύνης και νομικών προσώπων, που εμπλέκονται σε καθορισμένες συμπεριφορές.

 

Η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στο διαδίκτυο

 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έμεινε αδιάφορη απέναντι στο ηλεκτρονικό έγκλημα γενικότερα και στον κυβερνοχώρο ειδικότερα. Έτσι το 1997 εκδίδεται το Νο 97/C70/01 ψήφισμα του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, που συνήλθαν στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Κύριο χαρακτηριστικό του ψηφίσματος αυτού είναι ότι αναγνωρίζονται τα θετικά οφέλη που προσφέρει ο κυβερνοχώρος, ιδιαίτερα στον τομέα της εκπαίδευσης, παρέχοντας δυνατότητες στους πολίτες, μειώνοντας τα εμπόδια ως προς τη δημιουργία και τη διανομή περιεχομένου και προσφέροντας ευρεία πρόσβαση σε όλο και πλουσιότερες πηγές ψηφιακών πληροφοριών. Αναγνωρίζει επίσης το παραπάνω ψήφισμα την ανάγκη καταπολέμησης της παράνομης χρήσης των τεχνικών δυνατοτήτων του κυβερνοχώρου, ιδιαίτερα για αξιόποινες πράξεις κατά των παιδιών.

Χαρακτηριστικό επίσης του ψηφίσματος αυτού είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση διαχωρίζει το περιεχόμενο του διαδικτύου, δηλαδή τα δεδομένα-στοιχεία (data), που διακινούνται, σε παράνομο και επιβλαβές.

 

Παράνομο περιεχόμενο του Internet

 

Το σχετικό ψήφισμα (97/C70/01/17-2-1997) του Συμβουλίου και των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το παράνομο και επιβλαβές περιεχόμενο του διαδικτύου (internet), δεν καθορίζει τι είναι παράνομο και τι είναι επιβλαβές περιεχόμενο.

Κατά συνέπεια λοιπόν οι έννοιες αυτές θα προσδιοριστούν απότο νομοθέτη σε περίπτωση που ψηφιστεί σχετικός Νόμος που θα ρυθμίζει την συμπεριφορά, όσων «κινούνται» στον χώρο του διαδικτύου. Και λέγοντας εδώ «νομοθέτη» εννοούμε τον Εθνικό νομοθέτη κάθε επιμέρους Χώρας.

Στο σημείο όμως αυτό προκύπτει το ερώτημα, εάν οι «εσωτερικές νομοθεσίες» μπορούν αυτοτελώς, να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις παρανομίες στον κυβερνοχώρο, λόγω της φύσεως του εγκλήματος και του ιδιαίτερου τρόπου τελέσεως τους. Κατά την άποψή μου, οι εσωτερικές νομοθεσίες από μόνες τους δεν επαρκούν. Απαιτούνται πολυμερείς Διεθνείς Συμβάσεις.

Προς το παρόν ως παράνομο περιεχόμενο μπορεί να θεωρηθεί καθετί που, είναι μεν παράνομο (και) εκτός δικτύου, μπορεί δε (τεχνικώς) να κινηθεί και εντός κυβερνοχώρου (π.χ. συκοφαντική δυσφήμηση).

 

Επιβλαβές περιεχόμενο του Internet

 

Το «επιβλαβές περιεχόμενο» αποτελεί ευρύτερη έννοια απ’ αυτή του «παρανόμου περιεχομένου». Εννοείται ότι, οτιδήποτε είναι επιβλαβές, δεν είναι οπωσδήποτε και παράνομο. Η έννοια του «επιβλαβούς περιεχομένου» ενέχει σε μεγάλο βαθμό και το υποκειμενικό στοιχείο.

Είναι ευνόητο βέβαια ότι, η έννοια του επιβλαβούς περιεχομένου έχει διαφορετική βαρύτητα, όταν πρόκειται για χρήση του διαδικτύου (internet) από ανηλίκους. Παράδειγμα: Στο Internet υπάρχουν εκατοντάδες θέσεις (sites) που αναφέρονται στον Σατανισμό και στη Λατρεία του Σατανά. Για πολλούς το περιεχόμενο των sites αυτών αποτελεί κλασική μορφή «επιβλαβούς περιεχομένου»¨. Για άλλους όμως αποτελεί μια μορφή ελεύθερης έκφρασης της προσωπικότητας ή ακόμα και μια μορφή ανεξιθρησκείας.

Γενικά ως επιβλαβές περιεχόμενο μπορεί μα θεωρηθεί, ότι αναφέρεται σε ρατσιστικές διακρίσεις ή σε παραπλανητική διαφήμιση. Ως χαρακτηριστικό (κατά την άποψή μου) παράδειγμα επιβλαβούς περιεχομένου υλικό του διαδικτύου, μπορεί να θεωρηθεί και η περίπτωση (κατά τον Οκτώβριο του 1999) πλειοδοσίας κατά την πώληση ωαρίων εμφανίσιμων γυναικών (μανεκέν) σε ειδική τοποθεσία (site). Ομοίως η περίπτωση της «ερωτικής συνεύρεσης για πρώτη φορά» (τον Αύγουστο του 1998) μεταξύ δύο «παρθένων νέων», που όμως τελικά δεν έγινε. Είναι ευνόητο βέβαια ότι, πριν από την ματαίωσή της «παράστασης» εκατομμύρια χρήστες από όλο τον κόσμο είχαν «επισκεφθεί» την αντίστοιχη τοποθεσία (site), με τεράστια οικονομικά κέρδη για τους «διοργανωτές». Η περίπτωση αυτή μπορεί μα θεωρηθεί ως απάτη, που διαπράττεται στο διαδίκτυο. Είναι ευνόητο όμως ότι, ουδείς βλαπτόμενος (ιδιώτης) ενδιαφέρθηκε για την υποβολή εγκλήσεως προς άσκηση ποινικής δίωξης, λαμβάνοντας υπόψη την μικρή οικονομική ζημιά που υπέστη ως άτομο ή την «διαπόμπευσή» του για τιε «διαδικτυακές του προτιμήσεις», σε σχέση και με τα τεράστια δικαστικά έξοδα που απαιτούνται, για την κίνηση ενός τέτοιου δικαστικού αγώνα.

Σημειωτέον ότι, για την αντιμετώπιση του παρανόμου και επιβλαβούς περιεχομένου του κυβερνοχώρου έχει προταθεί-μεταξύ άλλων-και η δημιουργία «οργάνου αυτορρύθμισης» στο πλαίσιο λειτουργίας των παροχέων υπηρεσιών, καθώς και λειτουργία «θερμής γραμμής», όπου θα μπορούν να γίνονται σχετικές (επώνυμες ή και ανώνυμες) καταγγελίες.

 

Η νομική φύση του περοχέα υπηρεσιών (ISP Internet Service Provider)

 

Ιδιαίτερη σημασία για την ασφάλεια και τη μυστικότητα του διαδικτύου έχει η συμμετοχή του παροχέα (τηλεπικοινωνιακών) υπηρεσιών. Αποτελεί μάλιστα «κομβικό σημείο» για τον εντοπισμό των παρανομιών και τη συλλογή των αποδεικτικών στοιχείων, δεδομένου ότι όλα τα στοιχεία (data) «περνούν» από τις εγκαταστάσεις του.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 & 2 περίπτωση δ του Ν. 2246/91 φορείς παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα, τα οποία παρέχουν στο κοινό τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες υπό καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού με βάση την άδεια ή δήλωση ή έγκριση.

Σύμφωνα με την με αριθμό ΥΑ 74.631/95 υπουργική απόφαση του Υπουργού Μεταφορών που εκδόθηκε προς υλοποίηση του Ν. 2249/94 για τη λήψη της σχετικής άδειας, ο ενδιαφερόμενος οφείλει να υπογράψει και σχετική δήλωση του Ν. 1599/86 με την οποία να βεβαιώνει ότι, έχει λάβει γνώση του κανονισμού, του κώδικα δεοντολογίας και των λοιπών διατάξεων, που διέπουν την άσκηση των τηλεπικοινωνιακών δραστηριοτήτων. Επίσης δεσμεύεται ότι θα τηρεί τις απαιτήσεις που υπαγορεύονται από την Εθνική Άμυνα και την Δημόσια Ασφάλεια, ότι θα τηρεί τις διατάξεις τις σχετικές με τη διασφάλιση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών και ότι θα αποφεύγει κάθε ενέργεια αθέμιτου ανταγωνισμού.

Ευλόγως γεννάται το ερώτημα, για το κατά πόσο ο ίδιος ο παροχέας μπορεί να υπέχει ποινική ευθύνη από αμέλεια ή και από (ενδεχόμενο) δόλο για τις παρανομίες που «περνούν» από τις εγκαταστάσεις του, υποπίπτουν στην αντίληψή του και δεν ενεργεί τίποτα για να σταματήσει την διάπραξή τους, Κατά πόσο μπορεί (νομοθετικά) να υποχρεωθεί ο παροχέας να φυλλάτει τα δεδομένα που διέρχονται από τις εγκαταστάσεις του, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα προκειμένου να τα παραδώσει στις Αρχές, σε περίπτωση που του ζητηθούν. Κάτι τέτοιο βέβαια θα επιβαρύνει οικονομικά τον παροχέα δεδομένου ότι θα πρέπει να πολλαπλασιάσει τον τεχνικό του εξοπλισμό.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

 

Μορφές Ηλεκτρονικών Εγκλημάτων

 

Οι κατωτέρω μορφές εγκλημάτων καθορίστηκαν και προσυπογράφηκαν από τα κράτη μέλη που έλαβαν μέρος στην σύνταξη της Σύμβασης για τον κυβερνοχώρο την 23-11-2001 στην Βουδαπέστη.

Εγκλήματα κατά της εμπιστευτικότητας, ακεραιότητας και διαθεσιμότητας των δεδομένων των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

  1. Παράνομη πρόσβαση (Illegal Access)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης κάθε μέλος θα θεσπίσει νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να καθιερώσει ως ποινικά αδικήματα σύμφωνα με την εσωτερική του νομοθεσία, όταν διαπράττεται εκ προθέσεως η πρόσβαση σε ολόκληρο ή σε μέρος συστήματος ηλεκτρονικών υπολογιστών, χωρίς δικαίωμα. Το μέρος μπορεί να απαιτεί ότι, το αδίκημα θα διαπράττεται ή με παραβίαση των μέτρων ασφάλειας ή με το σκοπό αποκτήσεως ηλεκτρονικών δεδομένων ή για άλλο παράνομο σκοπό ή σε σχέση με ένα σύστημα ηλεκτρονικών υπολογιστών, που συνδέεται με άλλο σύστημα ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Το άρθρο αυτό έχει ως σκοπό να ποινικοποιήσει αυτό που στη γλώσσα των ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι γνωστό ως «hacking». Ο όρος στα Ελληνικά μπορεί να αποδοθεί ως «εισβολή». Ως εισβολή μπορεί να οριστεί η ενέργειες του εισβολέα «hacker» να εισέλθει (διεισδύσει-αποκτήσει πρόσβαση), με διάφορους τεχνικούς τρόπους, σε ξένα συστήματα υπολογιστών. Προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η ασφάλεια του ηλεκτρονικού συστήματος, δηλαδή η πρόληψη της πρόσβασης από μη εξουσιοδοτημένα άτομα. Αποτελεί δηλαδή το άρθρο αυτό, το «ηλεκτρονικό αντίστοιχο στον κυβερνοχώρο» της διατάραξης οικιακής ειρήνης (άρθρο 334 Π.Κ.). Όπως δηλαδή ο δικαιούχος της κατοικίας έχει το δικαίωμα να ορίζει ποιος μπορεί να εισέρχεται και να παραμένει σ’ αυτήν, έτσι και ο «δικαιούχος» του ηλεκτρονικού υπολογιστή δικαιούται να ορίζει ποιος θα τον χρησιμοποιεί και ποιος θα «εισέρχεται « σ’ αυτόν.

Ο δικαιολογητικός λόγος της ποινικοποιήσεως της παράνομης πρόσβασης συνίσταται στο γεγονός ότι, ο κάθε κάτοχος ή χρήστης ηλεκτρονικού υπολογιστή πρέπει να έχει το δικαίωμα να ορίζει ο ίδιος, τα άτομα που μπορούν να έχουν πρόσβαση ή εξουσία χρήσεως του υπολογιστή ή του συστήματος υπολογιστή.

Ο όρος «πρόσβαση» περιλαμβάνει την «χωρίς εξουσιοδότηση είσοδο» σε ολόκληρο τον ηλεκτρονικό υπολογιστή ή μέρος αυτού (π.χ. σε επιμέρους φακέλους). Δεν περιλαμβάνει όμως την χωρίς δικαίωμα αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων ή φακέλων.

Για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως απαιτείται πρόθεση, όπως αυτός προσδιορίζεται σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο κάθε μέλους κράτους. Οι περισσότερες νομοθεσίες των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικές με την παράνομη πρόσβαση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή.

2.      Αθέμιτη παγίδευση-Υποκλοπή (illegal interception)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Συμβάσεως κάθε μέλος θα πρέπει να θεσπίσει νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα  για να καθιερώσει ως ποινικά αδικήματα σύμφωνα με την εσωτερική του νομοθεσία, όταν διαπράττεται εκ προθέσεως η παγίδευση – υποκλοπή, που γίνεται με τεχνικά μέσα, από μη δημόσια εκπομπή δεδομένων ηλεκτρονικών υπολογιστών, από, προς ή μέσα σ’ ένα σύστημα υπολογιστών, συμπεριλαμβανομένων ηλεκτρομαγνητικών εκπομπών από ένα σύστημα υπολογιστών, που «μεταφέρει» τέτοια στοιχεία.  Ένα μέλος μπορεί να απαιτήσει ότι το αδίκημα διαπράττεται με παράνομο σκοπό ή σε σχέση με ένα σύστημα υπολογιστών, το οποίο συνδέεται με άλλο σύστημα.

Η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε μορφή υποκλοπής ηλεκτρονικών δεδομένων, είτε αυτά διακινούνται δια του κυβερνοχώρου με μεταφορά φακέλων (file transfer), είτε με e-mail, είτε με FAX.

Προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι «το δικαίωμα  στην ιδιωτική ζωή και της ασφάλειας των τηλεπικοινωνιών στον κυβερνοχώρο».  Αποτελεί δηλαδή το άρθρο αυτό, το «ηλεκτρονικό αντίστοιχο στον κυβερνοχώρο» της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας (υποκλοπής).

Στην Ελληνική έννομη τάξη η συμπεριφορά αυτή προβλέπεται στην στο άρθρο 370 Α παρ.1 και 2 Π.Κ.  Σύμφωνα με αυτό όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιαδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή με σκοπό να πληροφορηθεί ή να μαγνητοφωνήσει το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων τιμωρείται με φυλάκιση.  Η χρησιμοποίηση από τον δράστη των πληροφοριών ή μαγνητοταινιών που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση.  Επίσης, όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων τιμωρείται με φυλάκιση.

 

3.      Επέμβαση σε δεδομένα (Data interference)

Σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συμβάσεως κάθε μέλος θα πρέπει να θεσπίσει τέτοια νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι απαραίτητα για να καθιερώσει ως ποινικά αδικήματα, σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία, όταν διαπράττονται εκ προθέσεως η καταστροφή (damaging), η διαγραφή (deletion), η χειροτέρευση (deterioration), η μεταβολή (alteration), ή η απόκρυψη (suppression) δεδομένων χωρίς δικαίωμα.

Σκοπός του άρθρου αυτού είναι να προστατεύσει τα δεδομένα (data) και τα προγράμματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών ως «υλικές υποστάσεις» από οποιαδήποτε επέμβαση (παρεμβολή), που γίνεται με πρόθεση πρόκλησης ζημιάς σ΄αυτά. Προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η ακεραιότητα και η κανονική λειτουργία ή χρήση των αποθηκευμένων δεδομένων ή των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Ως εγγύτερο άρθρο στην Ελληνική έννομη τάξη μπορεί να θεωρηθεί αυτό της φθοράς ξένης ιδιοκτησία (άρθρο 381 Π.Κ.).

4.      Επέμβαση σε σύστημα (System Interference)

Σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστή («Computer system) σημαίνει κάθε συσκευή ή ομάδα συσκευών που είναι εσωτερικώς συνδεδεμένες μεταξύ των ή με άλλες σχετικές συσκευές, μια ή περισσότερες από τις οποίες επεξεργάζονται αυτομάτως δεδομένα (data), σύμφωνα με κάποιο πρόγραμμα.

Δεδομένα υπολογιστή (computer data) είναι κάθε αναπαράσταση (representation) γεγονότων (facts), πληροφοριών ή εννοιών (concepts) σε μορφή κατάλληλη για επεξεργασία σε σύστημα υπολογιστή, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος κατάλληλο να προκαλέσει σ΄ένα σύστημα υπολογιστή την εκτέλεση μιας λειτουργίας.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συμβάσεως κάθε μέλος θα πρέπει να θεσπίσει τέτοια νομοθετικά και άλλα μέτρα, που είναι απαραίτητα, για να καθιερώσει ως ποινικά αδικήματα, σύμφωνα με την Εθνική του Νομοθεσία, όταν διαπράττεται εκ προθέσεως η σοβαρή παρεμπόδιση, χωρίς δικαίωμα, της λειτουργία ενός συστήματος υπολογιστή, που γίνεται με πρόσθεση (Inputting), μεταφορά (transmitting), καταστροφή (damaging), διαγραφή (deleting), χειροτέρευση (deterioration), μεταβολή (alteration), ή απόκρυψη (suppression) δεδομένων υπολογιστών.

 

Το προστατευόμενο έννομο αγαθό στο άρθρο αυτό είναι το δικαίωμα του χρήστη να έχει μια «κανονική» λειτουργία του υπολογιστή του.  Η διάταξη αυτή ποινικοποιεί, αυτό που στην γλώσσα των ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι γνωστό ως  “computer sabotage” (δολιοφθορά ηλεκτρονικού υπολογιστή).

5.      Κακή χρήση συσκευών (misuse of devises)

Σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συμβάσεως κάθε μέλος θα πρέπει να θεσπίσει τέτοια νομοθετικά και άλλα μέτρα, που είναι απαραίτητα προκειμένου να καθιερώσει ως ποινικά αδικήματα σύμφωνα με την Εθνική του Νομοθεσία, όταν διαπράττονται εκ προθέσεως και χωρίς δικαίωμα η παραγωγή, πώληση, η προετοιμασία για χρήση εισαγωγή, διανομή ή με οποιαδήποτε άλλο τρόπο διάθεση μιας συσκευής συμπεριλαμβανομένου προγράμματος υπολογιστή που έχει σχεδιαστεί ή προσαρμοστεί πρωτίστως για τους σκοπούς διάπραξης οποιουδήποτε από τα αδικήματα που θεμελιώνονται στα άρθρα 2-5 της Συμβάσεως.

Στην Ελληνική έννομη τάξη το άρθρο αυτό αντιστοιχεί με το 370 Α παρ. 7 Π.Κ.  Σύμφωνα με αυτό, όποιος διαθέτει στο εμπόριο ή με άλλον τρόπο προσφέρει για εγκατάσταση τεχνικά μέσα ειδικά μόνο για την τέλεση των πράξεων παρ.1 και 2 αυτού του άρθρου ή δημόσια διαφημίζει ή προσφέρει τις υπηρεσίες του για την τέλεσή τους τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή.

 

Εγκλήματα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

 

Α) Πλαστογραφία σχετιζόμενη με ηλεκτρονικούς υπολογιστές (Computer related Forgery)

Διαπράττει όποιος από πρόθεση και χωρίς δικαίωμα προβαίνει στην εισαγωγή, μεταβολή, διαγραφή ή απόκρυψη δεδομένων ηλεκτρονικών υπολογιστών με σκοπό τα δεδομένα αυτά να θεωρούνται ή να χρησιμοποιούνται για νόμιμους σκοπούς σαν να ήταν αυθεντικά.

Σκοπός του άρθρου αυτού είναι να εναρμονίσει την «παραδοσιακή» πλαστογραφία, με αυτή (την πλαστογραφία) που διαπράττεται με ηλεκτρονικά μέσα.  Το προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι το ίδιο με αυτό του άρθρου 216 Π.Κ. (σε συνδ. με το άρθρο 13 περ.Γ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 2 Ν 1805/88), δηλαδή η ασφάλεια, αξιοπιστία, πίστη και εγκυρότητα των ηλεκτρονικών δεδομένων, των οποίων η χρήση έχει έννομες συνέπειες.

Β) Απάτη σχετιζόμενη με ηλεκτρονικούς υπολογιστές (Computer related Fraud)

Διαπράττει όποιος από πρόθεση και χωρίς δικαίωμα προκαλεί απώλεια περιουσίας σε κάποιον άλλον με:

1)      οποιαδήποτε εισαγωγή, τροποποίηση, διαγραφή ή απόκρυψη δεδομένων ηλεκτρονικού υπολογιστή

2)      οποιαδήποτε δόλια επέμβαση στην λειτουργία ενός συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή με σκοπό να επιφέρει οικονομικό όφελος στον εαυτό του ή σε άλλον.

Σκοπός του άρθρου αυτού είναι να εναρμονίσει την «παραδοσιακή» απάτη, με αυτή (την απάτη) που διαπράττεται με ηλεκτρονικά μέσα.  Το προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι το ίδιο με αυτό του άρθρου 386 Π.Κ.  Αντιστοιχεί δε το άρθρο 386 Α Π.Κ., όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 5Ν. 1805/88.

 

Εγκλήματα σχετιζόμενα με το περιεχόμενο

 

Α) Εγκλήματα σχετικά με την παιδική πορνογραφία

Διαπράττει όποιος από πρόθεση και χωρίς δικαίωμα και κατωτέρω συμπεριφορά:

1)      Παράγει παιδική πορνογραφία δια μέσω συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή

2)      Προσφέρει ή διαθέτει παιδική πορνογραφία δια μέσω συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή

3)      Διανέμει ή μεταδίδει παιδική πορνογραφία δια μέσω συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή

4)      Προμηθεύει ή προμηθεύεται παιδική πορνογραφία δια μέσω συστήματος ηλεκτρονικού υπολογιστή για τον εαυτό του ή για άλλον

5)      Κατέχει παιδική πορνογραφία σε σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστή ή σε άλλο μέσο αποθήκευσης δεδομένων ηλεκτρονικού υπολογιστή.

Για το σκοπό αυτό η παιδική πορνογραφία περιλαμβάνει πορνογραφικό υλικό που οπτικά αναπαριστά:

1)      Ανήλικο που εμπλέκεται σε σαφή σεξουαλική συμπεριφορά

2)      Άτομο που παριστάνει τον ανήλικο και εμπλέκεται σε σαφή σεξουαλική συμπεριφορά

3)      Ρεαλιστικές εικόνες που παριστάνουν ανήλικο να εμπλέκεται σε σεξουαλική σαφή συμπεριφορά

Πορνογραφία είναι γενικά η αναπαράσταση της ερωτικής συμπεριφοράς. Αναπαράσταση σε βιβλία, πίνακες, κινηματογραφικές ταινίες κ.λ.π. Γενικά η εξέλιξη της τεχνολογίας (π.χ. φωτογραφική μηχανή, κινηματογράφος κ.λ.π.) συνέβαλε τα μέγιστα στον πολλαπλασιασμό και τη διάδοση του πορνογραφικού υλικού.

Οι εμπλεκόμενοι στο θέμα παράνομοι εκμεταλλεύονται τη διαφορά νομοθεσίας από κράτος σε κράτος, καθότι αλλού η παιδική πορνογραφία θεωρείται αδίκημα με καθορισμένη αντικειμενική υπόσταση, ενώ αλλού εμπίπτει στο γενικό Νόμο περί ασέμνων, Οι σχετικού (Διεθνείς) όροι που χρησιμοποιούνται στο διαδίκτυο για θέματα πορνογραφίας είναι: «cyber porn» (κυβερνοπορνό) και «cyber-sex» (κυβερνοσέξ). Γενικά η πώληση σεξ και ειδικότερα η πορνογραφία αποτελεί τη μεγαλύτερη βιομηχανία του κυβερνοχώρου. Ατυχώς η βιομηχανία αυτή έχει πέσει στα χέρια επιχειρηματιών, οι οποίοι έχουν δημιουργήσει χιλιάδες τοποθεσίες (sites) που πουλάνε σεξ οποιασδήποτε μορφής.

Η παιδική πορνογραφία είναι μια ειδικότερη μορφή της πορνογραφίας. Περιλαμβάνει υλικό με ανήλικους σε «σεξουαλικές-ερωτικές επαφές». Το υλικό αυτό διανέμεται δια μέσω του διαδικτύου, με διάφορους τρόπους. Το ερώτημα βέβαια που προκύπτει εδώ είναι: Πώς μπορεί στην πράξη να διαπιστωθεί ότι το εικονιζόμενο στην πορνογραφική σκηνή άτομο, είναι ανήλικο;

Πριν την ανάπτυξη και διάδοση του διαδικτύου η ικανοποίηση των σχετικών με την παιδική πορνογραφία ιδιαιτεροτήτων γινόταν με άλλα μέσα π.χ. κλειστές ομάδες (club) ατόμων, «σεξοτουρισμός» σε διάφορες χώρες κ.λ.π.

Γνωστές περιπτώσεις διακινήσεως παιδικού πορνογραφικού υλικού στο διαδίκτυο αποτελούν, η λεγόμενη επιχείρηση «Operation Stardust», κατά την οποία συνελήφθη και καταδικάστηκε ο Βρετανός καθολικός ιερέας Άντριαν Μακ-λι και η επιχείρηση «Eye of a Needle», κατά την οποία εξαρθρώθηκε διεθνές κύκλωμα παιδεραστίας μετά από συντονισμένη προσπάθεια είκοσι τριών αστυνομιών, συμπεριλαμβανομένης και της Χώρας μας, με τη συμμετοχή του Τομέα Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων του Εργαστηρίου Γραφολογίας της Δ.Ε.Ε.

Κατωτέρω παρουσιάζονται ενδεικτικά αποφάσεις συνεδριάσεων, οδηγίες και ποινικοί Νόμοι κρατών που αφορούν την παιδική πορνογραφία διεθνώς.

 

Ηνωμένα Έθνη

 

  Distr. General

A/RES/54/263
26 June 2000

Original: ENGLISH

 

 

Fifty-fourth session
Agenda item 116 (a)

Resolution recommended by the Economic and Social Council

[without reference to a Main Committee (A/54/L.84)]

54/263. Optional protocols to the Convention on the Rights of the Child on the involvement of children in armed conflict and on the sale of children, child prostitution and child pornography

 

Have agreed as follows:

 

Article 1

States Parties shall prohibit the sale of children, child prostitution and child pornography as provided for by the present Protocol.

Article 2

For the purposes of the present Protocol:

(a) Sale of children means any act or transaction whereby a child is transferred by any person or group of persons to another for remuneration or any other consideration;

(b) Child prostitution means the use of a child in sexual activities for remuneration or any other form of consideration;

(c) Child pornography means any representation, by whatever means, of a child engaged in real or simulated explicit sexual activities or any representation of the sexual parts of a child for primarily sexual purposes.

 

Ποινικός Νόμος Καναδά

 

Criminal Code

            PART V SEXUAL OFFENCES, PUBLIC MORALS AND DISORDERLY CONDUCT

               Offences Tending to Corrupt Morals

Definition of “child pornography”

163.1 (1) In this section, “child pornography” means

(a) a photographic, film, video or other visual representation, whether or not it was made by electronic or mechanical means,

(i) that shows a person who is or is depicted as being under the age of eighteen years and is engaged in or is depicted as engaged in explicit sexual activity, or

(ii) the dominant characteristic of which is the depiction, for a sexual purpose, of a sexual organ or the anal region of a person under the age of eighteen years; or

(b) any written material or visual representation that advocates or counsels sexual activity with a person under the age of eighteen years that would be an offence under this Act.

Making child pornography

(2) Every person who makes, prints, publishes or possesses for the purpose of publication any child pornography is guilty of

(a) an indictable offence and liable to imprisonment for a term not exceeding ten years; or

(b) an offence punishable on summary conviction.

Distribution or sale of child pornography

(3) Every person who imports, distributes, sells or possesses for the purpose of distribution or sale any child pornography is guilty of

(a) an indictable offence and liable to imprisonment for a term not exceeding ten years; or

(b) an offence punishable on summary conviction.

Possession of child pornography

(4) Every person who possesses any child pornography is guilty of

(a) an indictable offence and liable to imprisonment for a term not exceeding five years; or

(b) an offence punishable on summary conviction.

Defence

(5) It is not a defence to a charge under subsection (2) in respect of a visual representation that the accused believed that a person shown in the representation that is alleged to constitute child pornography was or was depicted as being eighteen years of age or more unless the accused took all reasonable steps to ascertain the age of that person and took all reasonable steps to ensure that, where the person was eighteen years of age or more, the representation did not depict that person as being under the age of eighteen years.

Defences

(6) Where the accused is charged with an offence under subsection (2), (3) or (4), the court shall find the accused not guilty if the representation or written material that is alleged to constitute child pornography has artistic merit or an educational, scientific or medical purpose.

Other provisions to apply

(7) Subsections 163(3) to (5) apply, with such modifications as the circumstances require, with respect to an offence under subsection (2), (3) or (4).

1993, c. 46, s. 2.

 

Ποινικός Νόμος Η.Π.Α.

 

TITLE 18--CRIMES AND CRIMINAL PROCEDURE
 
                             PART I--CRIMES
 
      CHAPTER 110--SEXUAL EXPLOITATION AND OTHER ABUSE OF CHILDREN
 
Sec. 2256. Definitions for chapter
 
    For the purposes of this chapter, the term--
        (1) ``minor'' means any person under the age of eighteen years;
        (2) ``sexually explicit conduct'' means actual or simulated--
            (A) sexual intercourse, including genital-genital, oral-
        genital, anal-genital, or oral-anal, whether between persons of 
        the same or opposite sex;
            (B) bestiality;
            (C) masturbation;
            (D) sadistic or masochistic abuse; or
            (E) lascivious exhibition of the genitals or pubic area of 
        any person;
 
        (3) ``producing'' means producing, directing, manufacturing, 
    issuing, publishing, or advertising;
        (4) ``organization'' means a person other than an individual;
        (5) ``visual depiction'' includes undeveloped film and 
    videotape, and data stored on computer disk or by electronic means 
    which is capable of conversion into a visual image;
        (6) ``computer'' has the meaning given that term in section 1030 
    of this title;
        (7) ``custody or control'' includes temporary supervision over 
    or responsibility for a minor whether legally or illegally obtained;
        (8) ``child pornography'' means any visual depiction, including 
    any photograph, film, video, picture, or computer or computer-
    generated image or picture, whether made or produced by electronic, 
    mechanical, or other means, of sexually explicit conduct, where--
            (A) the production of such visual depiction involves the use 
        of a minor engaging in sexually explicit conduct;
            (B) such visual depiction is, or appears to be, of a minor 
        engaging in sexually explicit conduct;
            (C) such visual depiction has been created, adapted, or 
        modified to appear that an identifiable minor is engaging in 
        sexually explicit conduct; or
            (D) such visual depiction is advertised, promoted, 
        presented, described, or distributed in such a manner that 
        conveys the impression that the material is or contains a visual 
        depiction of a minor engaging in sexually explicit conduct; and
 
        (9) ``identifiable minor''--
            (A) means a person--
                (i)(I) who was a minor at the time the visual depiction 
            was created, adapted, or modified; or
                (II) whose image as a minor was used in creating, 
            adapting, or modifying the visual depiction; and
                (ii) who is recognizable as an actual person by the 
            person's face, likeness, or other distinguishing 
            characteristic, such as a unique birthmark or other 
            recognizable feature; and
 
            (B) shall not be construed to require proof of the actual 
        identity of the identifiable minor.

 

Ποινικός Νόμος Γερμανίας

 

Section 184 Dissemination of Pornographic Writings

(1) Whoever, in relation to pornographic writings (Section 11 subsection (3)):

1. offers, gives or makes them accessible to a person under eighteen years of age;

2. displays, posts, presents or otherwise makes them accessible at a place accessible to persons under eighteen years of age, or into which they can see;

3. offers or gives them to another in retail trade outside of the business premises, in kiosks or other sales areas which the customer usually does not enter, through a mail-order business or in commercial lending libraries or reading circles; 3a. offers or gives them to another by means of commercial rental or comparable commercial furnishing for use, except for shops which are not accessible to persons under eighteen years of age and into which they cannot see;

4. undertakes to import them by means of a mail-order business;

5. publicly offers, announces, or commends them at a place accessible to persons under eighteen years of age or into which they can see, or through dissemination of writings outside of business transactions through normal trade outlets;

6. allows another to obtain them without having been requested to do by him;

7. shows them at a public film showing for compensation requested completely or predominantly for this showing;

8. produces, obtains, supplies, stocks, or undertakes to import them in order to use them or copies made from them within the meaning of numbers 1 through 7 or to make such use possible by another; or

9. undertakes to export them in order to disseminate them or copies made from them abroad in violation of the applicable penal provisions there or to make them publicly accessible or to make such use possible,

shall be punished with imprisonment for not more than one year or a fine.

(2) Whoever disseminates a pornographic presentation by radio shall be similarly punished.

(3) Whoever, in relation to pornographic writings (Section 11 subsection (3)), which have as their object acts of violence, the sexual abuse of children or sexual acts of human beings with animals:

1. disseminates them;

2. publicly displays, posts, presents or otherwise makes them accessible; or

3. produces, obtains, supplies, stocks, offers, announces, commends, or undertakes to import or export them, in order to use them or copies made from them within the meaning of numbers 1 or 2 or makes such use possible by another,

shall be punished, if the pornographic writings have as their object the sexual abuse of children, with imprisonment from three months to five years, and otherwise with imprisonment for not more than three years or a fine.

(4) If the pornographic writings (Section 11 subsection (3)) in cases under subsection (3) have as their object the sexual abuse of children and reproduce an actual or true-to-life event, then the punishment shall be imprisonment from six months to ten years if the perpetrator acted professionally or as a member of a gang which has combined for the continued commission of such acts.

(5) Whoever undertakes to gain possession of pornographic writings (Section 11 subsection (3)) for himself or a third person, which have as their object the sexual abuse of children, shall, if the writings reproduce an actual or true-to-life event, be punished with imprisonment for not more than one year or a fine. Whoever possesses the writings indicated in sentence 1 shall be similarly punished.

(6) Subsection (1), number 1 shall not be applicable if the person responsible for the care of the person acts. Subsection (1), number 3a, shall not apply if the act takes place in business transactions with commercial borrowers. Subsection (5) shall not apply to acts, which serve exclusively to fulfill legal, official or professional duties. (7) In cases under subsection (4), Section 73d shall be applicable. Objects, to which a crime under subsection (5) relates, shall be confiscated. Section 74a shall be applicable.

Ποινικός Νόμος Ιταλίας

 

Article 3
(Child Pornography)

1 .The following provision is inserted after Article 600-bis of the Penal Code introduced by Article 2, par.l of this law:

“Article 600-ter (Child Pornography).
Whoever exploits a child under the age of 18 for the purposes of making pornographic shows or for producing pornographic material will be liable to a penalty of from 6 to 12 years imprisonment and to a fine of 50 million to 500 million lire. The same penalty applies to those who trade commercially in pornographic material such as that described in para.1 .
Notwithstanding the provisions of paras. 1 & 2, whoever distributes, makes available, or publicises, by whatever means, including by electronic transfer, pornographic material of the kind provided for in par.l hereof, that is, distributes or makes available information for the purposes of the seduction or the sexual exploitation of persons under the age of 18, is liable to imprisonment for from 1 to 5 years and a fine of 5 million to 100 million lire.
Notwithstanding the provisions in paras. 1,2 or 3 above, whoever knowingly gives to another party, whether or not for valuable consideration, pornographic material produced by the sexual corruption of person under the age of 18 is liable to imprisonment for up to 3 years or a fine of from 3 million to 10 million lire.”

Article 4
(Possession of Pornographic Material)

1 .The following provision is inserted after article 600-ter of the Penal Code, introduced by Article 3 of this law:

“Art.600-quarter (Possession of Pornographic Material). Notwithstanding the provision above of Article 600-ter, whoever knowingly obtains or possesses pornographic material produced as a result of the sexual exploitation of persons under the age of 18 is liable to imprisonment for a term of up to 3 years or to a minimum fine of 3 million lire.”

Article 5
(Tourism which promotes child sexual exploitation)

1 .The following provision is inserted after Article 600-quarter of the Penal Code, introduced by Article 4 of this law:

“Art.600-quinquies (Tourism which promotes child sexual exploitation).
Anyone who organises or promotes foreign travel which promotes child prostitution or encourages such activity is liable to imprisonment for a term of 6 to 12 years and to a fine of 30 million to 300 million lire.

 

Σχεικά εγκλήματα με τα πνευματικά δικαιώματα

 

Το κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να ποινικοποιήσει την συμπεριφορά εκείνη που θεωρείται ως αξιόποινη σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες:

1)      Πράξη των Παρισίων 24-7-1971,

2)      Σύμβαση της Βέρνης για την προστασία των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων,

3)      Συμφωνία Εμπορίου σχετική με τα δικαιώματα της πνευματικής ιδιοκτησίας,

4)      Συνθήκη WIPO για τα πνευματικά δικαιώματα,

5)      Διεθνή σύμβαση για την προστασία των παραγωγών, εκτελεστών Φωνογραφικών Ραδιοφωνικών Οργανισμών που καταρτίσθηκε στη Ρώμη.

 

Συμπεράσματα

 

Η τεχνολογία, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και ο κυβερνοχώρος έχουν εισέλθει για τα καλά στη ζωή μας. Ακόμα και στην επαγγελματική ζωή του νομικού, η γραπτή-έντυπη δομή του Δικαίου τείνει να αντικατασταθεί από την «ηλεκτρονική εποχή του Δικαίου». Όποιος αρνείται ν’ ασχοληθεί με τη σύγχρονη τεχνολογία ομοιάζει με αυτόν που, όταν ανακαλύφθηκε το αυτοκίνητο αρνιόταν να ανέβει σ’ αυτό και προτιμούσε να πηγαίνει με το γαϊδουράκι ή στην καλύτερη περίπτωση με το άλογο.

Η προσέγγιση των νομικών θεμάτων που αφορούν τον κυβερνοχώρο ενέχει τη δυσκολία ότι, προϋποθέτει όχι μόνο νομικές, άλλα μέχρι ένα βαθμό τουλάχιστον και τεχνικές γνώσεις σε θέματα ηλεκτρονικών υπολογιστών (computer) και διαδικτύου (Internet). Είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος τα συμβαίνοντα στο πεδίο του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, χωρίς την κατοχή αυτών των τεχνικών γνώσεων. Οι τεχνικές όμως γνώσεις δεν επαρκούν για την κατανόηση της νομικής διάστασης του θέματος. Αυτό σε πρακτικό επίπεδο σημαίνει ότι, για την κατανόηση των νομικών θεμάτων του διαδικτύου, ο νομικός πρέπει να διαθέτει τεχνικές γνώσεις, ο δε τεχνικός πρέπει να κατέχει τουλάχιστον βασικές νομικές γνώσεις.

Το ήδη υπάρχον «νομικό οπλοστάσιο» δεν επαρκεί για την αντιμετώπιση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο. Γι’ αυτό απαραίτητη καθίσταται η θέσπιση νέων αντικειμενικών υποστάσεων εγκλημάτων, που να θέτουν όρια στη συμπεριφορά όσων χρησιμοποιούν το διαδίκτυο. Κατά τη θέσπιση των διατάξεων αυτών πρέπει να ληφθεί υπόψη η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών και οι λοιπές Συνταγματικές Αρχές, που ισχύουν στον κοινό «Δικαιϊκό χώρο».

Οι Εισαγγελικές, Δικαστικές, Αστυνομικές κ.λ.π. Αρχές δεν έχουν μέχρι στιγμής τις απαιτούμενες γνώσεις, για την αντιμετώπιση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο. Και αυτό είναι πολύ λογικό, αφού ουδεμία εκπαίδευση έχουν υποστεί μέχρι τώρα. Είναι βέβαιο δε ότι, εάν η Πολιτεία δε φροντίσει για την εκπαίδευσή τους στα αντίστοιχα θέματα, θα υπάρξει (στο πολύ σύντομο μέλλον) αδυναμία απονομής ορθής δικαιοσύνης σε θέματα εγκληματικότητας του κυβερνοχώρου και ηλεκτρονικής εγκληματικότητας γενικότερα.  Απαραίτητη επομένως καθίσταται η άμεση εκπαίδευση, όσων Αρχών (Εισαγγελικών, Δικαστικών, Αστυνομικών) ασχολούνται με θέματα διαδικτύου και ηλεκτρονικής εγκληματικότητας γενικότερα.

 

Πηγές

 

1)      Συνέδριο «Ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και δικτυοπειρατεία “Hacking”» – 30 & 31-10-2001, συνδιοργάνωση από το Γενικό Επιτελείο Στρατού & Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

2)      Ποινικά Χρονικά σελ. 675-686 «Διαδίκτυο και Ποινικό Δίκαιο-Έγκλημα στον Κυβερνοχώρο»-Ιωάννου Αγγελή, Εισαγγελέα Πρωτοδικών.

3)      Σύμβαση για την καταπολέμηση του εγκλήματος στον Κυβερνοχώρο του Συμβουλίου της Ευρώπης – 23-11-2001.

4)      Εγχειρίδιο της Europol που αφορά τη Νομοθεσία για την παιδική πορνογραφία στα κράτη μέλη – Νοέμβριος 2000.

5)      Συμπεράσματα συνεδριάσεων εμπειρογνωμόνων σε θέματα Πληροφορικής Τεχνολογίας στα πλαίσια της Europol.

6)      «Hacking Exposed, Network Security Secrets & Solutions» – Ioel Scambray, Stuart McClure, George Klurtz – Αμερικάνικη έκδοση 2001.

7)      «Digital Evidence and Computer Crime» – Eoghan Casey – Αμερικανική Έκδοση 2000.

8)      «Secrets of a Super Hacker – The Knightmare» – Αμερικανική Έκδοση 1994. 

Αφήστε μια απάντηση