Blog

Παναγιώτης Η. Μίχος*: Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις: με την κριτική ματιά ενός φοιτητή

Παναγιώτης Η. Μίχος*: Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις: με την κριτική ματιά ενός φοιτητή

Οι διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας διαφέρουν. Αρχικά ως προς τον αριθμό. Για την Ελλάδα είναι ενικός (υφαλοκρηπίδα), για τη Τουρκία πληθυντικός. Στη διαφορά που υπάρχει κοινός τόπος, υπάρχει διαφορά στη φύση. Οι Έλληνες τη θεωρούν νομική, οι Τούρκοι πολιτική. Το Κυπριακό δεν είναι (αμιγώς) διμερές ζήτημα των δύο. Ως εκ τούτου, τα δύο γειτνιάζοντα και συνορεύοντα, σε ένα εξαιρετικό γεωπολιτικό-στρατηγικό σημείο, κράτη, προσπαθούν να συνυπάρξουν. Όχι πάντοτε αρμονικά. Στην εν λόγω «διελκυστίνδα», ο προκαλών που θεωρεί εαυτόν ως πλέον ισχυρό έχει επιλέξει να τραβά κατά βούληση το σχοινί. Το θέμα είναι τι κάνει η άλλη πλευρά.


Τα τελευταία οκτώ χρόνια, η Ελλάδα βιώνει μια σύνθετη και πολυεπίπεδη κρίση. Πρωτίστως οικονομική. Συνέπεσε (;) στη διάρκεια αυτής της κρίσης, η γειτονική και σύμμαχος στο ΝΑΤΟ Τουρκία, να κλιμακώσει μια αναθεωρητική πολιτική. Βέβαια, η τακτική των αμφισβητήσεων και των διεκδικήσεων δεν είναι νεόκοπη. Ξεκίνησαν το 1973 και σταδιακά γιγαντωνόταν. Σε κάθε ευκαιρία οι Τούρκοι προσέθεταν κάτι παραπάνω. Χαρακτηριστική είναι η απεικόνιση του κατά την Άγκυρα εύρους των διαφορών μας, όπως αποτυπώνεται στην επίσημη ιστοσελίδα του τουρκικού ΥΠΕΞ. Οι περιπτώσεις του Χόρα, του Σισμίκ, της κρίσης των Ιμίων και της θεωρίας περί γκρίζων ζωνών, του θανάτου του Σμηναγού Ηλιάκη, ο φετινός διεμβολισμός του πλοίου του λιμενικού, ο χαρακτηρισμός των Ιμίων ως «τουρκικού εδάφους», η σύλληψη των ελλήνων στρατιωτικών στον Έβρο, η απειλή πολέμου σε περίπτωση που η Ελλάδα κάνει χρήση του νόμιμου δικαιώματος της επέκτασης των χωρικών της υδάτων από τα 6 στα 12 μίλια, οι υπερπτήσεις πάνω από κατοικημένα νησιά του Αιγαίου, η επικαιροποίηση της συνθήκης της Λοζάνης και πολλά ακόμα είναι γνωστά.

Μας αφορά η Ελλάδα. Τι πολιτική, ποια στρατηγική ακολουθεί απέναντι στον αναθεωρητή γείτονα; Τι κάνει για να προστατέψει τα κυριαρχικά της δικαιώματα; Υπ’ αυτό το πρίσμα είναι αναγκαία η ρεαλιστική ανάγνωση των δεδομένων. Η Τουρκία προφανώς κρίνει ότι υπερτερεί της Ελλάδας σε βασικούς συντελεστές ισχύος∙ στρατιωτικούς, οικονομικούς, πολιτικούς. Επομένως, θεωρεί ότι υπερέχει στο διπλωματικό πεδίο. Αυτό πρέπει να λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψη απ’ όλους, κυρίως απ’ όσους σκέφτονται και δρουν παρορμητικά.

Με «όπλο» το Διεθνές Δίκαιο
Το βασικό όπλο απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα είναι το Διεθνές Δίκαιο (ΔΔ). Μπορεί να ακούγεται τετριμμένο, μπορεί πρακτικά και λόγω της διεθνούς αναρχίας που διέπει το διεθνές σύστημα -άρα την απουσία μιας ανώτερης αρχής που θα μπορούσε να το επιβάλλει- να μην έχει πολλή αξία, αλλά για την ελληνική πλευρά αποτελεί ένα διαχρονικό επιχείρημα. Η Τουρκία παραβιάζει μονίμως το ΔΔ, τις αρχές της καλής γειτονίας, παραβιάζει τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο, πραγματοποιεί παραβάσεις κανόνων κυκλοφορίας, απειλεί. Αμφισβητεί εν τοις πράγμασι τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Ενδεικτικό της τουρκικής αντίληψης περί δικαίου, είναι αυτό που είχε πει ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον έλληνα ομόλογό του, Προκόπη Παυλόπουλο, κατά την πρόσφατη επίσκεψη του στην Αθήνα∙ μίλησε για «πολιτικό δίκαιο», δηλαδή το δίκαιο του ισχυρού.

Η αποτροπή(;)
Με αφορμή τον ψυχρό πόλεμο, ο Hedley Bull, διατύπωσε έναν ορισμό για την αποτροπή: «Το να λέμε πως η χώρα Α αποτρέπει τη χώρα Β από κάτι, είναι σα να λέμε… πως η χώρα Α επισείει στη χώρα Β την απειλή της τιμωρίας ή της στέρησης αξιών, αν ακολουθήσει μια συγκεκριμένη ανεπιθύμητη συμπεριφορά». Με απλά λόγια, ο Α έχει καταστήσει σαφές στον Β πως αν ενοχληθεί θα καταβάλει τίμημα. Το ερώτημα είναι κατά πόσον παραμένει σε υψηλά επίπεδα η αποτρεπτική ισχύς της χώρας. Η, ακριβέστερα, κατά πόσο αυτή χρησιμοποιείται. Για παράδειγμα, μπορούμε να δεχθούμε ότι η αναχαίτιση στον εναέριο χώρο μας θεωρείται αποτροπή; Σχηματικά, λίγα δευτερόλεπτα πάνω από τον εθνικό εναέριο χώρο του Ισραήλ, ή ακόμα και της Τουρκίας (κατάρριψη ρωσικού αεροσκάφους) αρκούν για να καταρριφθεί ένα (εχθρικό) αεροπλάνο. Στην περίπτωση Ελλάδας-Τουρκίας, κάτι τέτοιο ερμηνεύεται, με βάση τη συμπεριφορά μας εδώ και 40 χρόνια, ότι σήμερα θα οδηγούσε σε σύρραξη, με απρόβλεπτες συνέπειες. Η αναχαίτιση αποτελεί την αναγκαστική για εμάς αμυντικού χαρακτήρα απάντηση. Φοβάμαι όμως ότι δε συνιστά αποτροπή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτροπή σημαίνει τη δυνατότητα να οδηγηθεί η άλλη πλευρά στη σκέψη να αποφύγει, υπό το φόβο των αντιμέτρων, οποιαδήποτε πράξη που θα συνιστούσε παραβίαση εθνικού χώρου.

Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας
Ένα μάλλον ξεπερασμένο επιχείρημα που επώνυμοι ειδικοί θεωρούν πλέον ότι θα έπρεπε σταδιακά να περιοριστεί μέχρις ότου αποσυρθεί από την ελληνική ορολογία, και βέβαια όταν έλθει η στιγμή που απευχόμαστε, διαγραφή του και από την ιστοσελίδα του ελληνικού ΥΠΕΞ, αφορά την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Ανεξαρτήτως του τι κατά καιρούς δηλώνουν, είναι σαφές ότι η σημερινή Τουρκία του προέδρου Ερντογάν έχει αλλάξει στρατηγικό προσανατολισμό. Οι γείτονες δεν ενδιαφέρονται καθόλου να εισέλθουν στην ευρωπαϊκή οικογένεια αξιών. Πέραν του γεγονότος ότι δεν πληρούν τα κριτήρια (Κοπεγχάγη), το τελευταίο διάστημα έχουν στραφεί πλήρως προς την Ρωσία και θεωρούν ότι ζωτικός τους χώρος είναι η νοτιοανατολική Μεσόγειος και η πέραν αυτής Ανατολή. Συνεπώς, το πολιτικό σύνθημα της Ελλάδας «η πλήρης συμμόρφωση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο οδηγεί στην πλήρη ένταξη» δεν έχει αποτέλεσμα.

Τι συμβαίνει εντέλει
Η Ευρωπαίκη Ένωση εξευμενίζει την Τουρκία. Το προσφυγικό ζήτημα ακριβώς λόγω έλλειψης συγκροτημένης και ενιαίας πολιτικής της Ένωσης, έφερε τον πρόεδρο Ερντογάν στη θέση του «κυρίαρχου του παιχνιδιού». Με όρους διεθνούς πολιτικής, πέραν του εξευμενισμού, έχουμε διαχρονικά κάνει την επιλογή υπέρ της πολιτικής του κατευνασμού. Από την πλευρά της, η Τουρκία προωθώντας σταθερά τα εθνικά της συμφέροντα, ανεξαρτήτως κόμματος, καθεστώτος ή κυβερνήτη, διευρύνει τις αμφισβητήσεις, διευρύνει και κατοχυρώνει τις διεκδικήσεις της. Η κλιμάκωση της έντασης δε συμφέρει την Ελλάδα. Η αποκλιμάκωση είναι προς το συμφέρον μας υπό έναν όρο: να μη δημιουργεί τετελεσμένα γεγονότα τα οποία δεν μπορούν να ανατραπούν με ειρηνικά και διπλωματικά μέσα. Οι κλασικοί ρεαλιστές της θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων, ισχυρίζονται ότι «εάν θες ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο». Από την εποχή του Θουκυδίδη, ο κατευνασμός δε θεωρείται ως επιλογή που οδηγεί αναπόφευκτα σε σταθερή ειρήνη.

Τι (οφείλουμε) να κάνουμε
Η αντίληψη της πραγματικότητας, η ορθή ερμηνεία των όσων συμβαίνουν, η αυτοκριτική και η κριτική, ακόμα και σε ζητήματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής είναι αναγκαία. Συμβάλλουν στο διάλογο, προκαλώντας σκέψεις και απαντήσεις. Πρόκειται για παραγωγική διαδικασία. Πέραν όμως των διαπιστώσεων, χρειάζονται και ουσιώδεις προτάσεις. Οι απαντήσεις στο τι πρέπει να γίνει από ελληνικής πλευράς ποικίλουν. Ακολουθούν ορισμένες προτάσεις που δε διεκδικούν το αλάθητο ή την συγκλονιστική πρωτοτυπία, αλλά επιθυμούν να συμβάλουν στην διατράνωση ορισμένων θέσεων στο δημόσιο διάλογο.

Μακροπρόθεσμη και συνεχής εξωτερική πολιτική. Υπάρχουν πάγιοι καταγεγραμμένοι στόχοι της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εθνικής ασφάλειας που συνιστούν το εθνικό δόγμα της Ελλάδας; Η, κάθε κυβέρνηση, ο κάθε υπουργός Εξωτερικών και ο κάθε πρωθυπουργός, θεωρούν ότι η ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων «ξεκινά» τη μέρα που αναλαμβάνουν και λήγει την ημέρα που αποχωρούν; Η σύγχρονη ελληνική ιστορία έχει δώσει παραδείγματα πολιτικών ηγετών που έχουν μετανιώσει (mea culpa) για συγκεκριμένες ενέργειές τους, ειδικά στο πεδίο της πολιτικής μας με την Άγκυρα.

Ρεαλιστική αντίληψη του περιβάλλοντος και του ρόλου της χώρας. Τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα της Ελλάδα μπορούν να απειληθούν στρατιωτικά μόνον από την Τουρκία. Ο κατακερματισμός των βαλκανικών κρατών μας οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η Ελλάδα, στο ορατό μέλλον, δεν έχει να φοβάται στρατιωτική απειλή από τους βόρειους γείτονές της εν τω συνόλω. Έχουμε συμφέρον να διευρύνουμε τη ζώνη ασφαλείας βορείως των συνόρων μας, οικοδομώντας προβλέψιμες σχέσεις με τις γειτονικές χώρες στα Βαλκάνια. Να συντελέσουμε στην προσπάθεια επίλυσης του «Μακεδονικού», απελευθερώνοντας πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο να επικεντρωθεί στα ελληνοτουρκικά.

Οι βόρειοι γείτονες, περιλαμβανομένου του Κοσσόβου, το οποίο η Ελλάδα δεν έχει αναγνωρίσει ακόμα, τελούν υπό τη «σφαίρα επιρροής» των Τούρκων. Τζαμιά, στρατιωτικοί εξοπλισμοί, νοσοκομεία και πολλά ακόμα προσφέρουν οι Τούρκοι στις παραπάνω χώρες, προσπαθώντας να προσεταιριστούν όλες τις μουσουλμανικές κοινότητες πέραν των επισήμως αναγνωρισμένων τουρκικών. Η επιλογή του Σαράγεβο για την κεντρική προεκλογική ομιλία του Προέδρου Ερντογάν έχει ιδιαίτερα υψηλό συμβολισμό.

Σύσταση Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας. Το έχουν γράψει πολλοί και διακεκριμένοι. Ο πρέσβης ε.τ. Αλέξανδρος Μαλλιάς, ο στρατηγός ε.α. Γιώργος Χατζηθεοφάνους και άλλοι. Ένα θεσμικό όργανο, ακομμάτιστο, σχεδιασμού και ελέγχου πολιτικής, στελεχωμένο από έμπειρους και ικανούς στρατιωτικούς και διπλωμάτες, με συγκεκριμένους στόχους, ένα όργανο διαχρονικό, που δε θα αλλάζουν οι επικεφαλής ή οι επιτελείς με την εκάστοτε κυβερνητική αλλαγή. Και συνακόλουθα, χρειάζεται μια θεσμικά κατοχυρωμένη και δημόσια διατυπωμένη εθνική στρατηγική, ούτως ώστε να μην είναι η χώρα απροετοίμαστη στη κάθε καινούργια πρόκληση που της παρουσιάζεται.

Ισχυρές ένοπλες δυνάμεις. Μπορεί λόγω της οικονομικής δυσπραγίας της χώρας, να ηχούν αρνητικά στη κοινή γνώμη οι δαπάνες σε «σίδερα που δε χρησιμοποιούνται ποτέ» αλλά οι ένοπλες δυνάμεις και το κατά πόσο αυτές είναι αξιόμαχες, έχει τεράστια σημασία. Πόσω μάλλον, όταν η Τουρκία, ετοιμάζεται να παραλάβει προσεχώς τα πρώτα αεροπλάνα πέμπτης γενιάς (F-35), τα οποία δεν θα εντοπίζονται από τα ελληνικά ραντάρ. Άρα, είναι αδήριτη η ανάγκη του εξοπλισμού/εκσυγχρονισμού των ΕΔ της Ελλάδας, προκειμένου να διατηρηθεί μια κάποια έστω ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών. Και μη λησμονούμε ότι δεν υπάρχει ευρωπαϊκός στρατός∙ στο τρέχον διεθνές περιβάλλον επιβιώνεις (κυρίως) με την αυτοβοήθεια.

Απομάκρυνση από «δόγματα». Το λέει η λέξη το λέει και ο λαός: «μην είσαι δογματικός». Είναι αναγκαία η απομάκρυνση από στερεοτυπικές αντιλήψεις του τύπου «δε θα γίνει τίποτα γιατί είμαστε σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ» ή «οι δημοκρατίες δεν πολεμούν μεταξύ τους». Όσον αφορά το πρώτο, φαίνεται ότι δεν ενδιαφέρει τη Τουρκία. Αμφισβητεί εμπράκτως τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, κάνει απειλή χρήσης βίας (casus belli) ενώ και το ίδιο το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο δεν αναφέρει ρητώς, αλλά ούτε και προτίθεται να πάρει θέση (όπως διεμήνυσε πρόσφατα από την Αθήνα ο γενικός γραμματέας του, Στόλενμπεργκ) σε μια διένεξη μεταξύ των δύο μελών του. Το «βρείτε τα μεταξύ σας» που ουσιαστικά αδικεί αυτόν που δε φταίει (ή φταίει λιγότερο) παραμένει σταθερή πυξίδα του οργανισμού. Αναφορικά με το δεύτερο, το ότι δεν έχει γίνει ακόμα πόλεμος δε σημαίνει ότι δε θα γίνει ποτέ∙ όπως επίσης δεν σημαίνει ότι η Τουρκία επειδή διεξάγει εκλογές έχει δημοκρατία. Κύπρος, Κούρδοι, Ιράκ, Συρία, απειλή πολέμου κατά της Ελλάδας, δεν είναι θεωρητικά κατασκευάσματα.

Εθνική συναίνεση και ενότητα. Πρόκειται για κενό γράμμα, ειδικά σε καιρούς πολιτικής πόλωσης και διχασμού. Υπάρχουν όμως ζητήματα, όπως αυτά που άπτονται της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής της χώρας –δηλαδή της εθνικής της ασφάλειας- που δεν πρέπει (ή μάλλον δεν θα έπρεπε) να μπαίνουν στον καμβά της εσωτερικής πολιτικής. Η μικροπολιτική, οι κομματικές σκοπιμότητες και οι καταγγελίες ένθεν κακείθεν, θα έπρεπε να μένουν έξω από τέτοιου είδους ζητήματα. Δυστυχώς, οι πολιτικοί ηγέτες στη χώρα σκέφτονται ψηφοθηρικά και όχι με όρους εθνικού συμφέροντος. Στα εθνικά θέματα αρμόζει μόνον η φανέλα της εθνικής Ελλάδος.

Το 2021, στη συμπλήρωση των 200ων χρόνων από την ελληνική επανάσταση, η Ελλάδα δεν διεκδικεί εδαφική επέκταση ή ολοκλήρωση. Δε χρειαζόμαστε ούτε επιδιώκουμε μια μεγαλύτερη χώρα. Αυτό που όλοι θέλουμε είναι μια χώρα καλύτερη, μια χώρα με μέλλον, με κύρος και με προοπτική. Μια Ελλάδα που θα έχει βρει το ρόλο της στο σύγχρονο και διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον. Μία χώρα που δεν θα αυτοαπαξιώνεται και δεν θα αυτοταπεινώνεται μέσα κι έξω από τη Βουλή. Αυτή θα ήταν για μένα, έναν φοιτητή, η νέα «Μεγάλη Ιδέα».

*Απόφοιτος του Εργαστηρίου Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας και φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

 

Αφήστε μια απάντηση