Ποιος πληρώνει για ποιανού τον πόλεμο;
Ποιος πληρώνει για ποιανού τον πόλεμο;
Αναρωτιέται κανείς πώς γίνεται οι κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, που επιβαρύνουν την τσέπη των πολιτών της ΕΕ να έχουν οδηγήσει σε πτώση της αγοραστικής αξίας και του βιοτικού επιπέδου αυτών των ίδιων, των οποίων η συγκατάθεση δεν ζητήθηκε καν. Ίσως η απάντηση βρίσκεται μερικώς στο γεγονός ότι οι τελευταίοι έχουν συστηματικά γίνει αποδέκτες υπερβολών, τακτικών παραλείψεων, ακόμα και ψεμάτων.
Ενώ οι τιμές στα σούπερμαρκετ και τους λογαριασμούς ρεύματος βρίσκονται σε σπιράλ ανόδου, ως αποτέλεσμα και των κυρώσεων, οι πολίτες αρχίζουν σιγά σιγά να αναρωτιούνται γιατί. Ποιος πληρώνει, λοιπόν, για ποιανού τον πόλεμο; Είναι γνωστό τοις πάσι ότι ο αποκλεισμός της Βρετανίας από το Ναπολέοντα στην πραγματικότητα κινητοποίησε και ενίσχυσε τη βιομηχανία της Βρετανίας, όπως η Ρωσία αυξάνει τώρα τη βιομηχανική της ισχύ και καινοτομία, χάρη στις κυρώσεις. Και όπως η Βρετανία μπόρεσε να βρει αρκετά παραθυράκια για να συνεχίσει το εμπόριο, το ίδιο πράττει και η Ρωσία. Όπως ο παραπάνω αποκλεισμός έπληξε τη γαλλική οικονομία, έτσι και η οικονομία της Ευρώπης αποδυναμώνεται. Η ιστορία είναι οδηγός.
Ακόμα και το Forbes περιέγραψε πρόσφατα τις κυρώσεις ως «πλήρη αποτυχία», λέγοντας στη συνέχεια ότι η αποκοπή της Ρωσίας από το σύστημα πληρωμών SWIFT θα μπορούσε να ενδυναμώσει τη ρωσική οικονομία μακροπρόθεσμα: η Τράπεζα της Ρωσίας δημιούργησε απλά το δικό της εναλλακτικό σύστημα, το οποίο αναπτύσσεται ραγδαία. Χώρες όπως η Ινδία, η Κίνα, το Ιράν και η Σαουδική Αραβία προσεγγίζουν τη Ρωσία οικονομικά, με τους BRICS να υποστηρίζουν κι αυτοί τις εξελίξεις.
Ακόμα πιο ενδεικτικά, οι Financial Times έγραψαν πρόσφατα ότι η ΕΕ προορίζεται φέτος να εισαγάγει ποσότητες ρεκόρ υγροποιημένου φυσικού αερίου από τη Ρωσία, παρόλο το στόχο της ένωσης για απεξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά μέχρι το 2027. Η Ρωσία αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς εμπορευμάτων παγκοσμίως. Η ΕΕ, για παράδειγμα, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ρωσικό παλλάδιο για τη μείωση των επιβλαβών εκπομπών.
Ελλείψεις σε αυτό έχουν ήδη οδηγήσει σε αυξήσεις τιμών, οι οποίες με τη σειρά τους δημιουργούν προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, ειδικά για τις αυτοκινητοβιομηχανίες της Γερμανίας και της Ιταλίας. Η Ρωσία αντιπροσωπεύει επίσης ένα τεράστιο κομμάτι εισαγωγών της ΕΕ σε νικέλιο και αλουμίνιο: διακοπές στις εμπορικές ροές έχουν βαρύ αντίκτυπο στο ατσάλι, τη βιομηχανική παραγωγή και τις κατασκευές.
Βαρύς ο λογαριασμός
Οι μικρότερες χώρες με πιο αδύναμες οικονομίες υποφέρουν χωρίς λόγο, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις της Ελλάδας και της Κύπρου: τον Απρίλιο του 2021, ο Έλληνας υπουργός Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης δήλωσε στον Ουκρανό Πρέσβη στην Ελλάδα ότι η χώρα πληρώνει βαρύ οικονομικό τίμημα σε όρους εξαγωγών προς τη Ρωσία. Η ελληνική γεωργία υποφέρει πράγματι, όπως και οι Έλληνες πολίτες, που δυσκολεύονται να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους.
Η Κύπρος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις τραπεζικές υπηρεσίες και τον τουρισμό, με τους δύο τομείς να έχουν υποστεί βαριά πλήγματα από τις κυρώσεις. Οι Ρώσοι παραθεριστές στρέφονται στην Τουρκία, που δύσκολα θα αποκαλούσε κανείς φιλική προς την Κύπρο. Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών της Κύπρου, Κωνσταντίνο Πετρίδη, η οικονομία της χώρας πλήττεται δυσανάλογα σε σύγκριση με άλλες χώρες, εξαιτίας της δομής της κυπριακής οικονομίας και της εξάρτησής της από τους Ρώσους τουρίστες.
Όπως είναι εμφανές, ακόμα και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης αμφισβητούν σποραδικά τώρα τις κυρώσεις. Εν τούτοις εξακολουθούν στην ίδια γραμμή, ενώ η ΕΕ υπακούει στις υπαγορεύσεις των ΗΠΑ. Είναι σίγουρα η ώρα για τα κράτη-μέλη, ειδικά την Ελλάδα και την Κύπρο, να δημιουργήσουν μια ανεξάρτητη επιτροπή για τη διερεύνηση των επιπτώσεων των κυρώσεων. Φυσικά, αυτή θα συναντούσε την οργισμένη αντίδραση της Ουάσιγκτον, του Λονδίνου και των Βαλτικών κρατών. Αλλά καθώς οι κυβερνήσεις αρχίζουν να ανησυχούν για τις επόμενες εκλογές, κάποιες μπορεί να αναγκαστούν να ακούσουν τους ψηφοφόρους, που αρχίζουν να συνειδητοποιούν τη μωρία αυτής της αποτυχημένης πολιτικής.
Όταν προσθέσει κανείς στις επιπτώσεις των κυρώσεων στην Ευρώπη και τα δισεκατομμύρια ευρώ των φορολογουμένων που παρέχονται στην Ουκρανία, μπορεί κανείς να διερωτηθεί δικαιολογημένα γιατί να πληρώνουμε για τη σφαγή στην Ουκρανία, η οποία δε θα έπρεπε να μας απασχολεί, ενώ οι μεγαλομέτοχοι και οι κερδοσκόποι του στρατιωτικού-βιομηχανικού-πολιτικού συμπλέγματος πλουτίζουν περαιτέρω. Έχει έρθει, πλέον, η ώρα για τους πολίτες της ΕΕ να αναλάβουν δράση και να επιδιώξουν, τουλάχιστον, τη δημιουργία μιας επιτροπής διερεύνησης. Έχει έρθει η ώρα της επιστροφής στη λογική.