Blog

Πολιτική της Toυρκίας Έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου

Θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε την Τουρκία με ό,τι διαθέτουμε σαν στοιχείο αναγνωρίσεως από την παρατήρηση μιας γενικότητας: η γειτονική χώρα. Πιο συγκεκριμένα: Πώς η συμπεριφορά της Τουρκίας διαμορφώνεται έναντι ημών και της Κύπρου και η οποία έχει σαν πυξίδα όπως είναι φυσικό το τουρκικό συμφέρον και εκδηλώνεται στην διεθνή ζωή, σαν αποτέλεσμα της γεωπολιτικής της θέσεως, των παραδόσεων (πολιτιστικών, κοινωνικών, ιδεολογικών, πολιτικών, κουλτούρας κλπ). Επίσης, πώς εκδηλώνεται σαν αντίκτυπος των δυνατοτήτων, των αναγκών, των διεκδικήσεων και των συμφερόντων της.

Σήμερα παρατηρούμε μία Τουρκία, που έχει μεν τον Κεμαλισμό σαν εφεδρεία και εχέγγυον της διαρκείας του τουρκικού έθνους στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, αλλά και υιοθετεί και συμφέρουσες ιδέες ενός συνδυασμού γεωπολιτικών επιλογών. Δηλαδή η Τουρκία, ακολουθεί την ερμηνεία της γεωπολιτικής, η οποία λειτουργεί σαν εργαλείο της εθνικής της στρατηγικής, που αποδίδει το βάρος εστιάσεως στην εθνική ισχύ και στον έλεγχο μιας ευρυτέρας γεωγραφικής περιοχής.

Όλοι γνωρίζουμε και -γιατί όχι- παραδεχόμαστε, ότι κράτη, που είναι ικανά να προβάλλουν την ισχύ τους σε ευρύτερα γεωπολιτικά μεγέθη, συνιστούν τα κυρίαρχα κράτη σε κάθε ιστορική περίοδο μέσα στο εκάστοτε υπό διαμόρφωση ή διάπλαση διεθνές σύστημα. Επομένως η Τουρκία ερμηνεύει την γεωπολιτική, σαν ένα αδιά­λειπτο διεθνή ανταγωνισμό και για τον λόγο αυτό υποστηρίζει την στρατηγική σχε­δίαση, που είναι απαρέγκλιτος και απαραβίαστος, σε διαφόρους το­μείς. Π.χ. της στρατιωτικής ισχύος, που εκφράζεται στο πλαίσιο της γεωστρατηγικής, της οικο­νομίας (γεωοικονομία), της δημογραφίας, του περιβάλλοντος κλπ.

Η λέξη «πολιτική» και μάλιστα επί διεθνών σχέσεων σημαίνει σχετικισμός. Και σχετικισμός στην περίπτωσή μας είναι το ότι ό,τι είναι ωφέλιμον για την Τουρκία δεν είναι απαραίτητο να είναι και ωφέλιμο για την Ελλάδα. Η σχέση της Τουρκίας με Ελλάδα και Κύπρο είναι μία αναγωγή στην σχετικοκρατία. Δηλαδή μία θεωρία κατά την οποία κάθε άποψη επί επιδιώξεων ή προασπίσεως συμφερόντων είναι για τον άλλον σχετική και ισχύει για ορισμένες μόνον περιπτώσεις και όχι απόλυτα.

Τί λοιπόν γνωρίζουμε σχετικώς με την Τουρκία; Ή τί σχετικό γνωρίζουμε για την Τουρκία; Πώς η Τουρκία διεξέρχεται το αντικείμενο της καλής γειτονίας με την Ελλάδα και την Κύπρο;

Κατά την δική μας ερμηνεία, με ανασχετική των καλών σχέσεων προδιάθεση.

Ας ρίξουμε μια επισκεπτική ματιά σε τουρκικές ιδέες και πράξεις, από ένα σύνολο αποκεκαλυμμένων στοιχείων, ώστε να οδηγηθούμε σε μερικά απορρέοντα συμπερά­σμα­τα. Ένα ασφαλές αποφαντικό, που το διατυπώνουμε από τώρα είναι, ότι η Τουρκία αποτελεί διαρκή απειλή για την Ελλάδα. Μάλιστα δε, όταν απολαμβάνει και μίας έξωθεν υποστηρίξεως, τότε αυτή η απειλή συνιστά ένα πολλαπλασιαστή ανησυχίας για την ελληνική πλευρά. Συνήθως την έξωθεν υποστήριξη την υποψια­ζόμαστε. Αλλά κι αυτό είναι σχετικό.

Ας πούμε ότι οι αμερικανικές παραδοχές περί της χρησιμότητος της φιλίας με την Τουρκία, ενδυναμώνουν την περιρρέουσα πολιτική αυτοπεποίθηση στην Τουρκία και η οποία Τουρκία επιβεβαιούσα αυτήν την παρηλλαγμένη και συνήθως απρο­κάλυπτη υποστήριξη επιδιώκει να αποκομίσει τα μέγιστα δυνατά οφέλη στο Κυ­πριακό, στο Αιγαίο, στην Δυτική Θράκη.

Επίσης αναπτύσσει σχέσεις με Βοσνία, Αλβανία και Σκόπια σαν ένα αυτο­νόητο αντίβαρο σε πιθανή σύμπηξη συνασπισμού της Ελλάδος με την Βουλ­γαρία. Η Τουρκία βλέπει τις χώρες αυτές σαν κατάλοιπα του Οθωμανικού κράτους, που από την δική τους σκοπιά βλέπουν την Τουρκία σαν προστάτιδα και γεωπολιτικό άσυλο όπου θα καταφύγουν στην περίπτωση μιας ενδεχόμενης προσβολής τους από κάποια κρατική οντότητα, που συνιστά απειλή.

Αποκομίζει επίσης οφέλη και από το, ότι συνεχίζει την πολιτική ανοχής στην κατά μάζας προώθηση λαθρομετα­ναστών στην ελληνική επικράτεια. Ένα ορατό όφελος για την Τουρκία είναι η είσπραξη συναλλάγματος από τους χιλιάδες διερ­χομέ­νους λαθρομετανάστες προς τους Τούρκους διακινητές και το άλλο όφελος το οποίο είναι άκρως επικίνδυνο, είναι η διάβρωση του ελληνικού εθνικού ιστού με ομοδόξους των Τούρκων μουσουλμάνους.

Ακούγεται, ότι οι Αμερικανοί χρειάζονται την Τουρκία για τον έμμεσο έλεγχο του μουσουλμανικού κόσμου. Το αμερικανικό Center for American Progress (βλέπε George Soros), στέλλει προς τους Γαλλο-Γερμανούς μήνυμα περί της ευρωπαϊκής διαστάσεως της Τουρκίας. Οι Αμερικανοί θεωρούν την Τουρκία σαν χώρα «κρίσιμης» γεωπολιτικής σημασίας για τις ΗΠΑ. Η Ελλάδα είναι απλώς μία σημαν­τική σύμμαχος. Οι Αμερικανικές εκτιμήσεις όντως δεν είναι άστοχες. Η γεωστρα­τηγική θέση της Τουρκίας είναι αναμφισβήτητα πολυσήμαντος και ζωτική για όσο διάστημα η Μέση Ανατολή θα αποτελεί περιοχή αναφοράς ευαισθήτων ισορροπιών λόγω του συνδυασμού των παραμέτρων ενέργεια, «μουσουλμάνος ιδιο­κτήτης» των πηγών ενεργείας, διαχείριση του φόβου του Ισλάμ, ως επίσης και του θέματος των πυρηνικών δραστηριοτήτων του ομόρου της Τουρκίας Ιράν. Αυτό το αμερικανικό ενδιαφέρον για την περιοχή είναι εις το έπακρον αντικείμενο εκμεταλ­λεύσεως του διδύμου Ερντογάν-Νταβούτογλου με μία καλώς συγχορδισμένη πολι­τική. Είναι ένα δίδυμο με μία σύνθετη ιδέα πολιτικής ενεργείας, που τέτοια έχει να επιδειχθεί από την εποχή της ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Αυτές οι παραβιάσεις του εναερίου και του θαλασσίου χώρου μας και η αμφισβήτηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων από τους Τούρκους είναι έκφραση τουρκικής βουλήσεως για ιστορική καταγραφή ενός status de facto, ώστε αργότερα (και μη νομίσετε πολύ αργότερα. Στις δικές μας ημέρες) αυτή η κατάσταση θα πιστω­θεί στα κεκτημένα της Τουρκίας, δηλαδή de jure, όπως και άλλα πολλά, σύμφωνα με τους οραματισμούς Νταβούτογλου, οι οποίοι ενδεικτικά θα λέγαμε, ότι είναι μία καλώς οργανωμένη και διευθυνομένη προοπτική Οθωμανικής ποικιλομορ­φίας, η οποία με μαεστρία συζευγνύεται με την υφισταμένη Κεμαλική πρακτική του εθνικιστικού κρατισμού. Δηλαδή, μία τάξη πραγμάτων, όπου θα συνυπάρχουν ειρη­νικά διαφορετικοί λαοί και εθνότητες, όπου τον ηγεμονικό ρόλο θα παίξει ο καλός διαχειριστής των κοινών για όλους πολιτιστικών προτεραιοτήτων.

Αυτό βέβαια, για όσους δύνανται να ερμηνεύσουν την τουρκική διανόηση αποτελεί την χρυσόσκονη με την οποία θα τυφλωθούν εκείνες οι ομάδες των ανι­σχύρων να διαχειριστούν τα οικογενειακά τους, με την προτροπή αλλοδόξων κατα­λυτών, οι οποίοι έχουν διαπιστώσει -ως ενδιατρίβοντες στην γεωπολιτική- ότι έχουν κάποιο συμφέρον από αυτήν την διαμόρφωση των διεθνών σχέσεων.

Οι Τούρκοι με την σειρά τους λένε, ότι η Τουρκία για να ξεπεράσει το πρό­βλη­μα της ελλείψεως εμπιστοσύνης, που βιώνει με τους γείτονές της, πρέπει να ενερ­γοποιήσει ταυτόχρονα ένα ευρύ σχέδιο ειρήνης και ένα σχέδιο αναπτύξεως, στο οποίο το κέντρο βάρους θα είναι οι τομείς των οικονομικών και πολιτισμικών σχέ­σεων. Και όλοι υποπτευόμεθα, ότι σ’ αυτόν τον τομέα η Τουρκία τα πηγαίνει πε­ρί­φημα. Στις οικονομικές συναλλαγές έχει το επάνω χέρι (π.χ. εισαγωγές-εξαγωγές, αγορά τουρκικής τράπεζας 10 δις, ούτε μισή τουρκική λίρα δεν έχει εισπράξει η Ελ­λάδα κλπ). Στα πολιτισμικά το αποτέλεσμα είναι η αλλοίωση του τρόπου αντιλή­ψεως περί των πραγμάτων ενός επικινδύνου ποσοστού εκ των μη σκεπτομένων Ελ­λήνων (π.χ. τουρκικά serials).

Στην διεθνή κοινότητα η Τουρκία διακηρύσσει την ανάγκη ομαλοποιήσεως των σχέσεων με την Ελλάδα, αλλά στην πραγματικότητα οι υπαγορευόμενοι και όχι οι, ως έδει, προτεινόμενοι όροι της, αποδεικνύονται κάθε άλλο παρά συμφέροντες στην Ελλάδα. Παράδειγμα: με την υπάρχουσα εξέλιξη στο θέμα της ΑΟΖ, η Τουρκία ασκεί πολιτική απειλών προς την Κύπρο, πλην επειδή η υπόθεση εμπλέκει και το Ισραήλ σαν άμεσα ενδιαφερόμενο, του οποίου τα συμφέροντα θα εθίγοντο καίρια με οιαδήποτε ακυρωτική της εκμεταλλεύσεως των υδρογονανθράκων τουρκική επέμ­βαση στα κυπριακά οικόπεδα, σημαίνει, ότι η Τουρκία παραμένει στην φάση των απει­λών. Πιο περίπλοκη είναι η κατάσταση της ΑΟΖ με την Ελλάδα, δεδομένου, ότι τίποτε δεν έχει αποσαφηνισθεί, ως προς το εάν υπάρχει σύνορο των ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος-Κύπρου ή Τουρκίας-Αιγύπτου. Στην προκειμένη περίπτωση οι Τούρκοι δίδουν την εικόνα προς τα έξω, ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να το διανοείται καν να εφαρμόσει τα ισχύοντα περί ορισμού της ΑΟΖ.

Γενικά και μέσα από την μελέτη της νεωτέρας Ιστορίας παρατηρούμε ότι για τις εκάστοτε παρουσιαζόμενες διαφορές μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων και κατά καιρούς έγιναν προσπάθειες για εύρεση κοινών τόπων κατανοήσεως. Επισημαίνουμε τα χαρακτηριστικότερα.

Μετά την Μικρασιατική καταστροφή την Συνθήκη της Λωζάνης., βλέπουμε στην διαφάνεια……….

Όπως είμαστε σε θέση να καταλάβουμε, για να υπάρξει ουσιαστική συμ­φωνία για κατανόηση και ειρήνη, μεταξύ δύο συμβαλλομένων, θα πρέπει οι συμ­φωνούντες να διέπονται από το στοιχείο του ισοδυνάμου. Εάν ο ένας εξ αυτών απο­δει­κνύεται αδύναμος, ως είναι φυσικόν επόμενον, αποδέχεται και τα όσα υπα­γορεύει ο πιστοποιών την ισχύ του. Μέχρι στιγμής, η προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας στο Αιγαίο καταδει­κνύει τις προθέσεις επί σχέσεων ή άλλως την πολιτική, που η Τουρκία εκτιμά, ως συμβαίνουσα με την μελλοντικές της επιδιώξεις. Περιττόν είναι να αναλυθεί, ότι με την Κύπρο, η Τουρκία ουδενός βαθμού σχέσεις καταδέ­χεται. Την αγνοεί παντελώς. Ακόμη και τώρα, που η Κύπρος εκπροσωπεί την Ευ­ρωπαϊκή Ένωση.

Ας πάμε τώρα να ιδούμε την Τουρκία με ένα μικροσκόπιο. Θα ανα­καλύψουμε ένα διακυμαινόμενο σύμφυρμα μιας εντυπωσιακής πνευματικής καλ­λιέργειας, κουλτούρας, ψυχοσυνθέσεως και μιας γενικωτέρας συναρμογής της τουρκικής διανοήσεως. Με μεγάλη ευκρίνεια θα ιδούμε, ότι μετά την Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλ 1923), ο Τούρκος με την καταλυτική πίεση του Μουσταφά Κεμάλ οφείλει να αλλάξει την ύφανση των οθωμανικών του γνωρισμάτων. Να απαλλαγεί από το προς κάθε μεθερμήνευση ανεκτικό αυτοκρατο­ρικό του παρελθόν. Να είναι υπε­ρήφανος, που είναι Τούρκος. Να αισθανθεί άνετα και ασφαλέστερα έχοντας σαν πρωτεύουσα την κειμένη στην όχι προσεγγίσιμη από εχθρούς Άγκυρα στο βάθος της Ανατολίας. Να απαλλαγεί από τον Οθωμανικό κοσμοπολιτισμό και να προστατευθεί κάτω από την ακραιφνώς εθνική τουρκική ομβρέλλα. Να καταργήσει το χαλιφάτο και την νομική έκφραση της «σαρία». Να καταργήσει το φέσι, την αραβική γραφή και όλα όσα συνιστούσαν ένα βαρύ φορτίο, που αντιπροσώπευε ένα κατονομαζόμενο, ως διεφθαρμένο παρελθόν.

Αυτές οι αλλαγές, που ο Κεμάλ επέβαλε, ανέπτυξαν μία καινούργια εθνική ταυτότητα, η οποία οδήγησε στην δημιουργία εθνικοπολιτισμικών συμπλεγμάτων στην συνείδηση των Τούρκων. Ο Κεμάλ προσπάθησε -και το επέτυχε- να πείσει τους συμπατριώτες του, ότι οι Τούρκοι προϋπήρξαν σαν εθνότητα των Οθωμανών και ότι η τουρκική γλώσσα με την γνωστή θεωρία του Ήλιου ήταν η πρώτη ιστορικά καταγεγραμμένη γλώσσα της ανθρωπότητας.

Ωστόσο σήμερα υπάρχει μία πολιτική ροπή η οποία εκφράζεται με ένα προ­σεκτικό βηματισμό αλλ’ όμως με προφανή την επιδίωξη για την σταδιακή κατάρ­ρευση του όρου Κεμαλισμός, ως μη συμβατής θεωρίας προς το κυβερνών κόμμα το οποίο ταυτοσημαίνεται από ένα ηπίων γνωρισμάτων ισλαμικό προσανατολισμό. Η επιδίωξη αυτή σε αρχική φάση υλοποιείται με την μορφή συζεύξεων καθολικά υπο­στηριζομένου τουρκικού εθνικισμού, ενός προτεινομένου νεοοθωμανισμού, ενός οραματιζομένου παντουρκισμού και μιας προσαρμογής για μια επωφελή για την Τουρκία συνύπαρξη με τον δυτικό κόσμο. Ας μη ξεχνάμε την ρεαλιστική εκδοχή του δυτικού κόσμου, ως προορισμού εξαγωγής τουρκικών προϊόντων και ενισχυτού του τουρκικού αποθεματικού σε συνάλλαγμα μέσω των Ευρωπαίων και Αμερικανών τουριστών.

Οι Τούρκοι πολίτες από της ιδρύσεως του τουρκικού κράτους είναι αποδέκτες μιας κινδυνολογίας, κατά την οποία φέρεται, ότι οι γειτονικοί λαοί απεργάζονται τον αφανισμό τους. Η κινδυνολογία αυτή προέρχεται από κυβερνητικές πρωτοβουλίες καθώς και άλλους -υπέρ συναφών εκζητήσεων- διατιθέμενους φορείς με τα σχετικά τους κονδύλια. Ακόμη και η εκπαίδευση των τουρκοπαίδων διέπεται από υπερβολές. (παράδειγμα το ποίημα Κιν-το μίσος). Όπως βλέπετε, ο Έλληνας είναι ένας χρήσιμος εχθρός. Γιατί; Διότι γαλβανίζει το γενναιόφρον της τουρκικής ψυχής.

Μέσα σε ένα κόσμο, όπου παρατηρείται μία γενική ισοπέδωση ιδανικών, συμπεριφορών και πίστεως έρχονται μερικοί Τούρκοι διανοητές-κοινωνιολόγοι και άλλοι αγκιτάτορες και εμβολιάζουν την τουρκική νεολαία με αναφορές στον αποτυχημένο Έλληνα, ο οποίος «λένε»: ενώ ουδέν παράγει, εν τούτοις επιβιώνει μέσα στο ανεκτικό περιβάλλον της ζωοδότου Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Κάτω από ένα τέτοιο γκρίζο ουρανό, -λένε- καλόν είναι να εκδηλώσουμε έμπρακτα την υπερηφά­νειά μας και να τιμωρήσουμε τον Έλληνα, που είναι, ως αποδεικνύεται οσημέραι, περήφανος μόνο για το καλλωπισμένο με αρώματα κορμί του και δεξιο­τέχνης στο να δικαιολογεί, σαν φυσιολογικούς, τους ανομολόγητους πόθους και πράξεις του.

Αυτοί οι διαμορφωτές του τουρκισμού βλέπουν την γενική σύρραξη, -όχι το «θερμό επεισόδιο»- τον πόλεμο, σαν ένα ιστορικό όχημα διακεκοσμημένο με όλη την σαγήνη της ιδέας του παντουρανισμού και μιας παρορμητικής προς επίθεση διαθέ­σεως, ιδίως τώρα, που οι γειτονικοί τής Τουρκίας στρατοί πλην Κουρδικού και Συριακού βρίσκονται σε αποδόμηση και πορεία παρακμιακή.

Πόλεμος; … Και γιατί όχι; Θα ήταν κάτι το διασκεδαστικό. Σαν το κυνήγι ενός φουκαρά κατατρομαγμένου λαγωού. Είναι πολύ ευχάριστο να σκοτώνεις σαν τα λαγουδάκια ψοφοδεείς ραγιάδες.

Η υιοθέτηση της επιθετικής κουλτούρας αποτελεί το «δέον» στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Αυτή η παιδεία κατασκευάζει σιδερένιες στρατιωτικές ψυχές. Η γοητεία των ακραίων καταστάσεων διατηρεί τους ισχυρούς στρατούς σε εγρήγορση. Οι Τούρκοι ευνοούν την σημασιολογική χροιά του αρχαϊκού στρατιώτη. Του στρα­τιώτη, που έχει εξοικειωθεί με την ιδέα του θανάτου, εφ’ όσον ο θάνατός του έχει την συναρπαστική γεύση της έσχατης πραγματικότητας. Ο Τούρκος στρατιώτης μαθαίνει ασκούμενος, ότι ο πόλεμος θα τον αμείψει με την ύψιστη χαρά, την φύση του ταξιδιού, στο οποίο όλοι μεν οι απλοί άνθρωποι είναι συνοδοιπόροι, αλλά πολύ λίγοι απολαμβάνουν το εκπληκτικό βραβείο του θανάτου. Τους πολλούς πεθαμένους τους θυμούνται μόνον οι οικείοι. Και τους θυμούνται στο πλαίσιο μερικών μνημοσύνων. Των επιλεγέντων όμως από την Ιστορία, το έμβιο τέλος, σηματοδοτεί την θριαμβευ­τική τους είσοδο στο πάνθεον των διακεκριμένων Τούρκων. Το κόστος του πολέμου για τον εκπαιδευόμενο Τούρκο δεν τον κάνει να νιώθει απέχθεια.

Μπορεί ο πόλεμος να μοιάζει με κόλαση, αλλά η κόλαση αυτή είναι μεγαλειώδης. Αποτελεί το υπέρτατο μαρτύριο του ανθρώπου, την πεμπτουσία της εθνικής αρετής, τον κορυφαίο τουρκικό άθλο. Και τούτο, διότι συνδυάζει την υπάτη τραγωδία του θανάτου με την αιώνια χάρη του ηρωϊκού κατορθώματος, δηλαδή του μεγαλυτέρου επιτεύγματος από όλα τα μεγαλουργήματα, την γενναιότητα στην μάχη, που αποτελεί και την καταληκτική, την στερνή οφειλή στην μητέρα Τουρκία.

Η νέα ενισχυμένη υφή των Τούρκων, ως φυσικόν και ως γεγονός, λειτουργεί και σαν διαμορφωτής της πολιτικής έναντι των γειτονικών λαών. Ο σημερινός Τούρκος, μετά την στρατιωτική του νίκη στην Κύπρο, έχει αποκτήσει την αυτοπεποίθηση, που του έλλειπε μέχρι και την ημέρα της αποβάσεώς του στον Κυπριακό αιγιαλό. Αυτή η αυτοπεποίθηση ενδυναμούται κάθε ημέρα, που περνά, εκ του γεγονότος, ότι δεν λαμβάνει δυναμική απάντηση στις καθημερινές του προκλή­σεις στο Αιγαίο, στην Θράκη, στην Κύπρο, συμπεριλαμβανομένης και ολόκληρης της αποκλειστικής της οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ), που συνορεύει με αυτή της Αιγύπτου. Η Ελλάδα, δεν φαίνεται να δείχνει, ότι είναι διατεθειμένη να αντιπαραταχθεί αποφα­σιστικά στις προκλήσεις αυτές. Ο λόγος της πολιτικής εξευμενισμού της Τουρκίας είναι ηλίου φαεινότερος. Οι αλληλοδιαδεχόμενες πολιτικές ηγεσίες, την ανωτέρω αδράνεια την έχουν βαπτίσει «πολιτική ψυχραιμίας» ή κάπως έτσι.

Ο σημερινός Τούρκος αποβάλλει ολίγον κατ’ ολίγον το δυσπερίγραπτο σύν­δρο­μο του υστερούντος έναντι του «πολυεπιπέδως» προηγμένου Έλληνα. Έχει προ­χωρήσει εναρμονίζοντας την γεωπολιτικοστρατιωτική πραγματικότητα με την οικο­νο­μικοπολιτική πραγματικότητα.

Αφού έχει φθάσει μάλιστα και στο σημείο να διατείνεται, ότι θα πρέπει να αυξηθεί η εξάρτηση των νήσων του Αιγαίου, από την εγγύς μικρασιατική ακτή.

Εν πάση περιπτώσει η οικονομία της Τουρκίας ευρίσκεται σε μία οδό, η οποία, ως αναγνωρισθείσα από την διεθνή κοινότητα, σαν δημιουργική και ευοίωνος, έχει συμπεριληφθεί στην λέσχη των G20.

Η σκέψη του Τούρκου πλέον εστιάζεται σε κάποιους συνδυασμούς, που έλκονται από την προχωρημένη σκέψη του Αχμέτ Νταβούτογλου.

Ο Αχμέτ. Νταβούτογλου οραματίζεται την Τουρκία ως ένα φορέα του ισλαμικού πολιτισμού και όχι στον εκτιμώμενο σαν υποδεέστερο ρόλο της κρατικής περι­φερειακής -αλλ’ ωστόσο- υπολογισίμου δυνάμεως, η οποία κατά το πιθανότερο να καταλήξει να υπηρετεί άλλης τάξεως δυτικότροπα συμφέροντα. Διοχετεύει δετην ιδέα της μη προσφόρου πλέον θέσεως του Κεμαλισμού, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την εκδοχή του «καλώς υπάρχειν και εν ασφαλεία ζην» του εσωτερικού. Θέλει την Τουρκία, ηγέτη στην συνύπαρξη των χωρών, που βρίσκονταν κάποτε κάτω από την οθωμανική κυριαρχία και όχι μόνον. Θέλει τον ισλαμικό πολιτισμό, να εκτείνεται σαν μία νέα γεωπολιτική οντότητα στον ίδιο και ευρύτερο χώρο της άλλοτε οθωμανικής επικράτειας.Αναλαμβάνει μία αναθεωρημένη και κυρίως ευέλικτη πολιτική διαχεί­ριση έναντι του Κεμαλικής συστατικής και δομικής παρακαταθήκης του εθνικού κράτους, το οποίο, ως τυπικά δυτικής συλλογιστικής παράγωγον, είναι ακαταλαβί­στικο στον κόσμο της Ανατολής. Ο Αχμέτ Ντα­βούτογλου αντιπαρατίθεται στην ανυπόμονη προσδοκία των Αμερικανών, που θέλουν μία απομάκρυνση από τους δογματικούς κώδικες του Ισλάμ, την ομογενοποίηση του μουσουλμανικού κόσμου σε περιβάλλον δυτικοποιημένης συνθέσεως και κτηθησομένης κουλτούρας και οπωσδή­ποτε θέλει σαν οδηγό τις δυτικές αντιλήψεις περί δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, ο Νταβούτογλου προσβλέπει σε ένα Ισλάμ ανοιχτό προς τη Δύση, με στάση μετριο­παθή και αρκετά συμβιβαστικά στοιχεία συγκλίσεως. Γι’ αυτό άλλωστε μετά φόρτου στην αρχή αναζητούσε πύλες εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τώρα βεβαίως έχει ανακόψει αυτή την πιεστική «απαίτηση» και μάλιστα εκφράζεται και με ένα είδος συγκαταβάσεως και κατανοήσεως για την δραματικά πτωτική διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής συνοχής.

Η προχωρημένη αυτή άποψη του Νταβούτογλου γίνεται προσπάθεια να γίνει κατανοητή στον χώρο της Τουρκίας, όπου εξακολουθεί και περιρρέει η κινδυνολόγος θέση ενίων επιμόνων κεμαλιστών, οι οποίοι θέλουν να συντηρήσουν την εικόνα των κακών τους γειτόνων επισείοντας μια υποθετικά Μεγάλη τους Ιδέα.

Τέτοια Μεγάλη Ιδέα είναι αδύνατον να λάβει σάρκα και οστά, λένε τώρα αρκετοί Τούρκοι σκεπτόμενοι έξω από τον κύκλο των επηρεαζομένων από την αεί ισχύουσα τουρκική κοινωνική μηχανική. Για τον πολύ απλό λόγο, ότι η πάλαι ποτέ Κωνσταντινούπολη των Ελλήνων, σήμερα κατοικείται από δεκαοκτώ εκατομμύρια Τούρκους. Πώς είναι δυνατόν ένας οποιοσδήποτε στρατός να τολμήσει να επιχειρή­σει προς κατάληψή της; (Παραδείγματα, Λένινγκραντ Β’ΠΠ, Βηρυτός 1982, πανω­λεθρία Στάλινγκραντ).

Εν πάση περιπτώσει γράφει ο Νταβούτογλου στο βιβλίο του «το στρατηγικό βάθος»: Η Τουρκία εκτός του ότι πρέπει να είναι προετοιμασμένη, ώστε να απαντήσει με την απαιτούμενη σκληρότητα σε κάθε γεγονός, που απειλεί τους στρατηγικούς της υπολογισμούς, πρέπει να αρνηθεί κάθε είδους υποθήκευση της εξωτερικής της πολιτικής, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα τον υποβιβασμό της τελευταίας σε κατηγορία και σε κλίμακα από την οποία οφείλει να διαλέγεται.

Συμπεράσματα

Επειδή δεν είμαστε αρκούντως πληροφορημένοι επί των πράγματι συμβαινόν­των και απαραποιήτων πολιτικών τεκταινομένων -πώς άλλωστε θα μπορούσαμε να είμαστε;- προβαίνουμε σε εκτιμήσεις επί των σημειουμένων πολιτικών κινήσεων και των γεγονότων, που καταγράφονται και υποπίπτουν στην αντίληψή μας. Αποκωδικο­ποιούμε γεγονότα, επίσημες δηλώσεις και ημιδιαφανείς υποδηλώσεις και καταλήγου­με σε συμπεράσματα, σαν απλοί ανησυχούντες πολίτες. Μ’ αυτό θέλω μα πω, ότι τα συμπεράσματα έχουν χροιά προσωπική με επιδίωξη να κινούνται μέσα στο συμβατό πλαίσιο των γενικοτέρων θέσεων του ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ.

Στα συμπεράσματα προς επισήμανση, περιέχεται το, ότι οι Αμερικανοί βλέ­πουν την Τουρκία σαν μία περιφερειακή υπολογίσιμη δύναμη. Σ’ αυτό συνηγορούν, η γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας, όπου συνυπολογίζεται και η θέση ελέγχου και αγωγής των συντελεστών ενεργείας, η υπό άνθιση τουρκική οικονομία, οι ισχυρές ένοπλες δυνάμεις και η σκέψη της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας για ένα νέο μοντέλο δυνάμεως ενός συνδεδυασμένου μετριοπαθούς Ισλάμ, με την επιχειρουμένη εκτροφή μιας δυτικότροπης κουλτούρας.

Η Ελλάδα και η Κύπρος, για κάποιους Τούρκους με απλοποιημένη σκέψη, αποτελούν τους κακόμοιρους γείτονες, που δεν είναι σε θέση να αυτοδιαχειριστούν τα εσωτερικά τους και δια τούτο εκλαμβάνονται, ωσάν υλικό (έμψυχο και άψυχο), προς απορρόφηση, από τον μεγάλο προστάτη των αδυνάμων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, της Καυκασίας και της Μέσης Ανατολής.

Για τους Τούρκους, το αξιόμαχο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση για μία πλειάδα συνηγορούντων παραγόντων, τους οποίους σεις γνωρίζετε πολύ καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Αρκεί να επισημανθεί το εξής. Όταν η στρατιωτική θητεία μειώνεται, διότι «συντρέχει» βολικά με την λογική της ψηφοθηρίας, τότε θα πρέπει να ανησυχούμε πραγματικά και όχι ρητορικά. Όταν το κριτήριο για τους εξοπλισμούς είναι το πώς θα λεηλατηθεί το δημόσιο χρήμα από εμπλεκομένους εξωθεσμικούς και λοιπούς προθύμους παράγοντες, τότε δεν συζη­τούμε για ένοπλες δυνάμεις με διάσταση αξιολόγου δυναμικής. Και αν το τοποθετή­σουμε και αλλιώς· πώς είναι δυνατόν, όταν ο στρατός δεν έχει πιστέψει, ότι πρέπει να προπα­ρασκευάζεται για πόλεμο, να έχει την πολυτέλεια ενός πανάκριβου εξοπλι­σμού, τον οποίο τού συνιστούν να επανδρώσει, και αποδεικνύεται απρόθυμος, εν­δοια­στικός και στερείται ομογνωμοσύνης που να στηρίζεται σε μία κοινή εθνική ιδεο­λογία.( π.χ. Ολυμπιονίκες- Τείχη).

Άλλο συμπέρασμα. Υπάρχει διαφορά στο «φρόνημα» των δύο λαών. Η τουρκική διοίκηση κάτω από οποιαδήποτε κυβέρνηση καλλιεργεί στα σχολεία αλλά και στον δημόσιο βίο, ένα δυναμικό πατριωτισμό με μια συνείδηση, που στηρίζεται σε μία ρομαντικοποιημένη τουρκική ιστορία. Επίσης, επιβεβαιώνει ένα αίσθημα συλλογικής μεγαλοσύνης, που δομείται με υλικά, την εθνική υπερηφάνεια, την δημογραφική και στρατιωτική ισχύ και το αδιαλείπτως απεργαζόμενο διεθνές κύρος της τουρκικής πατρίδος.

Στην από εδώ πλευρά, η εκπαίδευση της νεολαίας προσανατολίζεται, με μία ύποπτη μέθοδο, προς την κατεύθυνση, όποιου πνευματικού αγωγού, υιοθετεί τον όρο «αφελληνισμός»∙ και επιδίδεται στην αποδιοργάνωση της λειτουργικότητας του τριπτύχου «πατρίς», «θρησκεία», «οικογένεια» στην ψυχή των Ελλήνων παίδων.

Οι Τούρκοι εφαρμόζουν μία πολιτική έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου, η οποία έχει προσαρμοστεί στο δεδομένο της επιβεβαιωμένης ανικανότητος εκ μέρους των ημεδαπών «προβεβλημένων προσωπικοτήτων» να διαχειριστούν τα θέματα, που αφορούν στην ελληνική τους πατρίδα.

Στην προ Νταβούτογλου εποχή, ο τουρκικός λαός θεωρούσε την Ελλάδα σαν τον κύριο εχθρό της χώρας του. Το αίσθημα τούτο επετείνετο από το σύνδρομο της «περικύκλωσής» του και κατά συνέπειαν «ασφυξίας» του, που δημιουργείται από το «ελληνικό τόξο», σε Αιγαίο και Κύπρο. Διεκατείχετο από τον φόβο της αποκοπής του από το Αιγαίο και από την θέση της Κύπρου, η οποία κείται στο μαλακό υπογάστριο της σημαντικής χερσονήσου της Ανατολίας. Σήμερα, αυτή η ανησυχία, έχει αμβλυν­θεί, διότι οι Τούρκοι εφαρμόζουν το δόγμα της επιθετικής ανασχέσεως με σειρά προ­κλήσεων, οι οποίες μία ημέρα –και όταν οι συγκυρίες το συστήσουν, θα μεταπλα­σθούν σε προβοκάτσια, που θα αποτελέσει το πρελούντιο ενός πολέμου. Ενός πολέ­μου, τον οποίο οι Τούρκοι τον επιδιώκουν –και θα συμβεί, όταν θα σημειωθεί η σύγ­κλισις της ατύπου αποδοχής αυτής της ιδέας από τις μεγάλες δυνάμεις και της εκτιμήσεως των Τούρκων, ότι έπαυσαν ισχύοντες εκείνοι οι περιορισμοί, που θα συνηγορούσαν σε μία αποτυχημένη στρατιωτική επιχείρηση.

Προς το παρόν οι Τούρκοι έχουν επικεντρωθεί στο Μεσανατολικό μέτωπο. Κούρδοι, Σύροι, Ιρανοί.

Αντί προτάσεων

Οι όποιες παρορμήσεις και παροτρύνσεις, διακρίνονται από μία ποικιλία ηθικών αποτυπωμάτων. Είναι σημασιολογικές και θλιπτικά ρεαλιστικές. Έχουν ωστόσο χαρακτήρα εκπαιδευτικό, αρμοσμένο σε πλαίσια σεμιναρίου και είναι κατά ένα κομμάτι τους συγκινησιακά παραινετικές, εκ του γεγονότος, ότι απευθύνονται σε νεωτέρους συναδέλφους.

Αφού δεχόμαστε, ότι η Τουρκία συντηρεί μία εικόνα απειλής προς την Ελλά­δα και την Κύπρο και όχι σχέσεων ειλικρινούς φιλίας και καλής γειτονίας, τότε η Ελλάδα οφείλει να ιδεί την ιδιότυπη αυτή γειτνίαση, σαν ένα μοιραίο εναγκαλισμό, από τον οποίο -όλοι το γνωρίζουν- ο πλέον αδύνατος βγαίνει ζημιωμένος.

Η Ελλάδα χάνει την αξιοπιστία ισχύος της, όταν καταλήγει μετά από κάθε παραβίαση και προσβολή του ελληνικού χώρου από την τουρκική αεροπορία και το ναυτικό, σε βαρύγδουπες δηλώσεις της μορφής: «Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι ο σιδηρούς γρόνθος, που θα τιμωρήσει τον επιβουλέα κλπ, κλπ», και δεν τον τιμωρεί αυτόν τον επιβουλέα. Γιατί δεν τον τιμωρεί;

Απαιτείται να γίνει ισχυρή. Το οφείλει στην Ελληνική Ιστορία. Το οφείλει στους επιγενόμενους Έλληνες.

Μέχρι να «επανιδρυθούν» οι ένοπλες δυνάμεις και αποκτήσουν μία ουσιαστι­κή και τουλάχιστον αποτρεπτική δύναμη και ικανότητα εξαλείψεως της επιθετικής βουλήσεως του αντιπάλου, η Ελλάδα στον χώρο της πολιτικής και της διπλωματίας, οφείλει να εμφανίσει μία ισχυρή νομική θεμελίωση του εδαφικού της καθεστώτος.

Να μειώσει τις σπατάλες προς πάσα κατεύθυνση. (πχ: πολιτικοί σύμβουλοι-τρωκτικά).

Να ενεργοποιήσει και πάλι τα lobbies των Ελλήνων του εξωτερικού. Αυτοί γνωρίζουν περισσότερα από τους εκάστοτε αρμοδίους του υπουργείου εξωτερικών, οι οποίοι δράττονται της κάθε ευκαιρίας για να μετατρέψουν τις αποστολές των σε ταξί­δια αναψυχής. Τα αρνητικά αποτελέσματα, των εν τη Εσπερία μεταβάσεων, αυτό μαρτυρούν.

Να ενεργοποιηθεί ο ξένος τύπος και όλα γενικώς τα media υπέρ των ελλη­νικών θέσεων, με χρήματα, που αξίζει να δαπανηθούν.

Επειδή η Ιστορία διαρκώς μας διδάσκει, ότι ουδεμία συμμαχία θα υποστηρίξει την Ελλάδα (ΕΕ-ΝΑΤΟ), εάν δεν υπάρχει εκ μέρους των εκτιμώμενο όφελος (και το συμφέρον τους σήμερα είναι προσανατολισμένο στην Τουρκία), εμείς οι στρατιω­τικοί, πρέπει να το εμπεδώσουμε, ότι η ουσιαστική μας αποστολή είναι η προς πόλε­μον προπαρασκευή.

Εμείς οι στρατιωτικοί, έχουμε το προνόμιο της εντιμότητος και της αληθινής μέριμνας προς την ιδέα αλλά και την ουσία της Ελληνικής Πατρίδος.

Αφήστε μια απάντηση