Blog

ΨΗΓΜΑΤΑ ΛΑΝΘΑΝΟΝΤΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟΥ

Πρόσφατο διπλωματικό επεισόδιο που δημιουργήθηκε σε ελληνοβουλγαρική στρατιωτική σύσκεψη στην Σόφια, δείχνει πόσο επίπλαστη και εύθραστη είναι η ηρεμία στις διακρατικές σχέσεις στα Βαλκάνια, ακόμη και μεταξύ χωρών που δεν ενεπλάκησαν σε διαμάχες τις τελευταίες δεκαετίες.     

      Σε προετοιμασία κοινής αεροπορικής άσκησης υπό την ονομασία «Θρακικός Αστήρ», προγραμματισμένη γιά τον ερχόμενο Ιούλιο, με αμερικανική μάλιστα συμμετοχή, εμφανίστηκε άνευ αποχρώντος λόγου ιστορικός χάρτης με την υποτιθέμενη πρόγονο της σημερινής Βουλγαρίας αρχαία Θράκη στα όρια οποίας συμπεριελαμβάνετο και η σημερινή Ελληνική Θράκη . Στον χάρτη μάλιστα εμφανιζόταν η Μακεδονία ως διακριτή, μη ελληνική οντότητα. 

    Και  η μεν παρεξήγηση ήρθη με απολογία και διόρθωση της βουλγαρικής πλευράς, αλλά έδειξε πόσο βαθειά ριζωμένες είναι, με παμπάλαιες ιστορικές μνήμες  και απωθημένα, ο αναθεωρητισμός και ο εθνικισμός στην περιοχή μας. Και πόσο εύκολα ανασύρονται από το υπέδαφος του συλλογικού υποσυνείδητου.

    Η Βουλγαρία, μετά την κατάληψη και κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τις ωμότητες από τις οποίες αυτή συνοδεύτηκε, δεν είχε ποτέ ξανά κάποια σοβαρή διατάραξη των σχέσεών της με την Ελλάδα. Η χώρα  προσαρτήθηκε το 1946 στην σοβιετική σφαίρα επιρροής και υπέστη την μοίρα όλων των κομμουνιστικών καθεστώτων: ανελευθερία, οικτρό βιοτικό επίπεδο, στέρηση στοιχειωδών ατομικών δικαιωμάτων. Αποκόπηκε δε ολοκληρωτικά από το διεθνές περιβάλλον, διότι με την Δύση (ιδιαίτερα την Γαλλία και την Γερμανία, με τις οποίες συνεδέετο διπλωματικά, πολιτιστικά και δυναστικά) την χώριζε το «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Η γειτονική Γιουγκοσλαυία ήρθε σε ρήξη με τον Στάλιν και ακολούθησε τον δικό της «αδέσμευτο δρόμο», ενώ ο Τίτο κατασκεύασε το μακεδονικό ψευδοκράτος, προβάλλοντας εδαφικές αξιώσεις επί της βουλγαρικής «Μακεδονίας του Πιρίν». Η Ρουμανία ακολούθησε πολιτική σχετικής αυτονομίας έναντι της σοβιετικής αυτοκρατορίας. Η Ελλάδα ήταν προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ, όπως και η Τουρκία.

    Στην γεωπολιτική της απομόνωση, η Βουλγαρία είδε μία αχτίδα φωτός από ελληνικής πλευράς. Μετά την επιστροφή του το 1974, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανέπτυξε εξαιρετικές και εγκάρδιες σχέσεις με τον κομμουνιστή ηγέτη Ζίφκωφ, ο Ανδρέας Παπανδρέου τις συνέχισε, ενώ υπήρξαν και σημαντικές επιστημονικές-πολιτιστικές ανταλλαγές. 

    Παρά ταύτα, στο εθνολογικό μουσείο της Σόφιας εξακολούθησε να είναι αναρτημένος στην είσοδο ο χάρτης της Μεγάλης Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου. Με την συνθήκη αυτή του 1878, ως συνέπεια της ρωσσικής νίκης επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  ανακηρύχθηκε η Βουλγαρία αυτόνομη ηγεμονία, συμπεριλαμβάνοντας ολόκληρη την σημερινή Βουλγαρία, την Μακεδονία (με το λιμάνι της Καβάλας), τις λίμνες Πρέσπες και την Αχρίδα, μέχρι τη γραμμή Καστοριάς – Βέροιας, πλην της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής. Η Συνθήκη αυτή ανετράπη λίγες εβδομάδες μετά στο Συνέδριο του Βερολίνου, οπότε περιορίστηκε η Βουλγαρία σε αμιγώς βουλγαρικά εδάφη. Εξακολουθεί όμως να στοιχειώνει το συλλογικό υποσυνείδητο των Βουλγάρων. Αλλά και ακόμη παλαιότερα ιστορικά γεγονότα, όπως η μαζική τύφλωση των Βουλγάρων στρατιωτών από τον Βασίλειο Β’ στο Κλειδί το 1014, μέχρι πιό πρόσφατα, όπως η «απώλεια» της Θεσσαλονίκης το 1912 και η βουλγαρική ήττα στον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο το 1913 προσδιορίζουν όπως φαίνεται το ανορθολογικό, ψυχικό υπόστρωμα των διμερών αντανακλαστικών.

    Η πολυδιάσπαση της αμερικανικής πολιτικής, η δραστηριοποίηση της ρωσσικής προς νότον, η εξασθένιση του κοινού ευρωπαϊκού οράματος, η κρίση της ελληνικής οικονομίας και η ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο λόγω των υδρογονανθράκων καθιστούν το περιβάλλον ευάλωτο σε επικίνδυνες φαντασιώσεις και αναβιώσεις, που σε εποχές νηνεμίας θεωρούνται γραφικότητες.

.

Αφήστε μια απάντηση