Blog

Μετά την Κοπεγχάγη …..τι ; Ο Γεωπολιτικός Στόχος της Κυπριακής Ευρωπαϊκής Προοπτικής Αντιστρατήγου ε.α. ΧΡ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

Μετά την Κοπεγχάγη …..τι ;

 

Ο Γεωπολιτικός Στόχος της Κυπριακής Ευρωπαϊκής Προοπτικής

 

Αντιστρατήγου ε.α. ΧΡ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ

 

Η Ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου υπήρξε αναμφισβήτητα το αποτέλεσμα μιας επιλογής «Εθνικής Στρατηγικής» πολύ πέρα από τις όποιες οικονομικές σκοπιμότητες και επιδιώξεις αφού η «πολιτική» διάσταση μιας τελικής ένταξής της στην Ε.Ε. θα είχε ιδιαίτερη σημασία από πλευράς «εθνικής ασφαλείας» υπό την ευρεία έννοια του όρου.

Είναι προφανές ότι η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. συνδέθηκε απ’ αρχής με την προσδοκία υλοποίησης του κυρίου εθνικού στόχου της Κυπριακής Δημοκρατίας που είναι η επίλυση του Κυπριακού προβλήματος υπό την έννοια της πολιτειακής συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων μέσα στο πλαίσιο της Ε.Ε., αντιμετωπιζόμενης έτσι αποτρεπτικά και με πολιτικά δεδομένα της συνεχώς υφισταμένης Τουρκικής απειλής.

 

Η Ένταξη

 

Η απόφαση της Κοπεγχάγης για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ αποτελεί αναμφισβήτητα μία επιτυχία Κύπρου και Ελλάδας αλλά η πολιτική λύση ως γνωστόν δεν επετεύχθη λόγω της κωλυσιεργίας Τ/Κ και Τουρκίας .

Η εξέλιξη αυτή από μίας πλευράς αναμφισβήτητα ευνοεί και συμφέρει την γενικότερη ελληνική στρατηγική αφού μελλοντικά η Ε/Κ πλευρά θα διαπραγματεύεται από αυξημένη θέση ισχύος έναντι της Τ/Κ ενώ η Τουρκίας θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να λαμβάνει υπόψη ότι τον Δεκέμβριο του 2004 όταν εξετασθεί και πάλι το θέμα καθορισμού ημερομηνίας έναρξης των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων η Κύπρος θα είναι πλέον πλήρες μέλος της ΕΕ .

Παρά το ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ θεωρείται «καθαρή» για την ελληνική πλευρά και αποσυνδεδεμένη από την πολιτική λύση του Κυπριακού, στα Συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Κορυφής της Κοπεγχάγης διατυπώνεται έντονα η ανάγκη επίλυσης του Κυπριακού ως σαφής προτίμησης για την ένταξη στην ΕΕ μιας ενωμένης Κύπρου ενώ ταυτόχρονα εκφράζεται η ικανοποίηση για την δέσμευση των Ε/Κ και Τ/Κ να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις με στόχο την συνολική διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου του 2003 με βάση τις προτάσεις του ΓΓ των ΗΕ.

Παράλληλα με την ίδια απόφαση φαίνεται ότι αντιμετωπίζεται η περίπτωση της μη διευθέτησης του προβλήματος αφού προνοεί ότι στην περίπτωση αυτή η εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου στο βόρειο τμήμα της νήσου αναστέλλεται .Ταυτόχρονα όμως καλεί την Επιτροπή σε συνεννόηση με την κυπριακή κυβέρνηση να εξετάσει τρόπους για να προωθηθεί η οικονομική ανάπτυξη του βορείου τμήματος της Κύπρου για να έλθει πιο κοντά στην Ένωση.

Η παραπάνω διατύπωση για «σαφή προτίμηση» δυνατόν να υπονοεί στην «διπλωματική» γλώσσα δεσμεύσεις της Ε/Κ πλευράς για την επίτευξη λύσεως νοουμένου τούτου ως προϋπόθεση για την ομαλή πορεία της Κύπρου μέχρι της τελικής έγκρισης της εντάξεως της και ίσως και μετά απ’ αυτή.

Η «πρόβλεψη» εξάλλου για εξαίρεση του βόρειου τμήματος από την εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου σε περίπτωση μη διευθέτησης του προβλήματος με ταυτόχρονη όμως πρόνοια για λήψη οικονομικών μέτρων ενίσχυσης πιθανόν ν’ αποτελεί προειδοποίηση και ταυτόχρονα δέλεαρ προς την Τ/Κ πλευρά με σκοπό επίσης την συναίνεση της στην προτεινομένη με το Σχέδιο Ανάν λύση.

Τα παραπάνω δημιουργούν σκεπτικισμό και προβληματίζουν σ’ ότι αφορά και τις προθέσεις της ΕΕ και τις πιθανές εξελίξεις προς την κατεύθυνση της επίτευξης λύσης.

Εκβιάζεται μήπως η λύση του προβλήματος με βάση το Σχέδιο Ανάν μέχρι του τέλους Φεβρουαρίου 2003 ; Είναι τελεσίδικη η «καθαρή» ένταξης της Κύπρου έστω και χωρίς την επίλυση του Κυπριακού; Μήπως επικρέμαται η απειλή της τελικής έγκρισης των ευρωπαϊκών κοινοβουλίων τα οποία δύσκολα θα αποδέχονταν μία Κύπρο με άλυτο το πολιτικό της πρόβλημα ;

Τι νόημα μπορεί να έχει η απόφαση για εξαίρεση του βορείου τμήματος σε περίπτωση μη διευθέτησης όταν λαμβάνονται ταυτόχρονα μέτρα για την οικονομική του ανάκαμψη με σκοπό την προσέγγιση του προς την Ένωση ;

Εάν η απόφαση εννοεί αυτά που διατυπώνονται ,ποιο θα είναι το σχήμα που θα λειτουργεί η Κυπριακή Δημοκρατία στα πλαίσια της ΕΕ και ποία θα είναι ή υπόσταση του βορείου τμήματος ; Θα συνεχίσει να υφίσταται η σημερινή διχοτομική κατάσταση και ταυτόχρονα θα απολαμβάνει τα οικονομικά οφέλη εκ της εντάξεως της Κύπρου;

Αυτά και πλήθος άλλων ερωτημάτων δημιουργούνται μετά την Κοπεγχάγη τα οποία δημιουργούν δικαιολογημένες ανησυχίες για τις μελλοντικές εξελίξεις προς την κατεύθυνση της επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος το οποίο παρά την αποσύνδεσή του από την τελική ένταξη της Κύπρου, εξακολουθεί να αποτελεί ένα ιδιαίτερα δυσεπίλυτο και ευαίσθητο πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσουν από κοινού Κύπρος και Ελλάς στο άμεσο μέλλον .

Αναμένεται κατά συνέπεια σκληρός αγώνα ώστε να αξιοποιηθεί η επιτυχία της ένταξης η οποία θα χάσει αναμφισβήτητα ένα μεγάλο μέρος της σημασίας της αν δεν οδηγήσει σε λύση του Κυπριακού προβλήματος.

Το βασικό ερώτημα κατά συνέπεια που προκύπτει μετά την Κοπεγχάγη είναι το κατά πόσον διαφαίνονται προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος με βάση το Σχέδιο Αναν με την προϋπόθεση πάντα ότι το σχέδιο αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία αν όχι δίκαια έστω ανεκτή και κυρίως βιώσιμη λύση .

 

Οι προοπτικές επίτευξης Συμφωνίας

 

Η επίτευξη Συμφωνίας μεταξύ Ε/Κ και Τ/ Κ μέχρι μάλιστα το τέλος Φεβρουαρίου του 2003 ακούγεται σαν ιδιαίτερα αισιόδοξη προοπτική αφού οι παράγοντες που υπεισέρχονται για την επίτευξη μιας πιθανής λύσης είναι αστάθμιστοι και αλληλοσυγκρουόμενοι οι δε μέχρι τώρα ενδείξεις δεν φαίνεται να συνηγορούν για την καλή πρόθεση των όλων των εμπλεκομένων και κυρίως της Τ/Κ και Τουρκικής πλευράς.

Η Ε/Κ πλευρά κατά τις διαδικασίες στην Κοπεγχάγη για την υπογραφή της Συνολικής Συμφωνίας του Σχεδίου Αναν παρά την «κατ’ αρχήν» θετική στάση που τήρησε ήταν εμφανές ότι επιδιώκει περαιτέρω διαπραγματεύσεις και σαφώς δήλωσε την άρνηση της να υπογράψει την συμφωνία αν δεν πράξει το ίδιο και η Τ/Κ πλευρά .

Τούτο σημαίνει ότι η στρατηγική της Ε/Κ _και προφανώς της ελληνικής –πλευράς αποβλέπει στην περαιτέρω βελτίωση του Σχεδίου Ανάν και κατά συνέπεια στην Κοπεγχάγη απέβλεπε στην αναβολή χωρίς να εκτίθεται σε μία ευθεία άρνηση εκτιμώντας ορθά ότι η αναβολή θα επιτυγχάνονταν χωρίς πολιτικό κόστος για την Ε/Κ πλευρά λόγω της αναμενόμενης αρνητικής θέσης των Τ/Κ.

Παρά λοιπόν την επιτυχία του παραπάνω πολιτικού ελιγμού στην Κοπεγχάγη είναι εμφανές ότι η Ε/Κ πλευρά έχει ενδοιασμούς για την υπογραφή του αναθεωρημένου Σχεδίου Ανάν το οποίο προφανώς δεν ανταποκρίνεται στις σχετικές προτάσεις της προς των ΓΓ του ΟΗΕ που έγιναν στις αρχές Δεκεμβρίου για αναθεώρηση του αρχικού σχεδίου.

Δημιουργείται λοιπόν το ερώτημα του κατά πόσον οι επιδιωκόμενες περαιτέρω διαπραγματεύσεις έχουν σκοπό την βελτίωση κάποιων όρων του Σχεδίου ή τίθεται θέμα βασικών διαφορών οι οποίες βρίσκονται πέραν του ορίου εθνικής ανοχής της Ε/Κ πλευράς .

 

Η Τ/Κ πλευρά ακολούθησε μέχρι τώρα μια πολιτική κωλυσιεργίας μεταφραζόμενη ως πολιτική Ντεκτάς δηλώνοντας αδυναμία αξιολογήσεως του σχεδίου λόγω συνθηκών και ανάγκη περαιτέρω διαπραγματεύσεων .

Από την άλλη πλευρά φάνηκε ότι η νέα Τουρκική πολιτική ηγεσία διαπραγματεύτηκε την ημερομηνία ενάρξεως των ενταξιακων της διαπραγματεύσεων με την λύση του κυπριακού και τελικά μη ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα καλύφθηκέ πίσω από την αρνητική θέση της Τ/Κ πλευράς .

Στην ουσία όμως έγινε αντιληπτό ότι η Τουρκική πολιτική ηγεσία το πιθανότερο αντιμετώπισε την αντίδραση των σκληροπυρηνικών του στρατιωτικού κατεστημένου σ’ ότι αφορά την αποδοχή του Σχεδίου μετά και την αποτυχία της να εξασφαλίσει την επιθυμητή ημερομηνία προ του Μαΐου του 2004

Είναι εξ άλλου αμφίβολο το κατά πόσον η καλή πρόθεσή της που άφησε να διαφανεί υπήρξε πράγματι ειλικρινής ή μήπως αποτελούσε πολιτικό ελιγμό για την εξασφάλιση της επιθυμητής ημερομηνίας των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων που σημαίνει ότι πιθανόν να υπάρχει στο θέμα κοινή γραμμή μεταξύ πολιτικής ηγεσίας της Τουρκίας ,σκληροπυρηνικών και Ντεκτάς .

Τούτο διότι γεωπολιτικά ,παραμένει το ερωτηματικό του κατά πόσον η Τουρκία είναι πρόθυμη ν’ ανταλλάξει τα στρατηγικά πλεονεκτήματα που εξασφάλισε με την εισβολή του 1974 και την κατοχή του βορείου τμήματος στην Κύπρο έναντι κάποιων ασαφών και αμφισβητουμένων προοπτικών ένταξης της τουλάχιστον με βάση την μέχρι τώρα στάση της ΕΕ.

Εξ άλλου και αν ακόμη γίνει αποδεκτό ότι η νέα Τουρκική κυβέρνηση βρίσκεται σε σύγκρουση με το στρατιωτικό κατεστημένο για την στάση που πρέπει να ακολουθηθεί στο Κυπριακό ,φαίνεται ιδιαίτερα αισιόδοξο μετά και τα πενιχρά πολιτικά αποτελέσματα στην Κοπεγχάγη να επιβάλει μέχρι του Φεβρουαρίου θέσεις που θα οδηγήσουν σε αποδοχή του Σχεδίου Ανάν.

Τέλος παρά τις εκδηλωθείσες λαϊκές αντιδράσεις κατά της πολιτικής Ντεκτάς στα κατεχόμενα η φημολογούμενη επικείμενη αλλαγή της Τ/Κ ηγεσίας φαίνεται απίθανη όσο η πολιτική Ντεκτας στηρίζεται από το στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας.

Αλλά και αν ακόμη έχουμε μία αλλαγή της πολιτικής ηγεσίας των Τ/Κ, θα πρέπει πολύ προσεκτικά να εκτιμηθούν οι λόγοι διότι είναι δυνατόν να αποτελεί ένα πολιτικό ελιγμό δήθεν «καλής διάθεσης» με σκοπό το κέρδος χρόνου χωρίς τούτο να σημαίνει μία πραγματική αλλαγή πολιτικής επί του θέματος.

Συμπερασματικά το πιθανότερο είναι να προσέλθεί η Τ/Κ ηγεσία στις διαπραγματεύσεις για τις διαπραγματεύσεις και με πραγματικό σκοπό να ναυαγήσει η προσπάθεια για λύση του Κυπριακού προκαλώντας έτσι ταυτόχρονα και προβλήματα στην περαιτέρω ομαλή πορεία της Κύπρου στην ΕΕ.

 

Το Σχέδιο Ανάν

 

Παρά το ότι αναγνωρίζεται ότι Σολωμόντια λύση για την επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος δεν υπάρχει , το Σχέδιο Ανάν αναμφίβολα αν εξετασθεί υπό το πρίσμα των ιστορικών δεδομένων του όλου προβλήματος και χωρίς τον παράγοντα ΕΕ, θα έπρεπε ασυζητητί να απορριφθεί από την Ε/Κ πλευρά αφού είναι φανερό ότι θα δημιουργούσε κατά την εφαρμογή του σοβαρά και δυσεπίλυτα προβλήματα και αδιέξοδα τα οποία μπορεί να οδηγήσουν όχι μόνο στην αποτυχία της όλης προσπάθειας αλλά και σε απρόβλεπτες και ανεξέλεγκτες καταστάσεις..

Παρά τα παραπάνω η αναμφίβολη διασύνδεση του Σχεδίου με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ δημιουργεί την ελπίδα ότι η δυναμική που θα αναπτυχθεί μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο θα οδηγήσει σε ένα ιστορικό συμβιβασμό τις δύο κοινότητες ώστε τελικά προς χάριν του κοινού συμφέροντος να ξεπεράσουν τις αδυναμίες του Σχεδίου ώστε να αποτελέσει τελικά μία βιώσιμη λύση.

Η τελική μορφή του Σχεδίου μετά και τις εξελίξεις της Κοπεγχάγης δεν έχει συγκεκριμενοποιηθεί .

Γεγονός είναι ότι και οι δύο πλευρές ζήτησαν συνέχιση των διαπραγματεύσεων και κατά συνέπεια δεν αποδέχονται το σχέδιο ως έχει .

Ανεξάρτητα των παραπάνω και με δεδομένο ότι πέραν από τις προθέσεις τα διαπραγματευτικά όρια των δύο πλευρών δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθούν , μία προσέγγιση των αδυναμιών του σχεδίου θα μπορούσε να διαγράψει και τις πιθανότητές του για αποδοχή αλλά και τα σημεία εκείνα που μπορεί να αποδειχθούν καταλυτικά για την επιτυχία της υλοποποίησής του εάν τελικά γίνει αποδεκτό.

Σε γενικές γραμμές:

Το Σχέδιο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.

Κινείται περισσότερο προς την ικανοποίηση των Τ/Κ θέσεων και επιδιώξεων παρά εκείνων της Ε/Κ .Ειδικότερα διέπεται σαφώς από την αντίληψη της κατοχυρώσεις της Τ/Κ πλευράς έναντι της Ε/Κ κυρίως σ’ ότι αφορά τα θέματα ισοτιμίας έναντι της Ε/Κ πλευράς , ασφαλείας και εξασφάλισης της διζωνικότητας .

Με την εφαρμογή του η Ε/Κ πλευρά θα ωφεληθεί κυρίως σ’ ότι αφορά την επιστροφή εδαφών , την επιστροφή μέρους των Ε/Κ προσφύγων και την απομάκρυνση του μεγαλυτέρου μέρους των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής.

Η Τ/Κ πλευρά επιτυγχάνει τον βασικό της στόχο δηλαδή τον διαχωρισμό και την νομιμοποίηση του Τ/Κ κράτους ενώ παράλληλα εξασφαλίζει την ισότιμη συμμετοχή της στη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία ουσιαστικά με δικαίωμα VETO,την διατήρηση ενός σημαντικού μέρους των εποίκων αν όχι του συνόλου και την διατήρηση και βελτίωση των Συνθηκών Εγγυήσεων και Συμμαχιών που μεταφράζεται σε μία σημαντική για τα μέτρα της Κύπρου Τουρκική στρατιωτική παρουσία και νομιμοποίηση της Τουρκίας ως εγγυήτριας δύναμης.

Από τις προβλέψεις του Σχεδίου θα αναφερθούν μόνο οι σοβαρότερες που δημιουργούν σοβαρές επιφυλάξεις για την βιωσιμότητα της λύσης αλλά και ανησυχίες για τυχόν αδιέξοδα που μπορεί να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις που θα αποβούν τελικά σε βάρος της Ε/Κ κοινότητας.

 

 

 

 

Η Λειτουργία του Κράτους

 

Η λειτουργία του «κοινού κράτους» σ’ ότι αφορά την νομοθετική και εκτελεστική εξουσία στα επίπεδα του Προεδρικού Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου(Γερουσία και Βουλή) στηρίζεται απόλυτα στην συναίνεση της Τ/Κ πλευράς μεταφραζόμενη στην ανάγκη συμφωνίας ενός τουλάχιστον Τ/Κ Υπουργού στο Προεδρικό Συμβούλιο και του ¼ των Τ/Κ Γερουσιαστών στο Κοινοβούλιο για την λήψη οποιασδήποτε απόφασης. Τούτο μπορεί να οδηγήσει στην παράλυση της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων από τα βασικά και υπεύθυνα θεσμικά όργανα και να απαιτεί μία συνεχή παραπομπή των διαφωνιών στο Ανώτατο Δικαστήριο στο οποίο ουσιαστικά θα αποφασίζουν οι τρεις ξένοι με την Κύπρο Δικαστές οι οποίοι προφανώς δεν θα έχουν ουδεμία πολιτική ευθύνη για τις αποφάσεις τους

Η συμπροεδρία των κ.κ Κληρίδη και Ντεκτάς εξάλλου κατά την μεταβατική περίοδο των 2 ¼ ετών με εναλλαγή στον ρόλο του αρχηγού του κράτους τον πρώτο χρόνο ανά μήνα και προϋπόθεση λήψεως αποφάσεων με ομοφωνία δημιουργεί πολλές επιφυλάξεις για την δυνατότητα ουσιαστικής αντιμετώπισης των προβλημάτων που είναι φυσικό κατά την μεταβατική περίοδο να είναι τα πλέον σοβαρά και δυσεπίλυτα. .

 

Η Ασφάλεια

 

Η διατήρηση σε ισχύ της Συνθήκης Εγγυήσεων του 1960 και μάλιστα η επέκταση του ρόλου των Εγγυητριών Δυνάμεων –εν προκειμένω της Τουρκίας-για την ανεξαρτησία ,την εδαφική ακεραιότητα ,την ασφάλεια και την συνταγματική τάξη όχι μόνο του κοινού κράτους άλλα και των συστατικών κρατών δίνει στην Τουρκία ,κράτος μη μέλος της ΕΕ , το δικαίωμα παρέμβασης σε έδαφος της ΕΕ και μάλιστα μονομερώς στο Ε/Κ συστατικό κράτος αν κρίνει ότι παραβιάζεται για παράδειγμα η συνταγματική τάξη.

Το δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με την προβλεπομένη αποστρατικοποίηση της νήσου , τις γνώστες στρατιωτικές δυνατότητες της Τουρκίας για επέμβαση στην Κύπρο και την ιστορικά αποδεδειγμένη τουρκική πολιτική της χρήσεως στρατιωτικής ισχύος θα πρέπει να ανησυχεί τόσο την Ε/Κ πλευρά όσο και την Ελλάδα

Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ αφ’ εαυτής δεν παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας στην Κύπρο από ένα τέτοιο σενάριο

.Εάν η Τουρκία εξακολουθεί να αποτελεί απειλή για την Ελλάδα κράτος μέλος της ΕΕ από εικοσαετίας γιατί άραγε πρέπει να υποθέσουμε ότι δεν θα αποτελεί απειλή για την Κύπρο

Η Ελλάς εξ’ άλλου περάν του ότι εξακολουθεί να είναι μια των εγγυητριών δυνάμεων είχε και έχει αυτονόητη εθνική υποχρέωση για την υποστήριξη της Κύπρου σε μία τυχόν τέτοια δυσμενή εξέλιξη πολύ δε περισσότερο εάν η νήσος αποστρατικοποιηθεί.. Κατά συνέπεια κάθε εφησυχασμός και υιοθέτηση της άποψης περί μη υπάρξεως τουρκικής απειλής σε περίπτωση που θα επιτευχθεί λύση αποτελεί ιδιαίτερα επικίνδυνη αντίληψη. Η Ελλάς μέχρι τουλάχιστον να αποδειχθεί ότι η οποιαδήποτε λύση είναι βιώσιμη δεν θα πρέπει να αλλάξει ούτε κατ’ ελάχιστον το αμυντικό δόγμα της για το Κυπριακό αλλά αντίθετα να το προσαρμόσει στα πιθανά «ενδεχόμενα» που θα δημιουργήσουν τα νέα δεδομένα.

Η αναθεωρημένη εξ’ άλλου πρόβλεψη της Συνθήκης Συμμαχιών του 1960 για παραμονή σε κάθε συστατικό κράτος Ελληνικών και Τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων αντίστοιχα αριθμουμένων από 2500 μέχρι 7500 άνδρες και μάλιστα εξοπλισμένων με κύρια οπλικά συστήματα όπως Μέσα Άρματα, ΤΟΜΑ με πυροβόλο μέχρι 25 χιλ,Ρ/Μ πυροβόλα μέχρι 155χιλ και μέσα Α/Α Άμυνας SHORADS μέχρι 7000μ δίνει την δυνατότητα στην Τουρκική πλευρά -αν μάλιστα η σχετική πρόβλεψη δεν εννοεί ίσο αριθμό δυνάμεων και μέσων και από τις δύο πλευρές- να οργανώσει μία δύναμη επιπέδου ενισχυμένης Ταξιαρχίας ή και Μεραρχίας(7.500 άνδρες) με σοβαρές δυνατότητες άμεσης στρατιωτικής παρέμβασης στην αποστρατικοποιημένη Κύπρο εφ όσον βέβαια η ελληνική πλευρά δεν αναπτύξει ανάλογη Δύναμη για να εξασφαλίσει την αναγκαία ισορροπία .

 

Μετά την Κοπεγχάγη

 

Μετά Κοπεγχάγη λοιπόν η πιθανή λύση στηρίζεται στην διαπραγματευτική διαδικασία με :

Tην Ε/Κ και ελληνική πλευρά πρόθυμη μεν αλλά επιφυλακτική άγνωστο μέχρι ποίου σημείου .

Tην Τ/Κ καταρχήν αρνητική και πάντα αδιάλλακτη.

Tην Τουρκική με ομιχλώδεις τις πραγματικές επιδιώξεις της που είναι δύσκολο να εκτιμηθούν στο πλαίσιο του ρευστού και αστάθμιστου εσωτερικού πολιτικού της μετώπου. Σε κάθε περίπτωση όμως με διαφαινόμενες μικρές προοπτικές για μία εποικοδομητική θέση που θα επηρεάσει την Τ/Κ πλευρά και θα οδηγήσει στην αποδοχή του σχεδίου.

Την ΕΕ να «επιθυμεί» λύση το συντομότερο και να πιέζει έμμεσα και τις δύο πλευρές.

Πιθανές πιέσεις και υπερ της Τουρκικής θάσης πιθανόν να ασκήσουν και οι ΗΠΑ

Με αυτές τις προϋποθέσεις η προοπτική για επίτευξη συμφωνίας με βάση το Σχέδιο Ανάν δεν φαίνεται ιδιαίτερα αισιόδοξη χωρίς να σημαίνει ότι θα πρέπει να αποκλεισθεί.

Σ΄ ότι αφορά αυτό τούτο το Σχέδιο Αναν είναι φανερό ότι τουλάχιστον η Ε/Κ πλευρά έχει συνειδητοποιήσει τις αδυναμίες του και τους εξ αυτών κινδύνους και επιδιώκει δια των διαπραγματεύσεων την αντιμετώπιση τους, αδυναμίες όμως που αποτελούν ταυτόχρονα τις διαπραγματευτικές επιδιώξεις της Τ/Κ πλευράς αφού στην ουσία αφορούν τους βασικούς άξονες του Σχεδίου όπως είναι το θέμα της ισότιμης δομής και λειτουργίας του κράτους και της ασφάλειας.

Με δεδομένο δε ότι ο ΓΓ δεν φαίνεται να προτίθεται να προβεί σε ριζικές αλλαγές του Σχεδίου μετά μάλιστα και από την πρόσφατη αναθεώρηση του δεν θα πρέπει να αναμένονται θεαματικά αποτελέσματα. μέχρι του Φεβρουαρίου του 2003.

Εκτιμάται κατά συνέπεια ότι οι δύο πλευρές θα κληθούν τότε να αποδεχθούν το Σχέδιο Αναν με ελάχιστες ίσως τροποποιήσεις κυρίως επί τεχνικών θεμάτων χωρίς καμία ουσιαστική αλλαγή στα προαναφερθέντα θέματα της λειτουργίας του κράτους και της ασφαλείας .

Στην περίπτωση αυτή, έστω και αν η Τ/Κ πλευρά αποδεχθεί το Σχέδιο , η κυπριακή κυβέρνηση κατά κύριο λόγο αλλά και η Ελλάς θα πρέπει πολύ προσεκτικά να σταθμίσουν τι κερδίζει τελικά η Ε/Κ πλευρά ,τι χάνει και σε ποιους μελλοντικούς κινδύνους μπορεί να οδηγηθεί και ανάλογα να ληφθούν αποφάσεις.

Σε κάθε περίπτωση, ασφαλώς και θα πρέπει να επιδιώκεται η αξιοποίηση της επιτυχίας της ένταξης χωρίς όμως τούτο να σημαίνει ότι η όποια λύση θα πρέπει να γίνει αποδεκτή προς χάριν της ένταξης αλλά αντίθετα η ένταξη θα πρέπει να λειτουργήσει προς χάριν της λύσης .

Αφήστε μια απάντηση