ΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΙΑΚΟ

ΤΟ  ΔΥΤΙΚΟ  ΖΗΤΗΜΑ: ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ  ΚΑΙ  ΚΥΠΡΙΑΚΟ 

Η στρατηγική διάζευξη της πραγματικότητας από την επίσημη πραγματικότητα

Δρ Γεώργιος Μούρτος*

Δρ Φώτιος Μουστάκης**

 

Όπως κατά κανόνα συμβαίνει στη ζωή, για να πάει κανείς μπροστά πρέπει να βλέπει όσο το δυνατόν καλύτερα και μακρύτερα στο παρελθόν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ορόσημο είναι το 1922, χρονιά έκδοσης του πολύκροτου βιβλίου του καθηγητή του King’s College-London, Arnold J. Toynbee, TheWesternQuestioninGreeceandTurkey. A Study in the Contact of Civilisations, London: Constable & Company Ltd.

Το βιβλίο παραμένει επίκαιρο, καθώς η σχέση της Δύσης με την ευρύτερη περιοχή μας παραμένει άκρως προβληματική. Καίρια πτυχή αυτής της προβληματικής είναι η ελληνοτουρκική κρίση που βαίνει συνεχώς κλιμακούμενη, διότι εκλαμβάνεται από τη Δύση ως διμερές ζήτημα, δυνάμενο να θεραπευτεί με διάλογο.

Τα Ελληνο-Τουρκικά, θεωρούμενα ως μια τυπική αντιπαράθεση μεταξύ δύο κρατών, οδηγούνται σε αδιέξοδο και η επίλυσή τους είναι εκτός των δυνατοτήτων ακόμα και του ΝΑΤΟ, της πλέον ισχυρής, μεταπολεμικά, στρατιωτικής συμμαχίας στην οποία Ελλάδα και Τουρκία είναι μέλη.

Στην ελληνοτουρκική εξίσωση συνυφαίνονται το «Θρακικό», το «Αιγαιακό» και το «Κυπριακό», τα οποία προσεγγίζονται σε διμερή βάση, στο πλαίσιο αναζήτησης μιας λύσης που παραμένει εγγενώς ανεπίλυτη.      

 

Διάδοχοι και αποκλίσεις

Για να κατανοηθεί το ανεπίλυτο των Ελληνοτουρκικών ως διμερούς ζητήματος, πρέπει να ανατρέξουμε στην εμφάνιση δύο αυτοκρατοριών που εκπροσωπούν δύο διαφορετικούς πολιτισμούς, την Ανατολικορωμαϊκή –γνωστή ως Βυζαντινή- και την Οθωμανική.

Οι διάδοχοι αυτών των αυτοκρατοριών είναι η Ελλάδα και η Τουρκία. Αμφότερες, είχαν να αντιμετωπίσουν την εχθρότητα της Ρώμης. Η Ελλάδα ως Ορθόδοξη, θεωρείτο «αιρετική», γι΄ αυτό έπρεπε να υποταγεί και η Τουρκία, ως Ισλαμική, να εξημερωθεί.

Βέβαια, τα αίτια είναι βαθύτερα. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν μια διπλή αυτοκρατορία με τους Ρωμαίους να κατέχουν την πολιτική και στρατιωτική εξουσία και τους Έλληνες την πολιτισμική ηγεμονία.

Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, οι Έλληνες όχι μόνο οικειοποιήθηκαν τη ρωμαϊκότητα και θα γίνουν Ρωμαίοι (Ρωμιοί, όπως μέχρι σήμερα αποκαλούνται στον αραβικό κόσμο και την Τουρκία), επιμένοντας σε αυτή την ονομασία για 1400 χρόνια, αλλά και τους Δυτικούς τους αποκαλούσαν υποτιμητικά Λατίνους.

Ήδη από τον Μέγα Αλέξανδρο, η ελληνική ταυτότητα από φυλετική και πολιτοκρατική (πόλις-κράτος) μεταβάλλεται σε οικουμενική. Ο αρχαιοελληνικός και χριστιανικός λόγος γίνεται οικουμενική αντίληψη με την ελληνομάθεια στη Δύση να αποτελεί κριτήριο ανώτερου πολιτισμού. Ο Πατριάρχης γίνεται Οικουμενικός και η πρωτεύουσα, η μία και μοναδική Πόλη, όπως αποκαλείτο, γίνεται κοσμόπολη.

Μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας, η «Ρώμη» παίρνει τη μεγάλη εκδίκηση. Οι οικουμενικοί Ρωμιοί γίνονται Έλληνες και στη νεοσύστατη χώρα επιβάλλεται το δυτικό πρότυπο του έθνους-κράτους, με εισαγόμενους θεσμούς και βασιλείς, ξενόδουλα κόμματα, «εθνική» Εκκλησία και εκδυτικισμένη κυβερνώσα ελίτ.

Συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι η Ελλάδα απέκτησε ανεξαρτησία αλλά όχι κυριαρχία, και παραμένει μέχρι σήμερα εκδυτικιζόμενη, παρά τις εμμονές των ελίτ πολιτών της να επενδύσουν τις τύχες του λαού στην αφομοίωσή του από τη Δύση. Για τον λόγο αυτό, ο ελληνικός συλλογικός χαρακτήρας προσέλαβε μια ανεπαίσθητη επιπολαιότητα και έλλειψη γνησιότητας λόγω της μεταπρατικής αντίληψης, που κατέστη εγγενές χαρακτηριστικό του, σε προϊόντα, υπηρεσίες, ιδέες και στη διοίκηση του κράτους.

Στην Τουρκία επιφυλάχθηκε διαφορετική μεταχείριση για την ένταξή της στη Δύση, με διαφορετικό ρόλο, αυτό του προκρούστη της Ρωσικής επέκτασης στην πετρελαιοφόρο Μέση Ανατολή, καθώς και του εκκοσμικευμένου κράτους ως χώρας πρότυπου για ολόκληρο τον μουσουλμανικό κόσμο. Διατήρησε, ωστόσο, τα ανατολικά χαρακτηριστικά της με συνέπεια να αναπτύξει αντί κοσμικότητα, μια νέα μορφή Ισλάμ, το τουρκο-ισλαμικό που είναι ακραία εθνικιστικό και επεκτατικό.

Η Τουρκία αποδέχθηκε ασμένως τον νέο της ρόλο, εξασφαλίζοντας από τη Δύση κατευνασμό και ήμερη αντιμετώπιση  σε κάθε αξίωση και ακραία συμπεριφορά της, που σήμερα ακόμα δικαιολογούνται ως νόμιμες εθνικές ανησυχίες για την ασφάλεια και τα συμφέροντα της. Ως εκ τούτου, όλοι οι δυτικοί φορείς παραμένουν «ουδέτεροι» στη συνεχή παρεμβατική πολιτική της όπως είναι οι συχνοί βομβαρδισμοί στόχων στο Ιρακινό Κουρδιστάν, η στρατιωτική της εμπλοκή στη Συρία και τη Λιβύη και, βεβαίως, οι ακόρεστες αξιώσεις της στη Ν.Α. Μεσόγειο.

Ο εκδυτικισμός της Τουρκίας έγινε a la turca, γι΄ αυτό παραμένει ατμοσφαιρικός με έντονα στοιχεία αντι-δυτικισμού. Την ενσωμάτωσή της στη Δύση δεν την ανέλαβαν οι Δυτικές δυνάμεις, όπως στην Ελλάδα, αλλά οι δυτικοτραφείς εθνικιστές/νεωτεριστές (Νεότουρκοι) και ο δημιουργός του νεοσύστατου κράτους, ο Κεμάλ Ατατούρκ.

Ωστόσο, το κράτος αυτό δεν ανταποκρίνεται μέχρι σήμερα στις δυτικές προσδοκίες εκδυτικισμού του, διότι παρέμεινε πολυεθνικό, με συνέπεια να αδυνατεί να απελευθερωθεί από τον οθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό και συγκεντρωτικό αυταρχισμό.

Η μετεξέλιξη του Τουρκικού κράτους σε κράτος-έθνος, επιχειρήθηκε μία και μοναδική φορά, με τη Συνθήκη των Σεβρών (υπογράφηκε στη γαλλική πόλη Serves, το 1920) που επιδίωξε τον εξορθολογισμό της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με βάση την εθνολογική της βάση και θα περιόριζε την Τουρκία στο φυσικό της μέγεθος.

Όταν αυτό δεν υλοποιήθηκε, το καθεστώς προχώρησε στις βίαιες εθνοκαθάρσεις των πιο δυναμικών εθνικών ομάδων (Ελλήνων, Αρμενίων, Ασσυρίων), όπως τεκμηριώνεται στο πολυσέλιδο πόνημα των Ισραηλινών ακαδημαϊκών Benny Morris & Dror Ze’evi, The Thirty Year Genocide: Turkey’s Destruction of its Christian Minorities, 1894-1924,Cambridge, Massachusetts and London: Harvard University Press, 2019.

Οι εν λόγω εθνοκαθάρσεις εντάσσονται σε μια διαχρονική πολιτική πολιτισμικού εξαγνισμού, με πρόσφατο παράδειγμα την επανισλαμοποίηση του συμβόλου της Ορθοδοξίας, της Αγιάς Σοφιάς.

Τέτοιες ενέργειες έχουν βαθύτατο γεωπολιτικό συμβολισμό, διότι εισάγουν μια νέα θεώρηση εθνικής κυριαρχίας, τη θρησκευτική. Σύμφωνα με αυτή, η τουρκική κυριαρχία παραμένει ανολοκλήρωτη μέχρις ότου η θρησκεία αποκατασταθεί στη θέση που της αρμόζει. Επομένως, εθνικός στόχος κατέστη η γεωγραφική επέκταση, ώστε να συμπεριληφθούν στο πολυεθνικό τουρκικό κράτος τα «πνευματικά σύνορα» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η «Μπλε Πατρίδα», η οποία περιλαμβάνει τη Μεσόγειο, την Ερυθρά και τη Μαύρη Θάλασσα.  

Πρόκειται για τη χαρακτηριστική περίπτωση χώρας που επιζητά με ποικίλους τρόπους και επεκτατικές μεθόδους να εξισορροπήσει το εθνικό της έλλειμμα με την υπερδιόγκωση του κράτους. Οι μακρείς βραχίονες κρατικής ισχύος είναι το στράτευμα και η διάδοχος του κατηργημένου Χαλιφάτου, η Διεύθυνση Θρησκευτικών Θεμάτων (Diyanet). Η τελευταία, που υπάγεται κατευθείαν στον Πρόεδρο της χώρας, έχει στη διάθεσή της έναν τεράστιο ετήσιο προϋπολογισμό που αντιστοιχεί με το άθροισμα των ετήσιων προϋπολογισμών των Υπουργείων Εξωτερικών, Ενέργειας, Πολιτισμού και Τουρισμού με σκοπό την προβολή του Τουρκικού Ισλάμ παγκοσμίως. 

 Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται η καθιέρωση της Τουρκικής «οικουμενικότητας», με κύριο θύμα το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που το έχει υποβαθμίσει σε ενοριακό θεσμό για την εξυπηρέτηση της φθίνουσας κοινότητας των ολιγάριθμων Ελλήνων της Πόλης.

Εγγενείς παθογένειες

Η περιφερειακή αστάθεια και η αδυναμία συμφιλίωσης της Δύσης με την ευρύτερη περιοχή, οφείλονται στο γεγονός ότι η Συνθήκη των Σεβρών δεν εφαρμόστηκε και υποκαταστάθηκε από τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923), που αποτελεί το νομικό όχημα μετάβασης της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο πολυεθνικό τουρκικό κράτος. Η ισλαμική ταυτότητα του πληθυσμού δεν είναι αρκετή για τη δημιουργία εθνικής ομοιογένειας, όπως αποδεικνύεται με την ένοπλη αντίδραση των Κούρδων, καθώς και την αυταρχική δομή του κράτους που έχει διαποτίσει με τοξικότητα την τουρκική σκέψη και συμπεριφορά, παρόμοια με αυτή που χαρακτήριζε την οθωμανική  περίοδο.

Με την επιλογή της Λωζάνης, η Δύση επανέλαβε το ίδιο στρατηγικό λάθος που έκανε μετά τη λήξη της δεύτερης πολιορκίας της Βιέννης, το 1683, από τους Τούρκους. Αντί να προχωρήσει στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προτιμήθηκε η διατήρησή της μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ως το προπύργιο μεταξύ της Ευρώπης και της Ρωσίας, παρά το γεγονός ότι θεωρείτο ο «Μεγάλος Ασθενής» της Γηραιάς Ηπείρου.    

Αποδεικνύεται πως η Δύση, όχι μόνο αδυνατεί να κατανοήσει τα πραγματικά αίτια της περιφερειακής αστάθειας αλλά υποδαυλίζει τη διαιώνισή της με τη διατήρηση των δύο παθογενειών που χαρακτηρίζουν την Τουρκία.

Η πρώτη είναι πολιτική και η δεύτερη γεωπολιτική. Αναφορικά με την πρώτη, οι συγκρίσιμες περιπτώσεις είναι οι αυτοκρατορικές Γερμανία και Ιαπωνία, οι οποίες αναδείχθησαν σε συστημικές χώρες μόνο μετά την επιβολή έξωθεν συντάγματος και τη διατήρηση στρατεύματος στο κατώτερο δυνατό επίπεδο, το οποίο ελέγχεται από τη μαζική συμμαχική στρατιωτική παρουσία. Με τον τρόπο αυτό αναδείχθηκε μια ελίτ εκδυτικισμένη και ειρηνόφιλη, αποφορτισμένη από το αυτοκρατορικό της μεγαλείο, που διοχετεύει τον δυναμισμό της στην ανάπτυξη. Αυτή η θεραπευτική πολιτική δεν εφαρμόστηκε στην Τουρκία.

Η δεύτερη τουρκική παθογένεια, είναι γεωπολιτική. Η Τουρκία, λόγω γεωγραφικού και πληθυσμιακού μεγέθους, καθώς και στρατηγικής θέσης, διαθέτει μια γεωπολιτική ορμή που δεν τιθασεύεται από καμία εγχώρια πολιτική δύναμη, όσο φιλειρηνική και αν αυτή μπορεί να είναι.

Το μέγεθός της, σε συνδυασμό με τις αυτοκρατορικές εμμονές και το επιθετικό ισλαμοεθνικιστικό χαρακτήρα της, την αναδεικνύουν σε ακόρεστη δύναμη επιβολής έναντι όλων των υπόλοιπων κρατών της ευρύτερης περιοχής που συνθέτουν ένα πλέγμα ισομετρίας, καθόσον είναι ισοδύναμες χώρες.

Η Ελλάδα ως κράτος-μέλος όλων των ισχυρών συμμαχιών, αδυνατεί να παρακολουθήσει την Τουρκία, πολλώ δε μάλλον να την αντιμετωπίσει ως γεωπολιτική απειλή, διότι παραδόθηκε στο μύθευμα της ευρωπαϊκότητας και συμμαχικής αλληλεγγύης, που μεταφράζεται σε οδυνειρή έλλειψη στρατηγικής κουλτούρας και, ως εκ τούτου, αδυνατεί να εκμεταλλευτεί την παγκόσμια μοναδικότητά της ως η χώρα που συνδέει τις τρεις σημαντικότερες στρατηγικά ηπείρους (Ευρώπη-Ασία-Αφρική). Η Ελλάδα θα οδηγήσει στη γεωπολιτική έκλειψη του Ελληνισμού εάν συνεναίσει στη de jure γκριζοποίηση του Αιγαίου, διότι θα εκχωρήσει στην Τουρκία των επήλυδων το προαιώνιο προνόμιο της στρατηγικής μοναδικότητάς της.

Ο συστημικός ανταγωνιστής

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι με κριτήρια γεωπολιτικής, η Τουρκία, όπως και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, αποτελεί «συστημικό αντίπαλο» της Δύσης και όχι απλώς δύσκολο εταίρο που μπορεί να εξευμενιστεί με συμμαχικές διευθετήσεις (ΝΑΤΟ, ΕΕ), διαλόγους (Αιγαιακό, Κυπριακό) και συμφωνίες (ΜΟΕ, Σχέδιο Ανάν).

Και αυτός ο ανταγωνιστής ανατροφοδοτεί και γιγαντώνει την αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή και αποδυναμώνει τη Δυτική επιρροή με τους ακόλουθους τρόπους: Πρώτον, με την αυτοπεριοριστική και εξωπραγματική στάση τής πολιτικής τάξης του κρατικού Ελληνισμού που αντιμετωπίζει την Τουρκία υπό το πρίσμα μιας φαντασιακής διεθνούς νομιμότητας και όχι της γεωπολιτικής πραγματικότητας, επιμένοντας να προσβλέπει στους τρίτους, και δη στην Ευρώπη του Βερολίνου και των Βρυξελλών, για να την εξημερώσουν.

Δεύτερον, ο αγγλοσαξονικός κόσμος αδυνατεί και αυτός να εξημερώσει την εγγενώς αντιδυτική Τουρκία, διότι εμμένει στην παρωχημένη γεωπολιτική άποψη που τη θέλει ανάχωμα στην επεκτατικότητα της Ρωσίας προς τα θερμά νερά, παρότι αυτή κατ΄ επανάληψη τον διαψεύδει ως ο αθεράπαυτα «επιτήδειος ουδέτερος» λόγω της ασιατικής ψυχής και του ευρασιατικού προσανατολισμού της.

Τρίτον, η Τουρκία διαμορφώνει την εξωτερική της πολιτική με βάση την ισλαμιστική της ατζέντα, φιλοδοξώντας να μετατραπεί στη μόνη χώρα που μπορεί να ηγηθεί τον Μουσουλμανικό κόσμο  (Erdogan, Yeni Safak, 15 Οκτωβρίου, 2018). Μια τέτοια φιλοδοξία, εάν αφεθεί να υλοποιηθεί, θα οδηγήσει στην περιθωριοποίηση των Αράβων, σε μια νέα απειλή για το κράτος του Ισραήλ, στη ριζοσπαστικοποίηση των νόμιμων μουσουλμάνων μεταναστών στην Ευρώπη και θα την αναδείξει σε χώρα που δεν διστάζει να εργαλειοποιεί τη μαζική παράνομη μετανάστευση ως «όπλο» πολιτικού εκβιασμού. 

Δέον γενέσθαι

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, δεν αποτελούν ζητήματα του κρατικού Ελληνισμού αλλά της Δύσης και των χωρών της περιοχής, διότι διακυβεύονται τα ζωτικά συμφέροντά τους.

Σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον, μια συμβιβαστική πολιτική της Αθήνας και της Λευκωσίας αναφορικά με τις αξιώσεις και τα τετελεσμένα της Άγκυρας, θα ισοδυναμούσε με εχθρική στάση έναντι τρίτων, διότι η Ελλάδα και η Κύπρος θα μετατρέπονταν σε αποσταθεροποιητικούς παράγοντες για την ευρύτερη περιοχή, που υποχωρούν στην ακόρεστα αρπακτική βουλιμία της Τουρκίας.

Με άλλα λόγια, οι ελληνικές, αγγλοσαξονικές και γερμανικές ελίτ που καλλιεργούν κλίμα συμβιβασμού και κατευνασμού με την Τουρκία, ακυρώνουν την προοπτική γεωπολιτικής εξημέρωσης και ανάδειξής της σε συστημικό κράτος, στο πλαίσιο της Δυτικής τάξης πραγμάτων.

Γι΄ αυτό, το βάρος της τουρκικής τιθάσευσης, επωμίζονται πλέον χώρες ιδιαίτερης γεωπολιτικής οξυδέρκειας. Το Παρίσι δείχνει τον δρόμο για τη de facto περιθωριοποίηση της Τουρκίας μέσα στο ΝΑΤΟ και την απογερμανοποίηση της Ευρωπαϊκής πολιτικής απέναντι στην Άγκυρα. Εν τω μεταξύ, η Γαλλία είναι μέλος της άτυπης συμμαχίας που περιλαμβάνει την Ελλάδα, την Κύπρο, το Ισραήλ, τις σημαντικότερες Αραβικές χώρες και τους Κούρδους.

Πρόκειται για μια συμμαχία η οποία, εκτός των άλλων, αλλάζει τον ενεργειακό χάρτη, περιορίζοντας τον ρόλο της Τουρκίας στις παγκόσμιες ενεργειακές αγορές με κάθετη μείωση των γεωπολιτικών της μετοχών.

Υπό το πρίσμα της απομονωτικής τάσης των Αμερικανών και την κατάρρευση του ενιαίου Αραβικού κόσμου, οι πετρελαιο-εξαγωγικές χώρες του Κόλπου, οι οποίες είχαν πάντοτε δυσκολία να μετατρέψουν τα χρήματα που απέκτησαν κατά την πεντηκονταετή περίοδο των τεράστιων εσόδων από τις εξαγωγές πετρελαίου σε πολιτική δύναμη, αποδέχτηκαν τη γεωπολιτική πραγματικότητα.

Οι εξελίξεις αυτές αλλάζουν ριζικά και με ραγδαίους ρυθμούς τον γεωπολιτικό χάρτη της ευρύτερης περιοχής. Οι αλλαγές είναι πλέον ορατές. Το ρήγμα στον μουσουλμανικό κόσμο είναι βαθύ. Ένα νέο εθνικιστικό και ημι-κοσμικό σύστημα αρχίζει να εμφανίζεται, το οποίο περιλαμβάνει τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν. Τα κράτη αυτά, αναδιατάσσουν την εξωτερική πολιτική τους, προχωρώντας στην αποκατάσταση σχέσεων με το Ισραήλ, το οποίο από «πρόβλημα» προβάλλεται ως «λύση» στα οξύτατα ζητήματα της περιοχής, ενώ υποβαθμίζουν το παλαιστινιακό από παναραβικό ζήτημα σε διμερές θέμα.       

Το μεταπολεμικό ευρωατλαντικό οικοδόμημα ασφάλειας με το προβληματικό κράτος μέλος, την Τουρκία, έχει φθαρεί ανεπανόρθωτα, διότι βασίζεται στην επίσημη (εξω-)πραγματικότητα. Η αποκλίνουσα πορεία της Τουρκίας θα μετατραπεί σε μόνιμη κατάσταση, διότι οι πολιτικές αλλαγές στην αναθεωρητική αυτή χώρα, αντανακλούν μακροχρόνιες τάσεις, οι οποίες δεν πρόκειται να εξαφανιστούν ακόμα και μετά το τέλος της εποχής Ερντογάν.

Είναι προφανές ότι η Άγκυρα δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος στη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα, όπως αυτή σχηματοποιείται μεταξύ φυσικών αυτή τη φορά συμμάχων. Στο επίκεντρο της νέας περιφερειακής τάξης πραγμάτων είναι η αποκαλούμενη «τριάδα των αρχαίων πολιτισμών» -Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ-, που συμπληρώνεται από ομόκεντρους κύκλους: Αραβικός κόσμος και Βαλκάνια με τη διαχρονική παρουσία και πολιτισμική επιρροή του Ελληνισμού, με εξαίρεση την Αλβανία και ομόθρησκών της κρατών, στα οποία η Τουρκία διατηρεί ισχυρή επιρροή. Αυτή η νέα γεωπολιτική εξίσωση θα παρεμείνει ημιτελής εάν εξαιρεθεί a priori το πολυπληθυσμικό και το πλέον δυτικόφιλο στοιχείο της περιοχής, οι Κούρδοι, ενώ ευπρόσδεκτη είναι η εποικοδομητική συμμετοχή των ναυτικών δυνάμεων της Δύσης.

Συμπέρασμα: Για να οδηγηθούμε σε μόνιμη λύση του Δυτικού Ζητήματος στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, που ο πυρήνας του είναι τα Ελληνο-Τουρκικά, πρέπει να διευρύνουμε τον οπτικό μας ορίζοντα, πέραν της επίσημης μέχρι σήμερα πραγματικότητας, ώστε να αποκαλυφθεί η ιστορική και γεωπολιτική πραγματικότητα. Χρέος του κρατικού Ελληνισμού είναι να εμπεδώσει αυτή την πραγματικότητα και να καταστήσει κοινωνό της τη νέα Διοίκηση της Ουάσιγκτον.

 

 

  • * Επίτιμος Καθηγητής Στρατηγικής Πανεπιστημίου Plymouth, συγγραφέας του πρόσφατου βιβλίου, Η Γεωπολιτική της Ελληνικής Γλώσσας, 2η έκδοση, Αθήνα: ΑΡΜΟΣ, Ιούλιος 2020
  • ** ΑναπληρωτήςΚαθηγητήςκαιΔιευθυντήςτου “Dartmouth Centre for Sea Power and Strategy, University of Plymouth          

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση