TO KYΠΡΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΝΑΝ

TO KYΠΡΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΝΑΝ

 

Η πρόσφατη έκθεση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών επί των καλών υπηρεσιών του για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος1 που κατέθεσε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του οργανισμού, με σκοπό αφενός την ενημέρωση του Συμβουλίου Ασφαλείας και αφετέρου την υιοθέτησή της από αυτό, δυστυχώς, δεν αποτελεί ένα ισορροπημένο και αντικειμενικό κείμενο, όπως διατείνεται ο συντάκτης της. Ο Γενικός Γραμματέας εκφράζει ξεκάθαρα την απογοήτευσή του για το αρνητικό αποτέλεσμα κατά την διαδικασία των ταυτόχρονων δημοψηφισμάτων στην Κύπρο, κάτι το οποίο ήταν αναμενόμενο τουλάχιστον στην ελληνική και ελληνο-κυπριακή πλευρά, ενώ δεν παραλείπει να τονίσει ότι ύστερα από σχεδόν 4,5 έτη πλήρους απασχόλησής του με την προσπάθεια επίλυσης του πολιτικού Κυπριακού προβλήματος, δεν αναμένει να υπάρξουν από πλευράς του νέες σημαντικές προσπάθειες διαμεσολάβησης και αρωγής.

Δυστυχώς όμως, η προσφορά των καλών υπηρεσιών του Γενικού Γραμματέα στην Κύπρο, όπως εκφράζεται μέσω της τελευταίας του αυτής αναφοράς, δεν απηχεί την πραγματικότητα, αλλά μονάχα την εικόνα που ο Γενικός Γραμματέας θέλει να βλέπει και να αποδώσει στην έκθεσή του. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών επιρρίπτει εξαιρετικά μεγάλο βαθμό ευθύνης στην ελληνο-κυπριακή πλευρά για την αποτυχία τόσο των συνομιλιών στο Μπούργκενστοκ της Ελβετίας, όσο και κατά την προηγούμενη διαδικασία μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων. Δεν παραλείπει να τονίσει την αδιάφορη έως αρνητική και μη εποικοδομητική, κατ’ αυτόν, στάση που κράτησε η ελληνο-κυπριακή πλευρά κατά τη διάρκεια των συνομιλιών. Kατηγορεί την ελληνο-κυπριακή πλευρά ότι διέρρεε προς τον τύπο και τα υπόλοιπα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης τα διαμειφθέντα στις συνομιλίες μεταξύ ελληνο-κυπρίων και τουρκο-κυπρίων και μεταξύ των αρχηγών των δύο κοινοτήτων και των αντιπροσώπων των Ηνωμένων Εθνών, συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αρνητικές συγκυρίες και εντυπώσεις, κάτι το οποίο εμπόδιζε περαιτέρω την πρόοδο των συνομιλιών. Η διαρροή εμπιστευτικών πληροφοριών στον τύπο ενίσχυε τις υποψίες της ελληνο-κυπριακής πλευράς καθώς και της Ελλάδας ότι τα Ηνωμένα Έθνη με την ανοχή και την πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών, της Βρετανίας, της Τουρκίας και άλλων διεθνών μεσολαβητών, όπως π.χ. της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης, προσπαθούσαν να επιβάλουν στους ελληνο-κύπριους μία συμφωνία η οποία δεν ήταν προς όφελός τους.

Επιπλέον, κατηγορεί την ελληνο-κυπριακή πλευρά ότι δεν παρουσίασε συχνά και σε τακτά χρονικά διαστήματα, ως θα έπρεπε, προτάσεις, αντιπροτάσεις, σχόλια, παρατηρήσεις, κτλ. και γενικότερα καθυστερούσε να προτείνει και να κατηγοριοποιήσει τις δικές της απόψεις με αποτέλεσμα να κωλυσιεργεί την διαδικασία της διαβούλευσης. Τέλος, όταν η ελληνο-κυπριακή πλευρά προέβη στην κατάθεση αντιπροτάσεων και παρατηρήσεων, ως θα έπρεπε, δεν το έκανε στην μορφή που θα ήθελε εκείνος. Μεγαλύτερη από όλες τις κατηγορίες που προσάπτει στην ελληνο-κυπριακή πλευρά, είναι αυτή που συνδέεται άμεσα με το διάγγελμα του Κύπριου Προέδρου καλώντας τον Κυπριακό λαό να απορρίψει απερίφραστα το σχέδιο Αννάν. Σε αυτό το σημείο ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών κατηγορεί προσωπικά τον Πρόεδρο της Κύπρου ότι ουσιαστικά παραπλάνησε τον Κυπριακό λαό και τον ίδιο όταν σε προηγούμενες επαφές με αυτόν ο Κύπριος Πρόεδρος είχε δηλώσει την μεγάλη του επιθυμία να προβεί αρωγός στην προσπάθεια του Γενικού Γραμματέα για να επιλυθεί το Κυπριακό πρόβλημα πριν από την 1η Μαΐου 2004. Αναμφίβολα ο Κύπριος Πρόεδρος θα συνηγορούσε και θα βοηθούσε την προσπάθεια των Ηνωμένων Εθνών και των υπολοίπων διεθνών μεσολαβητών, αλλά δεν θα συμφωνούσε σε οιαδήποτε λύση τα Ηνωμένα Έθνη πρότειναν. Σε άλλο σημείο της έκθεσης του Γενικού Γραμματέα ο τελευταίος υπαινίσσεται ότι Κυπριακή Δημοκρατία δεν προσέφερε, ως θα έπρεπε και πάλι, την ευκαιρία για προβολή των πλεονεκτημάτων και θετικών σημείων του Σχεδίου Αννάν και δεν υπήρξε ανάλογη εκτενής παρουσίασή του που θα επέτρεπε την ευρεία επεξήγηση των σημείων του σχεδίου που απασχολούσαν τους ελληνο-κυπρίους. Αποτέλεσμα αυτού, κατά τον Γενικό Γραμματέα, ήταν η ελληνο-κυπριακή πλευρά να παραμένει με την λανθασμένη εντύπωση ότι η τουρκο-κυπριακή πλευρά και τη Τουρκία εν γένει, αποκόμιζαν πολύ περισσότερα και άμεσα δικαιώματα, ενώ αντιθέτως τα οιαδήποτε πλεονεκτήματα που θα είχε η ελληνο-κυπριακή πλευρά θα υστερούσαν σε ουσιαστική αξία και σε αριθμό και θα έρχονταν σε πολύ μεταγενέστερη χρονική στιγμή, ενώ διατηρούσε την καχυποψία ότι ήταν αβέβαιο εάν η Τουρκία και η τουρκο-κύπριοι θα τηρούσαν τελικώς τα υπεσχημένα. Επιπλέον ο κ. Κόφι Αννάν αναφέρεται και στο γεγονός ότι ο Ειδικός Απεσταλμένος του δεν κατόρθωσε να πετύχει μια τηλεοπτική παρουσίασή του, που θα βοηθούσε στο να διαλυθούν οι μύθοι για τις δυσκολίες, τις αβεβαιότητες και τις αδικίες επί των ελληνο-κυπρίων του Σχεδίου Αννάν.

Αντιθέτως, ο κ. Κόφι Αννάν χαιρετίζει με ανακούφιση την ξεκάθαρη και αποφασιστική υιοθέτηση του σχεδίου του από την τουρκο-κυπριακή κοινότητα και δηλώνει ότι η αποδοχή του, από έστω την μία πλευρά, καθιστά το σχέδιο αυτό ως το μοναδικό και δεσμευτικό επί του οποίου μπορούν να διαπραγματευθούν οι δύο πλευρές. Επιπλέον από την μερική αποδοχή του αποδεικνύεται ότι το σχέδιο Αννάν ήταν ισορροπημένο και δίκαιο, ενώ κατά τον Γενικό Γραμματέα η απόρριψη του από την ελληνο-κυπριακή πλευρά καθιστά άκαιρη την οιαδήποτε ανάληψη νέας διαμεσολαβητικής προσπάθειας εκ μέρους των Ηνωμένων Εθνών, μέχρις ότου «οι ελληνο-κύπριοι αποφασίσουν να επιλύσουν το Κυπριακό πρόβλημα μέσα από μία δι-κοινοτική, διζωνική, ομοσπονδία».2 O υπαινιγμός είναι σαφής. Ο Γενικός Γραμματέας πιστεύει, λανθασμένα, ότι οι ελληνο-κύπριοι δεν επιθυμούν την επίλυση του προβλήματος ή δεν την επιθυμούν με τον ανωτέρω τρόπο. Και σε αυτό το πλαίσιο ο κ. Κόφι Αννάν προβαίνει στην πλέον κατάφωρη κατηγορία του, ότι « αυτό που απερρίφθη ήταν η λύση και όχι απλώς ένα σχέδιο».3 Βέβαια σε αυτό το σημείο ο γραπτός λόγος του κ. Κόφι Αννάν είναι απολύτως λανθασμένος. Οι ελληνο-κύπριοι επί 30 συναπτά έτη προσπαθούσαν και θα συνεχίσουν να προσπαθούν για μια δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική επίλυση στη βάση των ψηφισμάτων του Ο.Η.Ε. και επιτυγχάνοντας μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία. Αυτό δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι θα αποδεχτούν οιαδήποτε λύση θα τους προσφερθεί μόνο και μόνο για να επιλυθεί ταχύτατα και χωρίς ουδεμία περίσκεψη ένα πρόβλημα που τους ταλανίζει για πολλά χρόνια, επειδή ορισμένοι διεθνείς παράγοντες επιζητούν διακαώς την αναβάθμιση της Τουρκίας και την μελλοντικής της ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Συνεχίζοντας ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών και θέλοντας να ανταμείψει την συνεργασία των τουρκο-κυπρίων για την πράξη τους να αποδεχτούν το σχέδιο Αννάν, προβαίνει σε μία απαράδεκτη πρόταση προς το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. και τα κράτη-μέλη του οργανισμού, παροτρύνοντάς τα να προβούν σε όλες τις ενέργειες για την κατάλυση της αδικίας που υφίστανται οι τουρκο-κύπριοι με την λήξη και άρση όλων των περιορισμών –οικονομικών και εμπορικών κυρίως- που τους έχουν επιβληθεί με σκοπό να επιτευχθεί η ανάπτυξή τους. Ο κ. Κόφι Αννάν σταματά ένα βήμα πριν από την πλήρη αναγνώριση των τουρκο-κυπρίων ως ανεξάρτητο κράτος, υπενθυμίζοντας στο Συμβούλιο Ασφαλείας τα ψηφίσματά του 541 (1983) και 550 (1984) που απαγορεύουν ακριβώς αυτό, την αναγνώριση και την οιαδήποτε ενίσχυση και διευκόλυνση του ψευδοκράτους. Όμως με την προηγούμενη επίκλησή του για τερματισμό των κατ’ αυτόν αχρείαστων απαγορεύσεων και περιορισμών που περιορίζουν και απομονώνουν τους τουρκο-κύπριους προβαίνει ακριβώς στο αντίθετο, δηλαδή, στην ακύρωση των δυο αυτών ψηφισμάτων που απαγορεύουν την οιαδήποτε επαφή με το ψευδοκράτος και κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο καταλύει την διεθνή αξία των ψηφισμάτων του Ο.Η.Ε. αλλά παροτρύνει κάθε κράτος μέλος του Ο.Η.Ε. να ερμηνεύσει κατά το δοκούν αυτήν την παρότρυνση και να προβεί σε ενέργειες παράνομες και αντίθετες με τα ανωτέρω αυτά ψηφίσματα. Βέβαια ο κ. Κόφι Αννάν είναι εξαιρετικά προσεκτικός ώστε να μην προκαλέσει κατάφωρα την ελληνο-κυπριακή και γενικότερα διεθνή κοινότητα ζητώντας, εντέχνως, την συνεργασία των κρατών-μελών του οργανισμού τόσο σε διμερές, όσο και σε πολυμερές επίπεδο για την ενίσχυση και ανάπτυξη των τουρκο-κυπρίων και όχι βέβαια του ψευδοκράτους που γνωρίζει κάλλιστα ότι είναι μια παράνομη οντότητα. Γι’ αυτό άλλωστε δεν χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο αλλά τον όρο της αναγνωρισμένης τουρκο-κυπριακής κοινότητας, αποφεύγοντας έτσι τον σκόπελο της διεθνούς κατακραυγής, παροτρύνοντας την διεθνή κοινότητα για ενίσχυση των τουρκο-κυπρίων.

Βέβαια δεν γίνεται να επιτευχθεί το ένα χωρίς το άλλο. Γιατί η οιαδήποτε ενίσχυση των τουρκο-κυπρίων προϋποθέτει και κάποια μορφή συνεργασίας με το ψευδοκράτος, έστω χωρίς την απαραίτητη τυπική αναγνώρισή του. Άλλωστε το δεύτερο ανωτέρω ψήφισμα του ΟΗΕ, 550 (1984), απαγορεύει την οιαδήποτε επαφή με το ψευδοκράτος, άσχετα εάν υπάρξει τυπική αναγνώριση ή όχι αυτού. Με την ανωτέρω πράξη του κ. Κόφι Αννάν ενισχύεται η διεθνής ανομία και καταλύεται η διεθνής κοινότητα-δικαίου της οποίας θεματοφύλακας είναι ο Ο.Η.Ε. και ειδικότερα το Συμβούλιο Ασφαλείας. Επίσης με την πράξη του αυτή ο κ. Κόφι Αννάν καταργεί την νομικά δεσμευτική για τα κράτη-μέλη του οργανισμού, αξία των προηγούμενων ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. πετυχαίνοντας εμμέσως πλην σαφώς, την αναγνώριση του ψευδοκράτους και ενισχύοντας πολιτικά, οικονομικά και εμπορικά αυτό. Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο Οργανισμός Ισλαμικής Διάσκεψης στον οποίο μετέχουν μονάχα ισλαμικά κράτη και μουσουλμανικές κοινότητες όπως οι τουρκο-κύπριοι, συνεδρίασε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ 14-16 Ιουνίου 2004 και αποφάσισε, επικουρούμενος και από την προαναφερόμενη έκθεση του Γενικού Γραμματέα και την πίεση της Τουρκίας, να αναβαθμίσει την συμμετοχή των τουρκο-κυπρίων σε αυτόν καλώντας όλα τα κράτη-μέλη του να βοηθήσουν ενεργά, αφενός για τον τερματισμό του αποκλεισμού/απομόνωσης των τουρκο-κυπρίων και αφετέρου στην ανάπτυξη διμερών επαφών με σκοπό να ενισχύσουν πολιτικά και οικονομικά την αδελφή κοινότητα. Επιπλέον, στα κείμενα που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της προαναφερόμενης διάσκεψης, υπάρχει ρητή αναφορά στον όρο «Τουρκο-κυπριακό κράτος4» αντιγράφοντας τους όρους που προβλέπει το Σχέδιο Αννάν. Αναμφίβολα μία τέτοια εξέλιξη θα ενισχύσει την τουρκο-κυπριακή θέση και την διαπραγματευτική τους δυνατότητα και θα ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου για άλλες παρόμοιες μελλοντικές εξελίξεις.

Μια άλλη δυσμενής εξέλιξη μπορεί να είναι ανάπτυξη πολλών διμερών σχέσεων μεταξύ της τουρκο-κυπριακής κοινότητας και άλλων κρατών που μπορεί, για τυπικούς λόγους να υπολείπεται της διεθνούς αναγνώρισης, αλλά να ενισχύει την οικονομία και το εμπόριο της κοινότητας αυτής και να επαυξήσει δια μέσω αυτού την μελλοντική αδιαλλαξία της πλευράς αυτής και αντίστοιχα την έλλειψη υποχωρητικότητά της για διαβούλευση με την ελληνο-κυπριακή πλευρά με σκοπό τον τερματισμό του Κυπριακού αδιεξόδου. Εάν η τουρκο-κυπριακή οντότητα εξελιχθεί σε μία Ταϊβάν της Ανατολικής Μεσογείου με πλήρεις και πλούσιες οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο πιθανότατα θα μειωθεί το ενδιαφέρον της για επανέναρξη συνομιλιών με την ελληνο-κυπριακή πλευρά, θα αυξηθεί η αδιαλλαξία και η έλλειψη υποχωρητικότητάς της και θα ενισχυθεί η διαπραγματευτική της ισχύ. Η δε Τουρκία, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν και παραμένει ο οικονομικά και εμπορικά σχεδόν αποκλειστικός εταίρος των τουρκο-κυπρίων5 , καθώς το τεχνητό μόρφωμα αυτό βασιζόταν στην πρώτη για την επιβίωσή της, θα ενισχύσει την δικής της αδιαλλαξία σε σχέση με τις εκκρεμείς διμερείς διαφορές με την Ελλάδα και θα νοιώσει δικαιωμένη για τις επιλογές της, αυξάνοντας τις πιέσεις σε Ελλάδα και Κύπρο για όλες τις υπόλοιπες διαφορές. Πολύ περισσότερο δε, η Τουρκία θα ανακουφισθεί οικονομικά εάν οι τουρκο-κύπριοι, δια μέσω της ανάπτυξης διμερών και πολυμερών σχέσεων, αρχίσουν να συμμετέχουν ενεργά και σε μεγάλο βαθμό στα έξοδα λειτουργίας του παράνομου αυτού μορφώματος και στην κατοχή του τουρκικού στρατού. Όμως αυτές οι δύο παράγραφοι στην έκθεση του Γενικού Γραμματέα μπορεί μελλοντικά να αποτελέσουν μεγάλο κίνδυνο για τη διεθνή κοινότητα, καθώς κράτη τα οποία έχουν εδαφικές και όχι μόνον διαφορές με τους γείτονές τους, μπορεί να μιμηθούν την τουρκική επιθετικότητα του 1974 ελπίζοντας σε μελλοντική άφεση αμαρτιών όπως συμβαίνει τώρα με τους τουρκο-κυπρίους.

Γι΄ αυτό η έκθεση του Γενικού Γραμματέα δεν πρέπει να υιοθετηθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. στην παρούσα της μορφή, καθώς αποτελεί απειλή τόσο για την ελληνο-κυπριακή πλευρά και για την εν γένει εξέλιξη του Κυπριακού προβλήματος, όσο και για τα υπόλοιπα κράτη της διεθνούς κοινότητας, με τη μορφή δεδικασμένου.
Είναι αναμφίβολο ότι τόσο η Λευκωσία, όσο και η Αθήνα επιζητούσαν επί 30 χρόνια την επίλυση του πολιτικού προβλήματος της Κύπρου μέσω μιας διαρκούς, βιώσιμης, δίκαιης λύσης που να επιφέρει την επανένωση της νήσου. Οι ελληνο-κύπριοι και η Ελλάδα θα συνεχίσουν να οδεύουν προς μία τέτοια μορφή επίλυσης που να βασίζεται στα ψηφίσματα του Ο.Η.Ε. και που να διασφαλίζει δικαιώματα και υποχρεώσεις τόσο για τους ελληνο-κυπρίους, όσο και για τους τουρκο-κυπρίους. Αλλά σε κανένα σημείο αυτής της μακροχρόνιας διαδρομής η ελληνο-κυπριακή πλευρά δεν πρόκειται να απαρνηθεί τις αξίες, τα κεκτημένα και τα δικαιώματά της, μόνο και μόνο για να υπογράψει μια συμφωνία η οποία ουσιαστικά θα καταλύει και θα αντιβαίνει τα ψηφίσματα του Ο.Η.Ε. ενώ θα δημιουργεί πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποθετικά θα λύνει.

1Βλέπε έγγραφο Ηνωμένων Εθνών S/2400/437, από 28/5/04
2όπως ανωτέρω σελ. 1, Summary.
3όπως ανωτέρω σελ. 20
4Bλέπε ιστοσελίδα Τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, www.mfa.gov.tr, υπο-σελίδα, ΟΙC. Επίσης υπήρξε αναφορά στην μουσουλμανική κοινότητα της Δ. Θράκης εκφράζοντας την αλληλεγγύη του Οργανισμού και ζητώντας την ακύρωση της δικαστικής απόφασης κατά του εκλεγμένου Μουφτή στην Ξάνθη.
5Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2001 οι εξαγωγές από το ψευδοκράτος ήταν αξίας περίπου 46 εκατομμυρίων δολαρίων εκ των οποίων το 62% του ποσού αυτού αφορούσε αγροτικά προϊόντα, (23% εσπεριδοειδή και 25% κατεργασμένα αγροτικά προϊόντα). Σε προηγούμενες χρονιές περίπου το 50% των εξαγωγών είχε ως κύριο αποδέκτη την Τουρκία, το 30% τη Μεγάλη Βρετανία και περίπου το 15% τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ.

Του Ευάγγελου Τέμπου, Διδάκτορος Ιστορίας, πλήρες μέλους του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών του Λονδίνου (IISS) και Στρατηγικού Αναλυτή της Ελληνικής Εταιρείας Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ε.Σ.ΜΕ.)

Αφήστε μια απάντηση