10/2/2017. Ελληνοτουρκικά αδιέξοδα και οικονομική κρίση
Η πλειονότητα των αναλυτών μάλλον συμφωνεί ότι οι σχέσεις Ελλάδος και Τουρκίας από το 1974 και μετά έχουν οδηγηθεί σε αδιέξοδο περισσότερο ή λιγότερο εκρηκτικό. Αρκετοί μάλιστα θεωρούν την προσπάθεια δημιουργίας καθαρού εθνικού κράτους που εγκαινίασε το κεμαλικό καθεστώς, αρχές της δεκαετίας του 1920, ως την γενεσιουργό πράξη μιας αναπόφευκτης και μακροχρόνιας σύγκρουσης των δύο γειτονικών κρατών με τις τεράστιες διαφορές και απελπιστικές ομοιότητες.
Φυσιολογική και εποικοδομητική η απόπειρα αποτίμησης της στρατηγικής μας στα ελληνοτουρκικά ζητήματα τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι γεγονός ότι παρά την επαναλαμβανόμενη ρήση περί της ασυνέχειας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων από το 1974 και εντεύθεν, υπάρχει μια σημαντική συμπόρευση στρατηγικών επιδιώξεων των κυβερνώντων πολιτικών δυνάμεων παρά τις ορισμένες φυσιολογικές διαφοροποιήσεις τακτικής. Η σχετική αυτή συνέπεια εκτιμώ ότι δεν απέδωσε, μέχρι στιγμής τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Εύλογα λοιπόν προκύπτουν τα ερωτήματα της ορθής χάραξης των βασικών στρατηγικών γραμμών, της εσφαλμένης εφαρμογής τους ή ακόμη και της ασυμβατότητας των επιδιωκομένων στόχων με τα διαθέσιμα μέσα και σε τελευταία ανάλυση με τις ημέτερες δυνατότητες και κυρίως βούληση μας.
Βέβαια δεν παραγνωρίζω και την άποψη ότι η χώρα μας, με σχετικά χαμηλό κόστος, απέφυγε μια αιματηρή πολεμική σύγκρουση άγνωστης έκβασης, κατορθώνοντας σε μεγάλο μέρος να διατηρήσει τα κεκτημένα (σκοπίμως δεν αναφέρομαι σε «δίκαια» κυριαρχικά δικαιώματα). Η άποψη αυτή θα ήταν αποδεκτή αν συνοδεύονταν με μια σταθερή χρονικά, ποσοτικά και ποιοτικά, μείωση των τουρκικών διεκδικήσεων και των αντίστοιχων απειλών. Προσωπικά δεν με ανακουφίζει η σκέψη ότι αποφύγαμε χθες ένα καταστροφικό πόλεμο, με χαμηλές έστω πιθανότητες νίκης, για να υποστούμε μια ενδεχομένως καταστροφικότερη σύγκρουση με πολλαπλάσιες πιθανότητες ήττας αύριο. Ούτε έχω πειστεί ότι το αντίπαλο δέος έχει «εξευρωπαϊστεί» και σταδιακά έχει αποκλείσει την προσφυγή σε χρήση βίας ή απειλής χρήσεως για την επίλυση των διμερών προβλημάτων, όπως αυτό τα αντιλαμβάνεται. Αντιθέτως διαβλέπω μια κλιμάκωση των τουρκικών προκλήσεων και επιδιώξεων με επιλογή μεθόδων πειθαναγκασμού και υπό το πρίσμα μιας συνεχούς ανατροπής της ισχύος σε βάρος μας.
Συμπεραίνω λοιπόν ότι ορισμένες από τις ευρείας αποδοχής βασικές μας στρατηγικές επιλογές δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Ενδεχομένως η αρχική μας επιλογή για προώθηση των στόχων και συμφερόντων μας, εστιασμένοι στην εφαρμογή του διεθνούς δικαίου ήταν άκαιρη και ανεδαφική. Αναμφίβολα η επιλογή αυτή αρχικά συνοδεύθηκε με προσπάθειες οικοδόμησης αξιόπιστης αμυντικής αποτροπής. Δυστυχώς όμως, η παθητική μας στάση και η συνεχής διακήρυξη της μη προβολής ημετέρων διεκδικήσεων, υπονόμευσε τη στρατηγική μας αποδίδοντας συχνά την πολύτιμη πρωτοβουλία κινήσεων στον αντίπαλο.
Ακόμη δε χειρότερο, με ευθύνη των «ελίτ» μας, καλλιεργήσαμε σε σημαντικό μέρος της κοινωνίας μας μια αστήρικτη πεποίθηση ότι οι πολεμικές συγκρούσεις αποτελούν ξεπερασμένη μέθοδο επίλυσης προβλημάτων. Επίσης διακηρύξαμε παντοιοτρόπως ότι αποκλείουμε δυναμικές ενέργειες για την πραγμάτωση των θεωρούμενων ως «δικαίων» εθνικών μας στόχων. Να υπενθυμίσω ότι ο πρόεδρος Σαντάτ της Αιγύπτου, εξαπέλυσε μια τεραστίων διαστάσεων επίθεση τον Οκτώβριο του 1973 κατά του πανίσχυρου Ισραήλ, γνωρίζοντας τις ελάχιστες πιθανότητες επίτευξης νίκης (καίτοι σημείωσε σημαντικές αρχικά επιτυχίες), επιδιώκοντας και πετυχαίνοντας την εν συνεχεία δημιουργία καταλλήλων συνθηκών για επιστροφή των χαμένων εδαφών του 1967. Ο παραλληλισμός αναφέρεται στην επί δεκαετίες αναιμική μας επιδίωξη λύσεως (και) του κυπριακού προβλήματος με αναφορές στο διεθνές δίκαιο χωρίς ταυτόχρονα να απειλούμε με διασάλευση της διεθνούς ειρήνης στην περίπτωση που δεν δρομολογηθεί μια βιώσιμη και πραγματικά αμοιβαία αποδεκτή συμβιβαστική λύση.
Ενδεχομένως, η αναφορά μου στον πόλεμο του Yom Kippur να θεωρηθεί ως πρόκληση τυχοδιωκτικής ενέργειας ανάλογης του ατυχούς πολέμου του 1897. Είναι όμως δυνατόν να αποποιούμεθα την καταφυγή στη χρήση βίας (ή τουλάχιστον τη διακήρυξη της) όταν ο αντίπαλος συνεχώς προβάλλει, με λόγια και έργα, την υιοθέτηση δυναμικών τρόπων ενεργείας και συγχρόνως να επιδιώκουμε την προστασία των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και την ευόδωση των εθνικών μας στόχων; Ενίοτε μάλιστα δεν επιθυμούμε να αναλάβουμε ούτε και το κόστος της προστασίας ονειροπολώντας την εμπλοκή ανύπαρκτων ευρωπαϊκών στρατευμάτων ή του «ξανθού αδελφού γένους».
Μάλλον στην περίπτωση μας έχουμε οδηγηθεί σε πλήρη απώλεια προσανατολισμού και ορθολογισμού κινούμενοι στις προβλέψεις της γνωστής ευαγγελικής περικοπής (μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι). Άρα έχουμε επιλέξει στόχους όχι απλά μη συμβατούς με τα μέσα μας αλλά και σε πλήρη διάσταση με τις βασικές στρατηγικές μας γραμμές. Και αυτό το κατόρθωμα συνέβη με πρωτοφανή κομματική σύμπλευση ενώ αναπόφευκτα οι αντιλήψεις αυτές έχουν σημαντικά εισχωρήσει και στο υποσυνείδητο του νεοέλληνα. Να αναφέρω για παράδειγμα ότι επιζητούμε μια «δίκαιη» και ευνοϊκή για τα εθνικά μας συμφέροντα λύση έχοντας δηλώσει ότι «η Κύπρος ευρίσκεται μακράν» και ευελπιστώντας στη γενναιοδωρία του κατέχοντος (νικητού) και στο διεθνή παράγοντα χωρίς συγχρόνως να προτείνουμε αξιόπιστα αποδεκτά ανταλλάγματα στους «ισχυρούς».
Μάλλον δεν θα αποφύγετε τον πειρασμό να μου επισημάνετε το κόστος της επιλογής μιας δυναμικής λύσης που στηρίζεται στην αυξημένη μας ισχύ σε όλα τα επίπεδα και ενδεχομένως θα μου επισείσετε και το μερίδιο των αμυντικών δαπανών στην τρέχουσα οικονομική μας κατάρρευση. Καίτοι θεωρώ ότι η οικοδόμηση της αμυντικής μας αποτροπής ελάχιστα ευθύνεται για την υπερχρέωση μας, αναγνωρίζω το δυσβάστακτο κόστος που σε συνθήκες οικονομικής κατάρρευσης και διεθνούς εποπτείας απαιτείται για τη διατήρηση της.
Στο σημείο αυτό ευρίσκονται και οι τεράστιες ευθύνες όλων ανεξαρτήτως των πολιτικών ηγεσιών της χώρας που για την κατάκτηση και διατήρηση της εξουσίας υπονόμευσαν την εθνική οικονομία υποβαθμίζοντας συνεπακόλουθα και την αναγκαία αποτρεπτική μας ικανότητα. Μπορεί το «σφάλλειν» να είναι ανθρώπινο και αναπόφευκτο, αδιανόητη όμως είναι ατολμία λήψεως των καταλλήλων διορθωτικών μέτρων αναστήλωσης κράτους, οικονομίας και αποτροπής. Δυστυχώς η ανόρθωση προϋποθέτει μια πενταετή εθνική πανεκστρατεία επιπλέον επώδυνων προσπαθειών υπό την καθοδήγηση μιας ακομμάτιστης αξιοκρατικής ηγεσίας καταξιωμένων, αποφασιστικών και ηθικών ανθρώπων (πολιτικά πάντα ελεγχόμενων), που θα αναλάβουν το εγχείρημα προτάσσοντας την ακεραιότητα του χαρακτήρα, το προσωπικό παράδειγμα και το αμερόληπτο των ενεργειών τους. Όλες οι υπόλοιπες προσδοκίες είναι σίγουρα ανεδαφικά ημίμετρα ή ευγενείς πόθοι. Σίγουρα όμως οι παραπάνω υποδεικνυόμενοι άνθρωποι δεν βρίσκονται στους κομματικούς μηχανισμούς.