12/3/2017. Οι σχέσεις Δύσης-Ρωσίας περνάνε από την Ουκρανία
Στις αρχές Φεβρουαρίου, λιγότερο από δύο βδομάδες από την ανάληψη των καθηκόντων του νέου προέδρου των ΗΠΑ, σφοδρές συγκρούσεις ξέσπασαν μεταξύ αυτονομιστών ανταρτών και ουκρανικών στρατευμάτων σε τμήματα της διαχωριστικής γραμμής. Οι συγκρούσεις χαρακτηρίστηκαν από τους διεθνείς παρατηρητές ως οι σφοδρότερες από τον Φεβρουάριο του 2015 και κόστισαν τη ζωή σε 25 περίπου ανθρώπους και από τις δύο πλευρές, ενόπλους αλλά και αμάχους. Σημειώθηκαν δεκάδες παραβιάσεις των συμφωνιών του Μινσκ, προωθήθηκαν από αμφότερες τις πλευρές βαρέα όπλα στην αποστρατικοποιημένη ζώνη ενώ η έντονη ανταλλαγή πυρών πυροβολικού και ρουκετών επέφερε απώλειες και καταστροφές στις υποδομές. Οι εχθροπραξίες με την πάροδο των ημερών αποκλιμακώθηκαν χωρίς μέχρι σήμερα να έχει επέλθει πλήρης επιστροφή στη σχετική ηρεμία των τελευταίων μηνών.
Όπως πάντα, Ρωσία, Ουκρανία και αυτονομιστές επέρριψαν την υπαιτιότητα των συγκρούσεων στις άλλες πλευρές. Μόσχα και Κίεβο προχώρησαν σε κινητοποίηση των δυνάμεων τους στις διαχωριστικές γραμμές σε Κριμαία και Ανατολική Ουκρανία. Η πλευρά των αυτονομιστών και της Μόσχας κατηγορεί την κυβέρνηση του Κιέβου ότι εντείνει τις πολεμικές προετοιμασίες αποσκοπώντας σε μια τυχοδιωκτική ενέργεια ανακατάληψης των χαμένων εδαφών. Υπάρχουν πράγματι στοιχεία που αποδεικνύουν μια ενίσχυση των ουκρανικών δυνάμεων στις ανατολικές επαρχίες. Αντίστοιχες όμως και οι κατηγορίες των Ουκρανών που αποδίδουν την κλιμάκωση σε αποσταθεροποιητικές ενέργειες της Μόσχας. Την παρούσα χρονική στιγμή, η Μόσχα, ευρισκόμενη σε αναμονή της εκδήλωσης των προθέσεων του νέου αμερικανού Προέδρου, εκτιμάται ότι δεν επιθυμεί την ανάληψη μιας προκλητικής και αποσταθεροποιητικής ενέργειας. Αντικειμενικοί στόχοι της Μόσχας είναι η κατοχύρωση των κερδών στην Κριμαία, η «φινλανδοποίηση» της Ουκρανίας και η άρση των κυρώσεων. Μέχρι σήμερα ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη (OSCE) δεν έχει αποδώσει σαφή πρωταρχική ευθύνη σε καμία από τις αντιμαχόμενες πλευρές για την πρόσφατη αναζωπύρωση των συγκρούσεων, έχει όμως καταγράψει σημαντικές παραβιάσεις της εκεχειρίας με υπαιτιότητα αμφοτέρων.
Αξιοπρόσεκτη είναι και η αντίδραση της αμερικανικής πλευράς στα πρόσφατα γεγονότα. Ο εκπρόσωπος τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών εξέφρασε την ανησυχία του για την αναζωπύρωση των συγκρούσεων καλώντας για άμεση διακοπή των εχθροπραξιών χωρίς να επιρρίψει ευθύνες σε οποιαδήποτε πλευρά. Διαφορετική η στάση των αμερικανών διπλωματών καριέρας στον OSCE που κατηγόρησαν Ρωσία και αυτονομιστές. Να σημειώσουμε ότι η νεοοτοποθετηθείσα Πρέσβης των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Έθνη, Nikki Haley, στην πρώτη τοποθέτηση υπεραμύνθηκε της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας, αναφερόμενη στην Κριμαία ως αναπόσπαστο κομμάτι της τελευταίας και δηλώνοντας ότι οι κυρώσεις θα παραμείνουν σε ισχύ μέχρι οι Ρώσοι να επιστρέψουν την χερσόνησο στο Κίεβο.
Γεγονός είναι ότι οι προεκλογικές δηλώσεις του Trump έχουν δημιουργήσει ένα θολό τοπίο ως προς τις προθέσεις και τα επόμενα βήματα της Προεδρίας του. Η εκλογή του προκάλεσε ανησυχία στο Κίεβο και σε αρκετές άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Οι αλλεπάλληλες (δικαιολογημένες εν μέρει), δηλώσεις του Προέδρου Trump, για ανάγκη επαναπροσέγγισης με τη Μόσχα, έχουν θορυβήσει τους Ουκρανούς (και όχι μόνο) που ανησυχούν μήπως καταστούν τα εξιλαστήρια θύματα της επανεκκίνησης των σχέσεων των δύο μεγάλων δυνάμεων.
Η εκπομπή διφορούμενων μηνυμάτων είναι αναπόσπαστο μέρος της διπλωματίας, σίγουρα επιτείνει τις ανησυχίες, ιδίως του ασθενέστερου μέρους και ενίοτε προκαλεί αυθαίρετες εκτιμήσεις και λανθασμένες ενέργειες. Εκτιμάται ότι η Μόσχα προσβλέπει σε μια βελτίωση των αμερικανορωσικών σχέσεων που θα ανακούφιζε την οικονομία της από τις δυτικές κυρώσεις και θα απέφερε και ανάλογα πολιτικά και διπλωματικά κέρδη. Ως εκ τούτου, δεν φαίνεται ως πιθανή, η εκ μέρους της Μόσχας, επιδίωξη αναζωπύρωσης των συγκρούσεων. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η Ρωσία θα εγκαταλείψει τις ενέργειες που αποβλέπουν στον πειθαναγκασμό του Κιέβου για αποδοχή των θέσεων της. Σε τελευταία ανάλυση, τα δύο Πρωτόκολλα του Μινσκ έχουν καθορίσει μια σειρά ενεργειών των δύο αντιμαχομένων πλευρών που δεν έχουν υλοποιηθεί εξ αιτίας της αμοιβαίας καχυποψίας, των διαφορετικών ερμηνειών και των εθνικιστικών μαξιμαλιστικών εξάρσεων πολιτικών κομμάτων και των λαϊκών μαζών.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ουκρανία είναι μια βαθύτατη διχασμένη χώρα. Η αρχική τοποθέτηση του προέδρου Poroshenko για μια ειρηνική επίλυση των προβλημάτων, σταδιακά έχει διολισθήσει, με ευθύνη πολλών πολιτικών παραγόντων της χώρας, σε μια εθνικιστική έξαρση που απορρίπτει, με διάφορα προσχήματα, την εφαρμογή των προβλεπομένων από τα δύο πρωτόκολλα του Μινσκ (επιβληθέντα είναι η αλήθεια στο Κίεβο λόγω αδυναμίας). Σίγουρα, η κατάσταση ωθείται στα άκρα και από την προβοκατόρικη θέση των αυτονομιστικών δυνάμεων αλλά και την αποφασιστικότητα της Ρωσίας για προσάρτηση της Κριμαίας. Εκρηκτικό πάντα το μείγμα, στις ταραγμένες περιοχές της Ανατολικής Ουκρανίας, με τοπικούς πολέμαρχους, μισθοφόρους και εγκληματικές ομάδες να προσπαθούν να διατηρήσουν τα προνόμια τους θέτοντας σε κίνδυνο την εύθραυστη εκεχειρία.
Η Ουκρανία για τη Ρωσία από ανέκαθεν θεωρείται ως ζωτικός χώρο και δύσκολα θα αποδεχθεί την διολίσθηση της στο δυτικό στρατόπεδο. Βέβαια η επιθετική συμπεριφορά της Μόσχας οδηγεί ακόμη και τους μετριοπαθείς Ουκρανούς σε μια αντιπαράθεση διαρκείας. Κανένα έθνος δεν μπορεί να δεχθεί αδιαμαρτύρητα την απώλεια εδάφους, ανεξάρτητα της πληθυσμιακής σύνθεσης ή τυχόν «τίτλων ιδιοκτησίας» που προβάλει ο κατακτητής. Από την άλλη μεριά, η Δύση διστάζει να θυσιάσει τις διακηρυγμένες αρχές του διεθνούς δικαίου, της ειρηνικής συνύπαρξης και μη επέμβασης που αποτέλεσαν το θεμέλιο της μεταπολεμικής ισορροπίας. Το «σύνδρομο του Μονάχου» ακόμη κατατρέχει τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Εύλογα βέβαια κάποιος θα παρατηρήσει ότι οι ανησυχίες της Δύσεως είναι υποκριτικές καθόσον δεν υπήρξε ποτέ συνεπής τιμητής αυτών των αξιών και αρχών. Ενδεχομένως, Ευρώπη, ΗΠΑ και Ρωσία να επιθυμούν μια επίλυση του ουκρανικού θέματος, η κάθε μια εξ αυτών για τους δικούς της ιδιαίτερους λόγους. Ειδικά η Ευρώπη παρατηρεί αμήχανη και αδύναμη την κατάσταση ευελπιστώντας στην επαναπροσέγγιση των δύο μεγάλων δυνάμεων.
Το ερώτημα είναι εάν οι δύο ηγεσίες, ΗΠΑ και Ρωσίας, θα αρπάξουν την ευκαιρία που δίνει η πρόσφατη εκλογή Trump, για να προχωρήσουν στην αναγκαία αναδίπλωση από ακραίες θέσεις και στην έναρξη διαλόγου για μια αρχική επαναπροσέγγιση που θα δώσει το κατάλληλο χώρο στη διπλωματία να παρουσιάσει μια αμοιβαία αποδεκτή λύση. Σε κάθε περίπτωση η λύση αυτή θα είναι οδυνηρή για την ταλαιπωρημένη Ουκρανία και θα καταδεικνύει τα τραγικά αδιέξοδα που προκαλεί η ασύνετη και καιροσκοπική αποδοχή εξωτερικών προτροπών και παρεμβάσεων χωρίς να υπάρχουν τα απαραίτητα εχέγγυα και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η περιφερειακή ισορροπία ισχύος.