Blog

18/11/2016. Η Προεδρική Εκλογή  Trump και οι Δυνητικές Επιπτώσεις της στoν Κόσμο και στην Ελλάδα

18/11/2016. Η Προεδρική Εκλογή Trump και οι Δυνητικές Επιπτώσεις της στoν Κόσμο και στην Ελλάδα

Οι προεδρικές εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες προκάλεσαν πολλές συζητήσεις και αναλύσεις για τα αίτια της απρόσμενης νίκης του Donald Trump, αλλά ακόμη περισσότερα ερωτηματικά για την υλοποίηση των συχνά αντιφατικών και ενίοτε «εμπρηστικών» προεκλογικών του δηλώσεων. Αναμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι κατόρθωσε να κινητοποιήσει ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος που αισθάνεται απογοητευμένο με την αυξανόμενη οικονομική ανισότητα και την «υφαρπαγή» του πολιτικού συστήματος από τις θεσμοθετημένες και καλά οργανωμένες ομάδες συμφερόντων, όπως αναλύει και ο Francis Fukuyama σε πρόσφατο άρθρο του στο Foreign Policy. Οι αντιλήψεις και θέσεις του Trump, καίτοι έρχονται σε αντιπαράθεση με αυτές των ελίτ των ευρωπαϊκών χωρών και των συμμάχων τους, εντούτοις συναντούν μια αυξανόμενη αποδοχή από τις πλατιές μάζες των αποκαλούμενων «απλών ανθρώπων», οι οποίοι ως επί το πλείστον κατατάσσουν (σωστά ή λάθος) τον εαυτό τους στην πλευρά των χαμένων του αμερικανογενούς φαινομένου της  παγκοσμιοποίησης. Είναι αλήθεια ότι η οικονομικές ανισότητες έχουν διευρυνθεί διότι η οικονομική παγκοσμιοποίηση έχει πλήξει τα μικρομεσαία οικονομικά στρώματα, την περίφημη «μεσαία τάξη» την οποία τόσο πολύ «μόχθησε» να δημιουργήσει και να καταξιώσει η μεταπολεμική οικονομική πραγματικότητα.

Έχοντας ορθά εντοπίσει αυτές τις τάσεις ο Trump προχώρησε στην υιοθέτηση μιας λαϊκιστικής ηγετικής φυσιογνωμίας και πραξεολογίας, υποσχόμενος με ένα μαγικό τρόπο να ανατρέψει όλες αυτές τις (αποτυχημένες συνταγές) αλυσιτελείς, για τον μέσο αμερικάνο πολίτη, καταστάσεις και τα οργανωμένα συμφέροντα. Μέχρι σήμερα ο Trump δεν έχει επιδείξει ένα ξεκάθαρο ανάλογο σχέδιο αλλά εξελισσόμενης της προεκλογικής του εκστρατείας κατέγραψε σημαντικές αναδιπλώσεις από σκληροπυρηνικές και αντισυμβατικές θέσεις του, χωρίς αυτή η κίνηση από μόνη της να αποτελεί οπωσδήποτε μειονέκτημα.

Παρά την σχετική άμβλυνση αρκετών θέσεων του και την ύπαρξη πολλαπλών εξισορροπητικών δομών του αμερικανικού πολιτικού συστήματος (τα γνωστά «checks and balances» παρότι το καθιστούν ιδιαίτερα πολύπλοκο και δυσνόητο εξασφαλίζουν τη σταθερότητα), η εκλογή του Trump εξακολουθεί να προκαλεί ανησυχία σε σημαντική μερίδα πολιτών στο εσωτερικό και εξωτερικό και κυρίως στις ηγεσίες συμμαχικών και μη κρατών. Αναλύσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας θέλουν ορισμένες χώρες μέλη του ΝΑΤΟ να ανησυχούν από μια ενδεχόμενη αμερικανική στροφή στον απομονωτισμό ή ακόμη και από την επιλογή μιας πιο περιοριστικής ερμηνείας του αμερικανικού συμφέροντος. Συγχρόνως λεκτικές αναφορές για αναβίωση πρακτικών προστατευτισμού στο διεθνές εμπόριο δημιουργούν κλίμα αβεβαιότητος και κλονίζουν το βασικό συντελεστή της οικονομίας, την εμπιστοσύνη. Ρωσία και Κίνα φαίνεται να αποδέχονται, για διαφορετικούς λόγους εκάστη, με ικανοποίηση την εκλογή Trump, λόγω της εκλογικής αποτυχίας της καθεστηκυίας ελίτ και ευελπιστώντας να υλοποιήσει την μερική, έστω, αναδίπλωση των Ηνωμένων Πολιτειών από διάφορα σημεία του πλανήτη. Εν τούτοις, η επικράτηση ενός «αγνώστου» και ενδεχομένως απρόβλεπτου παράγοντα στο τιμόνι της υπερδύναμης, δημιουργεί προβληματισμούς στις ηγεσίες των χωρών που ενίοτε προτιμούν τη σταθερότητα του δοκιμασμένου, ίσως και ισχυρού, αντιπάλου. Όμως η επιλογή Trump έχει εν μέρει τις ρίζες της και στις παραδοσιακές σχολές σκέψης που εναλλασσόμενα κυριαρχούν ή επηρεάζουν έντονα το πολιτικό σκηνικό των Ηνωμένων Πολιτειών.

Στο επίπεδο της θεωρίας εξωτερικής πολιτικής και ειδικά σε σχέση με την αμερικανική πολιτική πραγματικότητα, προφανώς ο Trump εκπροσωπεί κυρίως την «τζακσονική» και ως ένα βαθμό την «τζεφερσονιανή» παράδοση των Ηνωμένων Πολιτειών. Η πρώτη αντιπροσωπεύει μια εσωστρεφή και συντηρητική πολιτική κουλτούρα με αναφορές στην τιμή, την ανεξαρτησία, το θάρρος και την στρατιωτική υπερηφάνεια. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της «τζακσονιανής» επιρροής στο αμερικανικό  πολιτικό γίγνεσθαι αποτελούν οι περιπτώσεις στις οποίες επιτυχημένοι στρατηγοί αναδείχθηκαν ως σημαίνουσες πολιτικές προσωπικότητες. Οι αξίες του «τζακσονισμού» επενεργούν σημαντικό στη διαμόρφωση  της αμερικανικής  πολιτικής και συνέβαλαν στην εκλογή προέδρων όπως οι Robert Nixon και Ronald Reagan. Ο «τζακσονισμός» επανέκαμψε μεταψυχροπολεμικά ως μια περιορισμένη τάση προς το νεοαπομονωτισμό και την απεμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών από τις πολυμερείς δεσμεύσεις, υποστηρίζοντας την υπεράσπιση των αμερικανικών εθνικών συμφερόντων μέσω μονομερών ενεργειών. Η «τζεφερσονιανή» σχολή ιεραρχεί ως το πλέον ζωτικό συμφέρον για τις Ηνωμένες Πολιτείες την διατήρηση της αμερικανικής δημοκρατίας στα πλαίσια ενός επισφαλούς κόσμου. Εντός αυτού του πλαισίου αναζητά πάντοτε μεθόδους για την υπεράσπιση της αμερικανικής ανεξαρτησίας με το μικρότερο δυνατό κόστος.

Συνηθίζεται όταν αναφερόμαστε στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών να μιλάμε για την  «administration» του συγκεκριμένο προέδρου και όχι για τον πρόεδρο μόνο. Αυτό διότι όπως είναι φυσικό ο πρόεδρος, ο οποίος στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων είναι προϊόν του πολιτικού και του κομματικού συστήματος,  περιστοιχίζεται από στρατιές συμβούλων οπότε στην ουσία οι αποφάσεις ίσως να λαμβάνονται από αυτόν όμως στην ουσία η πολιτική ασκείται από μία ομάδα. Ο κ. Trump θα είναι ένας πρόεδρος ο οποίος λόγω ιδιοσυγκρασίας, αλλά βασικά λόγω προέλευσης από τον σκληρό πυρήνα των επιχειρηματιών όπου πρυτανεύει η ρήση: «The bussines of bussines is bussines», πιθανόν να ασκεί περισσότερο ηγεσία και «decision making» από προηγούμενους προέδρους.

Η αλήθεια είναι ότι η εκλογή Trump, τουλάχιστον στο επίπεδο των μέχρι τώρα διακηρύξεων επαναθέτει μια σειρά ζητημάτων εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής καθώς και της θεωρίας των διεθνών σχέσεων. Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ έχουν δημιουργήσει ένα πολιτικό σύστημα με σημαντικά θεσμικά αντίβαρα και ασφαλιστικές δικλείδες, οι οποίες δεν επιτρέπουν προσωποπαγείς πρακτικές και πόσο μάλλον θεσμικές εκτροπές.  Επομένως δεν θα «κινδυνεύσει» η δημοκρατία στην χώρα επειδή εξελέγη ο Trump, ούτε επίσης αναμένονται δραματικές αλλαγές στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Εύλογες αμφιβολίες προκαλεί η διακηρυκτική πρόθεση της αμερικανικής αποστασιοποίησης από το διεθνές σύστημα, όταν διακηρυγμένος στόχος τους είναι η διατήρηση της αμερικάνικης ηγεμονίας. Στο σημερινό αλληλοεξαρτώμενο διεθνές σύστημα η παραπάνω πρόταση ηχεί τουλάχιστον αντιφατική. Το πιθανότερο ενδεχόμενο είναι οι διάφορες αντισυμβατικές διακηρύξεις να χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο συνδιαλλαγής με συμμάχους και εχθρούς. Αναμφισβήτητα τροποποιήσεις σε διάφορα θέματα, τακτικής, κυρίως φύσεως, θα λάβουν χώρα προκαλώντας όμως ασύμμετρα αποτελέσματα στις επιδιώξεις και σχέσεις των μικροτέρων χωρών.

Οι αμερικανορωσικές σχέσεις θα εξακολουθήσουν, τουλάχιστον για την επόμενη τετραετία, να αποτελούν την σημαντικότερη πρόκληση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Η άναρχη φύση του διεθνούς συστήματος και ανατροφοδοτούμενες αξιώσεις ισχύος (αναλύεται σαφώς στο έργο «Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων» του John Mearsheimer, στα ίχνη του πάντα επικαίρου Θουκυδίδη), θα εξακολουθήσουν να προσδιορίζουν τις σχέσεις Ουάσιγκτόν-Μόσχας οι οποίες, παρά τις επιμέρους συγκλίσεις, θα είναι ανταγωνιστικές και αποκλίνουσες στα περισσότερα και σημαντικότερα ζητήματα. Η ενδεχόμενη μερική συναντίληψη των δυο ηγετών δεν αρκεί για να  υπερκεραστούν στρατηγικές αναγκαιότητες, χρόνιες διαφοροποιήσεις και αμοιβαία καχυποψία. Ούτε φυσικά και η πρώτη, μετά τις εκλογές, τηλεφωνική επικοινωνία Trump και Putin και η εκφρασθείσα αμοιβαία ανησυχία για τη μη ικανοποιητική κατάσταση των διμερών σχέσεων σηματοδοτεί την άμεση βελτίωσή τους. Με αυτήν την έννοια ίσως είναι υπερβολικοί οι φόβοι ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών για μια απομονωτική πολιτική που θα εγκαταλείψει την Ευρώπη (να αποτρέψει  αφ’ εαυτού της τον ρωσικό αναθεωρητισμό) στα «νύχια της ρωσικής αρκούδας».

Τοιουτοτρόπως και η πολυσυζητημένη, εδώ και χρόνια, ανάσχεση της Κίνας στον Ειρηνικό, διέρχεται μέσα από μια σειρά συνεργασιών με φιλικές προς την Ουάσινγκτον χώρες (Ιαπωνία, Νότιος Κορέα, Σιγκαπούρη κλπ). Ορισμένες όμως από τις ασιατικές χώρες, σήμερα αισθάνονται άβολα και αναζητούν διαύλους επικοινωνίας και προς το Πεκίνο. Η φυσιολογική αυτή, για τις διεθνείς σχέσεις, αντίδραση δε συνεπάγεται την κατάρρευση της αμερικανικής παρουσίας και ενδιαφέροντος για την περιοχή αλλά καταδεικνύει την ανασφάλεια, την κινητικότητα και την προσαρμοστικότητα που επιδεικνύουν όλοι οι διεθνείς «παίκτες». Η μεταψυχροπολεμική κινέζική εξωτερική πολιτική χρησιμοποίησε επιτυχώς τις πολιτικές και οικονομικές διευθέτησης της αμερικανοβαρούς διεθνούς τάξης, την εν λόγω περίοδο, βελτιώνοντας καίρια τους συντελεστές ισχύος της.  Μέχρι την τρέχουσα συγκυρία η Κίνα προδίδει μεγαλύτερη έμφαση στην οικονομική της ανάπτυξη και ιεραρχώντας ως σημαντικότερα τα εσωτερικά θέματα, που άπτονται της συνοχής και νομιμοποίησης προς την κρατική εξουσία, θα αποφύγει, βραχυπρόθεσμα, την άμεση αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από την άλλη πλευρά, ριζοσπαστικές προεκλογικές δηλώσεις του νέου Προέδρου, παραδείγματος χάριν  για αύξηση των δασμών των προϊόντων από την Κίνα, αφενός απαιτούν έγκριση των νομοθετικών σωμάτων και αφετέρου, οδηγούν σε μια σειρά δικαστικών προσφυγών (στην καλύτερη περίπτωση) και σε αλυσιδωτή ανεξέλεγκτη σειρά αντιποίνων.

Μια πρώτη ένδειξη των ευρωπαϊκών ανησυχιών αλλά και θέσεων αποτυπώθηκε στη συγχαρητήρια επιστολή της καγκελαρίου Merkel που επαναλαμβάνει τη σταθερή γερμανική δέσμευση στις αρχές και αξίες του ΝΑΤΟ και της κοινής πορείας των τελευταίων 70 ετών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν τη δημιουργία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ως μια από τα πιο επιτυχημένες μεταπολεμικές στρατηγικές τους. Τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαδραμάτισαν πολύ σημαντικό ρόλο στη αίσια έκβαση του ψυχρού πολέμου, την ειρηνική μετάβαση στην μεταψυχροπολεμική εποχή και την εμπέδωση της τάξης στην ευρωπαϊκή Ήπειρο, μέσω της ενσωμάτωσης στους κόλπους της κρατών που άνηκαν στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Συγχρόνως εμφανίζονται και οι πρώτες φωνές που αναζητούν «περισσότερη Ευρώπη» καλώντας διστακτικά το Βερολίνο να αναλάβει τις υποχρεώσεις που το μέγεθος και η οικονομία της χώρας επιβάλλουν. Δεν είναι λίγοι οι Ευρωπαίοι οι οποίοι θεωρούν την περαιτέρω ενοποίηση ως τη μοναδική λύση στα προβλήματα της εποχής: τη ρωσική απειλή, την τουρκική αδιαλλαξία, το BREXIT και την οικονομική στασιμότητα της γηραιάς ηπείρου. Θέσεις πλήρους σύγκρουσης ή πλήρους χειραγώγησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις ΗΠΑ δεν αποτελούν αξιόλογες ερμηνευτικές προσέγγισης ούτε του ευρωπαϊκού εγχειρήματος εν γένει ούτε των διατλαντικών σχέσεων. Η αδυναμία πολιτικής ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξυπηρετεί τα αμερικανικά συμφέροντα. Επίσης τυχόν ηγεμονικές αξιώσεις εντός της Ένωσης με σκοπό την αποτελεσματικότερη λειτουργία της, θα προκαλέσει εντάσεις εντός της Κοινότητας, αναβαθμίζοντας ακόμη περισσότερο τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας. Ας μη παρασυρόμαστε όμως, η αμερικανική αναδίπλωση, παρά τις δηλώσεις, φαντάζει ως ένα αρκετά μακρινό ενδεχόμενο. Όμως οι προεκλογικές δηλώσεις του Trump έχουν ήδη, μετά από αρκετό διάστημα, παρακινήσει ξανά τους Ευρωπαίους να συζητούν για κοινή άμυνα, πολιτική ασφάλειας και δυνάμεις ταχείας αντίδρασης!

Έχοντας ακροθιγώς αναλύσει το διεθνές περιβάλλον, ας προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε και τις συνέπειες της εκλογής Trump στη χώρα μας και φυσικά στη γεωπολιτική μας σημασία και στις τριβές με μια αναθεωρητική και απρόβλεπτη Τουρκία καθώς και τις εξελίξεις στα φλέγοντα οικονομικά μας προβλήματα. Στην παρούσα συγκυρία υπάρχουν σημαντικές συγκλίσεις συμφερόντων μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ελλάδος ενώ η σταθεροποίηση και ανάκαμψη της Ελλάδας φαίνεται να αποτελεί βασικό ενδιαφέρον της Ουάσινγκτον. Η αξίωση της Άγκυρας για μια πιο ανεξάρτητη, σε σχέση με τα δυτικά στρατηγικά προστάγματα, και αξίες εσωτερική και εξωτερική πολιτική είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.

Είναι γεγονός πως η αντιδυτική ρητορική του κυβερνόντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) προσδίδει στην Ελλάδα τη δυνατότητα περαιτέρω και εντονότερης προσέγγισης με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η προσπάθεια της Άγκυρας να καταστεί περιφερειακός ηγεμόνας στην Aνατολική Μεσόγειο και μάλιστα σχετικά αυτονομημένος από τις στρατηγικές επιλογές της Δύσης και κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών διαφοροποιεί σταδιακά τον τρόπο που προσεγγίζει το State Department τις διμερείς τους, και κατά συνέπεια και τις ελληνοαμερικανικές, σχέσεις.

Μέχρι την ανάληψη της διακυβέρνησης της Τουρκίας από το ΑΚΡ, ο τουρκικός αναθεωρητισμός, στα πλαίσια διακυβέρνησης των κεμαλικών κομμάτων, ήταν ενταγμένος στις  στρατηγικές προτεραιότητες της Δύσης. Συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν οι τουρκικές διεκδικήσεις να έχουν μεγαλύτερα περιθώρια αποδοχής από τις δυτικές πρωτεύουσες. Μια αναβαθμισμένη γεωπολιτικά και ισχυρότερη Τουρκία θα καταστεί ακόμη πιο αυτονομημένη από τις αμερικανικές στρατηγικές επιλογές.  Στην παρούσα συγκυρία ο περιορισμός του τουρκικού ηγεμονισμού φαίνεται να συνάδει όλο και περισσότερο με τον αμερικανικό παράγοντα, στο βαθμό υπονομεύει τα συμφέροντά του.

Υπό αυτό το πρίσμα οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα εξακολουθούν να είναι προβληματικές.  Η ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία  του Trump  εκτιμάται ότι θα τον δυσκολέψει να κατανοήσει τις ιδιομορφίες και αντιπαλότητες στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και Αιγαίου. Ενδεχόμενη αρχική καλή διάθεση επαναπροσέγγισης με την Τουρκία μάλλον θα προσκρούσει στον «ιδιαίτερο» χαρακτήρα του τούρκου προέδρου και την μαξιμαλιστική πολιτικής της Αγκύρας. Ο παρορμητισμός του νέου Προέδρου θα προβληματιστεί από το κοσμοθεωρητικό χάσμα που θα διαγνώσει στον Τούρκο ομόλογό του. Θα είναι δύσκολο ενώ ο Τrump θα βάλλεται στο εσωτερικό ως απειλή για τον δημοκρατικό χαρακτήρα του αμερικανικού πολιτικού συστήματος να υποστηρίζει τον Erdogan στο «μεταρρυθμιστικό» του έργο. Φυσικά η ελληνική εξωτερική πολιτική θα πρέπει να διαχειριστεί την αρχική περίοδο μέλιτος μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών-Τουρκίας. (Θυμηθείτε τις «επαινετικές» προς την Τουρκική Δημοκρατία δηλώσεις του νεοεκλεγμένου Obama το 2008).

Περνώντας και στις οικονομικές συνέπειες υπενθυμίζουμε ότι ο Trump είχε στο παρελθόν δηλώσει ότι δεν θα ήθελε να αναμειχθεί στο ελληνικό ζήτημα. Μάλιστα στο παρελθόν είχε ισχυριστεί ότι το ευρώ δημιουργήθηκε για να ανταγωνιστεί τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ πρόσφατα υπέδειξε στη Γερμανία να αναλάβει την επίλυση του προβλήματος του ελληνικού χρέους. Με αυτόν τον τρόπο ο Trump έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν σκοπεύει να επέμβει άμεσα στο ελληνικό ζήτημα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η χώρα μας δεν θα επηρεαστεί άμεσα και έμμεσα από τις πολιτικές και τις κινήσεις του.

Ένα από τα σενάρια που πρόσφατα εμφανίστηκε, αφορά μια ευνοϊκότερη  -χαμηλού profile- ρύθμιση του ελληνικού χρέους ώστε να ενισχυθεί η προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης.  Άλλωστε, το μήνυμα που έχουν λάβει οι Ευρωπαίοι από τις αμερικανικές εξελίξεις και σε συνδυασμό με το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος, είναι ότι ο κίνδυνος της ισχυροποίησης του λαϊκισμού είναι σοβαρός ενώ η απειλή της ύφεσης από την ευρωζώνη δεν έχει εξοστρακιστεί. Τα μηνύματα και οι ανησυχίες έρχονται σε μια χρονική στιγμή που η Ελλάδα φαίνεται «κουρασμένη» από τη χρόνια λιτότητα ενώ τέσσερις χώρες (Ιταλία, Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία) προσέρχονται στις κάλπες μέσα στο επόμενο 12μηνο.

Ενδεχομένως, η αποτελεσματικότητα της «αυστηρής» και σε αρκετές περιπτώσεις οπορτουνιστικής, στάσης των ευρωπαίων πιστωτών έναντι της Ελλάδας, να τεθεί υπό συζήτηση κάτω από το πρίσμα της αβεβαιότητας που δημιουργούν τα προαναφερθέντα γεγονότα και εξελίξεις. Στο «καλό» αυτό σενάριο, η δρομολόγηση κοινά αποδεκτής βραχυπρόθεσμης-μεσοπρόθεσμης λύσης θα απαλλάξει τους Ευρωπαίους από ένα χρονίζον πρόβλημα καθώς νέα «μέτωπα» εμφανίζονται απειλητικά. Βεβαίως υπάρχει και ο αντίλογος, ο οποίος θέλει τους Ευρωπαίους να μην υποχωρούν, σε μια προσπάθεια να δώσουν το μήνυμα της υπεράσπισης των «political correct» (μονεταριστικών) επιλογών της αυστηρής δημοσιοοικονομικής πολιτικής και της διασφάλισης των χρημάτων των φορολογουμένων τους, καθόσον η υποστηριζόμενη χώρα (Ελλάδα) δεν έχει κατορθώσει να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της.

Την τελική επικράτηση του κάθε σεναρίου πιθανόν να κρίνει η στάση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο αν και ασκεί τις μεγαλύτερες πιέσεις για τη λιτότητα και τις μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, δεν έχει παραλείψει ούτε σε μία έκθεσή του από το 2014 να τονίζει την ανάγκη ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Μάλιστα, δεδομένης της ανάγκης της Γερμανίας να συμμετάσχει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, οι Ευρωπαίοι δεν αποκλείεται να υποκύψουν στον όρο της συμμετοχής του, ο οποίος δεν είναι άλλος από την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.

Ωστόσο, στο περίπλοκο αυτό μείγμα, θα πρέπει να τεθεί υπόψη ένας ακόμη παράγων που μπορεί –μεσοπρόθεσμα- να επιδράσει καταλυτικά στη στάση των Ευρωπαίων έναντι των ευάλωτων  εταίρων, όπως η Ελλάδα. Ο εμπορικός προστατευτισμός και η έμφαση στις εγχώριες επενδύσεις υποδομών στα οποία στοχεύει ο Trump μπορεί να προκαλέσουν επιστροφή των παραγωγικών δραστηριοτήτων των αμερικανικών επιχειρήσεων σε εθνικά εδάφη, στήριξη της τοπικής αγοράς εργασίας και συνεπακόλουθα ενίσχυση των φορολογικών εσόδων της χώρας. Τα κίνητρα που προφανώς θα δοθούν για την επιχειρηματική αναδίπλωση (εάν το εγχείρημα επιτύχει), θα καταφέρουν ένα σημαντικό πλήγμα στις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και στις θέσεις εργασίας αυτών των χωρών. Η εξέλιξη αυτή θα αποδυναμώσει σημαντικά τις ευρωπαϊκές χώρες, ειδικά εκείνες που έχουν καθαρό εξαγωγικό προσανατολισμό, όπως είναι η Γερμανία, οι οποίες ταυτόχρονα αποτελούν και τους βασικούς πιστωτές της Ελλάδας, δυσχεραίνοντας έτι περαιτέρω τη μεσοπρόθεσμη στήριξη της ελληνικής οικονομίας. Επίσης, θα αποδυναμώσει ασιατικές χώρες, όπως η Κίνα, η οποία θεωρείται ένας εκ των μεγαλύτερων επενδυτών στις ελληνικές υποδομές.

Τέλος, στις εξαγγελίες του Trump περιλαμβάνεται ένα λεπτομερές σχέδιο σταδιακής ενεργειακής απεξάρτησης της αμερικανικής οικονομίας από τρίτες χώρες, εξέλιξη που αναμένεται από τους περισσότερους αναλυτές να ασκήσει πιέσεις στην τιμή του πετρελαίου και άλλων ενεργειακών εμπορευμάτων. Σε περίπτωση επιβεβαίωσης του σεναρίου αυτού, εκτιμάται ότι θα δοθεί αφενός ώθηση στην παγκόσμια οικονομία και αφετέρου θα καθυστερήσει τις πληθωριστικές πιέσεις, συντηρώντας τις «διευκολυντικές» νομισματικές πολιτικές για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε αυτήν την περίπτωση, η Ελλάδα μπορεί να επωφεληθεί από την ανάκαμψη των μεγάλων οικονομιών στις οποίες στηρίζεται πολλαπλά, τόσο προσελκύοντας κεφάλαια, όσο και απολαμβάνοντας ευνοϊκότερη μεταχείριση από τους εταίρους, που θα γευθούν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.

Συνοψίζοντας, οι παράγοντες που θα επηρεάσουν τα φλέγοντα προβλήματα της χώρας μας είναι πολύπλοκοι, αντιφατικοί, απρόβλεπτοι και κάθε εκτίμηση εμπεριέχει κινδύνους. Παράλληλα, αυξάνεται στην διεθνή πολιτική σκηνή ο αριθμός των «μαθητευόμενων μάγων» που σαγηνεύουν και προσελκύουν τις ψήφους των συνεχώς αυξανομένων απογοητευμένων ανθρώπων. Η εκλογή Trump δημιουργεί περαιτέρω αβεβαιότητες αναφορικά με τις πολιτικές και οικονομικές επιλογές των Ηνωμένων Πολιτειών που αναμφισβήτητα επηρεάζουν όλο τον κόσμο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση παρακολουθεί τις εξελίξεις προβληματισμένη και αμήχανη. Εμείς εδώ στην Ελλάδα ανησυχούμε για τις συνέπειες του κενού που θα δημιουργήσει μια ενδεχόμενη αμερικανική αναδίπλωση. Ταυτόχρονα ευελπιστούμε σε μια «επιστροφή» στην εποχή των «πατέρων της Ευρώπης» και της κοινοτικής αλληλεγγύης. Συγχρόνως όμως η ιδέα  της γερμανικής πρωτοκαθεδρίας στη γηραιά ήπειρο μας τρομάζει. Το διεθνές γίγνεσθαι είναι αρκετά ρευστό και υπό διαμόρφωση. Όμως ακόμη και η προ εικοσιπενταετίας κατάρρευση του σοβιετικού συνασπισμού απέδειξε την ύπαρξη αρκετών «σταθερών σημείων» στις διεθνείς σχέσεις και τη γεωστρατηγική. Στα χέρια λοιπόν της ελληνικής κυβέρνησης είναι να αναδείξει αυτά τα «σταθερά σημεία» προβάλλοντας τα κοινά συμφέροντα και έχοντας αφουγκραστεί τις νέες τάσεις να προσπαθήσει να εκμεταλλευθεί τη δυναμική τους. Σε τελευταία ανάλυση, μια κατάλληλη στρατηγική μπορεί να μην είναι πάντα ικανή να δημιουργήσει από μόνη της ευνοϊκές προϋποθέσεις τουλάχιστον όμως οφείλει να αποφύγει τα ολέθρια σφάλματα και να είναι έτοιμη να εκμεταλλευτεί τα σφάλματα των άλλων και τις συγκυρίες. Και η αρχή γίνεται τακτοποιώντας τα του οίκου της.

Το παρόν κείμενο ολοκληρώθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2016 και αποτελεί μια συλλογική προσπάθεια των:
Αλεξάνδρα Τόμπρα, Δημοσιογράφου, Πολιτικού Επιστήμονα, ΜΒΑ
Δημήτρη Στεργίου, Γεωοικονομικού Αναλυτή, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Ιπποκράτη Δασκαλάκη, Υποστρατήγου εα, Διευθυντού Μελετών ΕΛΙΣΜΕ
Χρήστου Ζιώγα, Μεταδιδακτορικού Ερευνητού και Διδάσκοντα Διεθνών  Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Αφήστε μια απάντηση