Blog

9/4/2016. ΕΛΙΣΜΕ: ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ «ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ ΕΘΝΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ» (Άνοιξη 2016). ΕΥΡΩΑΤΛΑΝΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

9/4/2016. ΕΛΙΣΜΕ: ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ «ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ ΕΘΝΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ» (Άνοιξη 2016). ΕΥΡΩΑΤΛΑΝΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Εισηγητής: Χρήστος Ζιώγας: Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων Παντείου Πανεπιστημίου

Γενικά
Η λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου σήμαινε και το τέλος της Ευρώπης ως το κέντρο του διακρατικού συστήματος. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις υπολείπονταν έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης  σε ισχύ, θέση και ρόλο.Η αποκρυστάλλωση του διπολισμού αποτυπώθηκε το 1949 με την ίδρυση της Ατλαντικής Συμμαχίας και την εγκατάλειψη εκ μέρους των ΗΠΑ της πολιτική απομονωτισμού, εξασφαλίζοντας την ενότητα της δυτικής Ευρώπης και την αμυντική της κάλυψη έναντι της σοβιετικής απειλής. Ταυτόχρονα,όμως, δημιουργήθηκε μια ετεροβαρής σχέση ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, καταδεικνύοντας με τον πιο εμφατικό τρόπο την αμερικανική κυριαρχία σε θέματα άμυνας και ασφάλειας. Οι νεοπαγείς ευρωατλαντικές σχέσεις είχαν δημιουργήσει το περιβάλλον μέσα στο οποίο έπρεπε να δραστηριοποιηθούν οι ευρωπαϊκές χώρες σε συνάρτηση όμως με την πορεία των  αμερικανοσοβιετικών  σχέσεων. Οι ΗΠΑ απεδέχθησαν τη δημιουργία μίας δυτικοευρωπαϊκής οντότητας εντός όμως της βορειοατλαντικής συμμαχίας, γεγονός που σήμαινε ότι οι ευρωατλαντικές σχέσεις ήταν η εξαρτημένη μεταβλητή των αμερικανοσοβιετικών σχέσεων.
Η νέα κατανομή ισχύος στην Ευρώπη περιόριζε τις ικανότητες των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας και της Δυτικής Γερμανίας, να χαράξουν και ν’  ασκήσουν τις εθνικές τους στρατηγικές. Πιο συγκεκριμένα: α) τα ευρωπαϊκά κράτη ήταν κατεστραμμένα λόγω των πολεμικών συγκρούσεων, τόσο σε επίπεδο υποδομών όσο και σ’ αυτό των ενόπλων δυνάμεων, β) το φαινόμενο της αποαποικιοποίησης τους περιόρισε, έτι περαιτέρω, την επιρροή στο  διεθνές γίγνεσθαι αλλά και πολύτιμους πλουτοπαραγωγικούς πόρους, γ) η εξάρτησή τους από τις ΗΠΑ δεν αφορούσε μόνο τον αμυντικό τομέα αλλά και το αμερικονοπαγέςδιεθνές οικονομικό σύστημα, στο οποίο εντάχθηκε η Δυτική Ευρώπη και δ)την ανάδειξη των δύο υπερδυνάμεων, που ανέπτυξαν συγκρουσιακές σχέσεις στον πολιτικό, στρατιωτικό και ιδεολογικό τομέα σε πλανητικό επίπεδο και  συσπείρωσαν, σχεδόν, τον υπόλοιπο κόσμο γύρω από τους δύο συνασπισμούς, επιβάλλοντας πολιτικούς και στρατιωτικούς καταναγκασμούς στα μέλη τους.
H Γαλλία πρωτοστάτησε στην υιοθέτηση  επιλογών σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο δεν ήταν αντίθετη στην δημιουργία, εντός της δυτικής συμμαχίας, ενός Διευθυντηρίου αποτελούμενο από την ίδια τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Επιζητούσε λοιπόν ισόρροπες σχέσεις εντός της δυτικής συμμαχίας, με τους αγγλοσάξονες, και ήταν και έτοιμη να εγκαθιδρύσει μαζί τους  ένα νέο κονσέρτο δυνάμεων.Το Παρίσι, επομένως, διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην τελική μορφή των πολιτικών και αμυντικών επιλογών τις πρώτες δεκαετίες μετά το Β΄ΠΠ. Σε θεσμικό επίπεδο επικράτησαν πλήρως οι διακυβερνητικές αντιλήψεις ακόμη και για θεσμούς που είχαν και υπερεθνικά χαρακτηριστικά όπως η ΕΟΚ. Αντιθέτως στους τομείς υψηλής πολιτικής αποκλείστηκαν διαδικασίες υπερεθνικής ολοκλήρωσης.Στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας αν και ήλθε σε αντιπαράθεση με  τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν κατάφερε να ανατρέψει τον κυρίαρχο ρόλο τους στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Αντιθέτως οι Βρετανοί πολιτικοί πίστευαν ότι το μεταπολεμικό κενό ισχύος  στην Ευρώπη έπρεπε να καλυφθεί με την παρουσία των ΗΠΑ, κατάσταση που θα εξασφάλιζε την ασφάλεια της Δυτικής Ευρώπης από τη σοβιετική απειλή, θα επέλυε τα ενδοευρωπαϊκά ζητήματα ασφάλειας και κυρίως αυτό που άπτεται της θέσεως και του ρόλου της Γερμανίας στο μεταπολεμικό σύστημα. Βασική επιδίωξη των ατλαντικών θεσμών, για την οικοδόμηση των οποίων η Βρετανία εργάστηκε συστηματικά,  ήταν η ανάσχεση της ΕΣΣΔ,  ο έλεγχος της Δ Γερμανίας  και γενικά της κατανομής ισχύος στην Ευρώπη. Ακόμη η ανάπτυξή τους θα της εξασφάλιζε, λόγω και της ειδικής σχέσης με τις ΗΠΑ, ενισχυμένο ρόλο σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Είναι γεγονός αναντίρρητο πως η Γερμανία, μετά το τέλος του πολέμου, βρέθηκε σε δεινήστρατηγικά θέση. Κάνοντας μία σύντομη ανασκόπηση της γερμανικής πολιτικής μέχρι την επανένωσή της μπορούμε να προβούμε σε ορισμένες διαπιστώσεις: Πρώτον η Γερμανία επιδίωξε, μεθοδικά και στο βαθμό που της το επέτρεπαν οι συσχετισμοί ισχύος, αρχικά να επανακτήσει την εθνική της κυριαρχία, μετέπειτα να ενισχύει συνεχώς τη θέση και το ρόλο της στο περιφερειακό σύστημα και όταν δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο να επανενωθεί. Δεύτερον η συμμετοχή της, στους δυτικούς θεσμούς σκοπό είχε να εκπληρώσει τους εθνικούς της στόχους και να αποτρέψει αντιγερμανικές συσπειρώσεις στην Ευρώπη. Τρίτονκανένα γεγονός δεν καταδεικνύει ότι ήταν πρόθυμη να συμμετάσχει σε υπερεθνικούς θεσμούς για να αφομοιωθεί το γερμανικό έθνος σ’ ένα ευρύτερο πολιτικό σύνολο. Αντιθέτως χρησιμοποίησε εργαλειακά τους δυτικούς θεσμούς για να διευρύνει τους συντελεστές ισχύος της.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αποτέλεσαν μαζί με τα έξι ιδρυτικά κράτη συνδιαμορφωτές της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης τη δεκαετία του΄50 και τον σημαντικότερο παράγοντα της μεταπολεμικής σταθερότητας στη Γηραιά Ήπειρο. Ταυτόχρονα η σοβιετική απειλή λειτούργησε συσπειρωτικά ως προς τη συνοχή της δυτικής συμμαχίας κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου στα πλαίσια της οποίας διακρίνονταν ξεκάθαρα ο κυρίαρχος πολιτικοστρατηγικός ρόλος των ΗΠΑ. Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέποντας το κενό ισχύος στον ευρασιατικό χώρο και την αποδυνάμωση τη Ρωσίας, υιοθέτησαν στρατηγική αύξησης της επιρροής τους. Όχημα της αμερικανικής πολιτικής στον ευρασιατικό χώρο αποτέλεσε το ΝΑΤΟ. Μεταψυχροπολεμικά και την υιοθέτηση του νέου του δόγματος, το ΝΑΤΟ μετεξελίχθηκε από αμυντική συμμαχία σε πολιτικό οργανισμό, ο οποίος θα προωθεί τις νεοφιλελεύθερες, αγγλοσαξονικής προελεύσεως, ιδεολογικές αρχές στα πρώην κουμμουνιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης.
Εν τέλει οι ατλαντικές επιλογές στον τομέα της άμυνας επικράτησαν των ευρωπαϊκών, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄90, καθορίζοντας εν πολλοις και τα όρια της  κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής . Μια σειρά κρίσεων, όπως ηεπέμβαση στο Ιράκ το 2003, ο πόλεμος Ρωσίας- Γεωργίας το 2008, και ο εμφύλιος στην Ουκρανία το 2014,της μεταψυχροπολεμικής εποχής κατέδειξαν τις διακριτές στρατηγικές επιλογές των κρατών του ατλαντικού χώρου. Οι στρατηγικές αποκλίσεις δεν οδήγησαν σε μια αυτόνομη ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, αλλά αντιθέτως δημιούργησε ένα μεγάλο ρήγμα εντός της ΕΕ, και δυσκολίες εφαρμογής των νατοϊκών πολιτικών
Η αμερικανική υψηλή στρατηγική διαμορφωσε και επιθυμεί την ενοποίηση, μέχρι ενός σημείου, του ευρωπαϊκού χώρου ως μέρος της συνολικής της θέασης για τον κόσμο. Βέβαια η πολιτική ολοκλήρωση της ΕΕ, έστω κι αν φαίνεται απίθανη για ενδοευρωπαϊκούς λόγους, δεν θα αποτελούσε μια θετική προοπτική για τη Ουάσινγκτον που επιδιώκει, ιδιαίτερα στον τομέα της των εξωτερικών σχέσεων και της άμυνας, το όλο εγχείρημα να έχει διακυβερνητικό χαρακτήρα και να είναι ενταγμένο στα πλαίσια της ατλαντικής συμμαχίας. Θέσεις πλήρους σύγκρουσης ή πλήρους χειραγώγησης της ΕΕ από τις ΗΠΑ δεν αποτελούν αξιόλογες ερμηνευτικές προσέγγισης ούτε του ευρωπαϊκού εγχειρήματος εν γένει ούτε των διατλαντικών σχέσεων. Η αδυναμία των ευρωπαϊκών κρατών να προχωρήσουν συναινετικά  προς την πολιτική ολοκλήρωση καθησυχάσει τις ΗΠΑ η δε προοπτική χειραφέτησης της Ευρώπης μέσω μίας ηγεμονικής απαίτησης από ένα ή περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ αναβαθμίζει την παρουσία της Αμερικής ως εξόχως απαραίτητη για την ευρωπαϊκή τάξη από τα εν δυνάμει ηγεμονευόμενα κράτη- μέλη.    
Στην παρούσα συγκυρία η Γερμανία αν και ασπάζεται κοινές αξίες με τις ΗΠΑ επιδιώκει ταυτόχρονα να δρομολογήσει στρατηγικές συνεργασίας και με την Ρωσία. Η γερμανική κυβέρνηση προσπαθεί να καταστεί η σχέση μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών πιο ισόρροπη και αμφίδρομη ενώ φροντίζει παράλληλα για τη διασφάλιση των συμφερόντων τους στην Ανατολική Ευρώπη εμβαθύνοντας, τουλάχιστον μέχρι την πρόσφατη κρίση στην Ουκρανία, τη συνεργασία με τη Ρωσία. Στο οικονομικό πεδίο η Γερμανία επιδίωξε μέσω της νομισματικής ένωσης να δημιουργήσει έναν ενιαίο οικονομικό χώρο αντίστοιχο της οικονομικής της δυναμικής, πολιτική η οποία εντάθηκε με τη διεύρυνση προς Ανατολάς.

Συνοπτική Παρουσίαση Κυρίων Σημείων
Οι αισιόδοξες αντιλήψεις που είχαν δημιουργηθεί μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου για μια φιλελεύθερη διεθνή κοινωνία μάλλον έχουν υποχωρήσει. Η σαφώς πιο ενεργητική πολιτική της Ρωσίας καταδεικνύει την επιθυμία της ν’ ανακτήσει την επιρροή της, πολιτική και οικονομική, στον ευρασιατικό χώρο εμποδίζοντας την περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στην περιοχή που θεωρεί περιφέρειά της επιδιώκοντας να επανακτήσει το καθεστώς μιας μεγάλης περιφερειακής δύναμης, γεγονός που εγείρει ζητήματα σχετικά με τις ευρω-ρωσικές σχέσεις. Η παρούσα κρίση στην Ουκρανία εμπεριέχει περισσότερο το στοιχείο της αντιπαράθεσης παρά της συνεννόησης. Ο ρωσικός παράγοντας, στο βαθμό που αποκτήσει ηγεμονικά χαρακτηριστικά, δεν θα αποτελεί ιστορικά ένα πρωτόγνωρο στοιχείο για τη Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η σοβιετική απειλή λειτούργησε συσπειρωτικά κατά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Η αμερικανική παρουσία στην ευρωπαϊκή ήπειρο και η επανάκαμψη της Ρωσικής Ομοσπονδίας ως ενεργού δρώντος στην ανατολική Ευρώπη δεν είναι καταστάσεις πρωτόγνωρες για την ΕΕ, υπήρξαν καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και συνετέλεσαν με το δικό τους τρόπο η καθεμία στην πρόοδο του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Η αμερικανική παρουσία έλεγχε τους ενδοευρωπαϊκούς συσχετισμούς ισχύος, και έδωσε τη δυνατότητα οικοδόμησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δε σοβιετική απειλή λειτουργούσε συσπειρωτικά για τα κράτη της δυτικής Ευρώπης. Στην παρούσα φάση αυτό που θα μπορούσε να δημιουργήσει φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό της Ένωσης είναι η θεσμοποίηση ιεραρχικών τάσεων με κεντρικό δρώντα στη λήψη αποφάσεων τη Γερμανία.
Εξήντα περίπου έτη μετά τη Συνθήκη της Ρώμης (1957), η οποία ίδρυσε τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, αναμφίβολα έχουν διαφοροποιηθεί οι παράγοντες και τα δεδομένα για μια σειρά ζητημάτων εντός και εκτός Ευρώπης, σίγουρα όμως η εν λόγω αλλαγή των προτεραιοτήτων και επιλογών δεν έχει μεταβληθεί δομικά. Οι ενδοευρωπαϊκές διαφορές, στο βαθμό που δε χειραγωγήθηκαν ούτε σε ατλαντικό, ούτε σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο, λειτουργούν ανασχετικά στην προσπάθεια πολιτικής ενοποίησης της Δυτικής Ευρώπης.  Η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προωθήσει την ολοκλήρωση και στον πολιτικό τομέα εκλαμβάνεται από τις ΗΠΑ ως εγγενές χαρακτηριστικό του ευρωπαϊκού χώρου και θετικό για τα συμφέροντά τους γεγονός.Το θεσμικό πλαίσιο που επέφερε η Συνθήκη του Μάαστριχ και οι επακόλουθες αναθεωρητικές συνθήκες έχουν δημιουργήσει ένα πολιτικό μόρφωμα με υπερεθνικά, μεικτά και διακυβερνητικά χαρακτηριστικά που όμως σε καμία περίπτωση δεν έχει επιφέρει την πολιτική ένωση της Κοινότητας. Η πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης εξακολουθεί να αποτελεί ανεκπλήρωτο στόχο δεκαετίες μετά την εκκίνηση της όλης διαδικασίας.
Αναμφίβολα η συμμετοχή της Γερμανίας στους δυτικούς πολιτικοστρατιωτικούς θεσμούς μεταπολεμικά αποτέλεσε μια επιτυχημένη πολιτική ασφαλείας η οποία διακρίνονταν από συνέπεια και συνέχεια. Η παρουσία των ΗΠΑ στην Δυτική Ευρώπη ήταν καταλυτική στην ευόδωση των γερμανικών επιλογών. Η σημασία που αποδίδει η γερμανική ηγεσία στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο είναι καίρια επιλογή που αποτυπώθηκεστην γερμανική στάση κατά τις αλλεπάλληλες διευρύνσεις της Συμμαχίας προς Ανατολάς. Είκοσι έξι χρόνια  μετά  την  επανένωση,  η  Γερμανία  αποτελεί  την ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης. Η τωρινή οικονομική κρίση της δημιουργεί αυξημένες υποχρεώσεις σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης της δύσκολής συγκυρίας έτσι ώστε η όλη διαδικασία να επαληθεύει τον ευρωπαϊκό χαρακτήρα της Γερμανίας και να μην δημιουργεί παραστάσεις μιας γερμανικής Ευρώπης.
Η προσδοκία, γαλλικής κυρίως εμπνεύσεως, πως η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θα τιθάσευε τη γερμανική ισχύ θα επαληθευόταν στο βαθμό που θα αφομοιωνόταν το έθνος-κράτος από μία ευρωπαϊκή υπερεθνική πολιτική δομή. Η Δυτική Γερμανία αρχικά, και η επανενωμένη αργότερα, συμμετείχε στο συσσωματικό εγχείρημα όχι για να απολέσει την κρατική της κυριαρχία αλλά μάλλον για την διευρύνει την εθνική τους ισχύ, όπως συνέβη με όλα τα κράτη-μέλη της Ένωσης.
Το Ηνωμένο Βασίλειο από το 1973 που έγινε μέλος της Κοινότητας και μετέπειτα κατέστη ο θεματοφύλακας της ατλαντικής πρωτοκαθεδρίας για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας στα πλαίσια της Κοινότητας όπως αποτυπώνεται και στις θεσμικές ρυθμίσεις της ΚΕΠΠΑ (Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας). Οι διευρύνσεις της Ένωσης κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο όξυναν τη στρατηγική της ετερότητα ενισχύοντας την ατλαντική πτέρυγα της στο εσωτερικό της με τα νέα κράτη-μέλη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν τη δημιουργία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ως μια από τα πιο επιτυχημένες μεταπολεμικές στρατηγικές τους. Τα κράτη της Ένωσης  διαδραμάτισαν πολύ σημαντικό ρόλο στη αίσια έκβαση, για τη Δύση, του ψυχρού πολέμου, την ειρηνική μετάβαση στην μεταψυχροπολεμική εποχή και την εμπέδωση της τάξης στην ευρωπαϊκή Ήπειρο μέσω της ενσωμάτωσης στους κόλπους της κρατών που άνηκαν στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Δίχως αμφιβολία οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν σημαίνοντα ρόλο στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι όχι μόνο λόγω κατανομής ισχύος αλλά κυρίως διότι η αμερικανική παρουσία στη Ευρώπη αμβλύνει σε μεγάλο βαθμό τις ενδοευρωπαϊκές έριδες και περιορίζει πιθανούς ηγεμονισμούς. Για το σύνολο των κρατών της ανατολικής Ευρώπης η ύπαρξη του υπερατλαντικού συμμάχου αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας ιδιαίτερα στην παρούσα περίσταση όπου η Ρωσική Ομοσπονδία επιθυμεί να διαδραματίσει ένα πιο ενεργό ρόλο. Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τα ευρωπαϊκά κράτη ως το βασικό σύμμαχο στην περιοχή της Ευρασίας για την εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών τους επιδιώξεων αλλά και ως συνοδοιπόρους και φορείς μετακένωσης των κοινών φιλοσοφικών και πολιτειακών πεποιθήσεων σε πλανητικό επίπεδο.
Στον οικονομικό τομέα ενυπάρχει εντονότερο και το στοιχείο του ανταγωνισμού το οποίο όμως δεν αρκεί για να ανατρέψει τα βασικές δομές της συμμαχίας. Η προσπάθεια της Γερμανίας να επηρεάζει όλο και εντονότερα τις βασικές επιλογές της ΕΕ αναμφίβολα είναι μια αρνητική προοπτική για τα αμερικανικά συμφέροντα στο βαθμό που μια διαρκώς αυξανόμενη χειραγώγηση του ευρωπαϊκού χώρου από το Βερολίνο θα του επιτρέψει να ασκήσει μια πιο ανεξάρτητη, εν σχέσει με τις στοχεύσεις της ατλαντικής συμμαχίας, εξωτερική πολιτική. Ο γαλλικός παράγοντας εμφανίζεται εξασθενισμένος στην τωρινή συγκυρία κάνοντας ευκολότερες και τις γερμανικές στοχοθεσίες

Σημεία Ενδιαφέροντος προς Συζήτηση
1.    Οι διαμορφωτικοί παράγοντες του αμερικανικού έθνους.
2.    Η ένταξη των Ηνωμένων Πολιτειών στο διεθνές σύστημα
3.    Η δημιουργία του ευρατλαντικού βάθρου ισχύος
4.    Οι σχέσεις ΗΠΑ τις κυριότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις
5.    Η μεταψυχροπολεμική περίοδος και ο αναβαθμισμένος ρόλος της Γερμανίας
6.    Το ζήτημα των στρατηγικών αποκλίσεων εντός του ευρωατλαντικού χώρου
7.    Η ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ως συνιστώσα του ευρατλαντικού χώρου

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.    Barry R. Posen, “Stability and Change in U.S. Grand Strategy,” Orbis, Vol. 51, No. 4, October 2007, pp. 561-567.
2.    CharlesKupchan, Το   τέλος   της   αμερικανικής   εποχής: η εξωτερική  πολιτική  των Ηνωμένων Πολιτειών και η γεωπολιτική του 21ου αιώνα , A. Α. Λιβάνης, Αθήνα,  2007.  
3.    HenryKissinger, Διπλωματία, Α.Α.Λιβάνης, Αθήνα, 1995.
4.    PanagiotisIfestos, Nuclear Strategy and European Security Dilemmas, Gower, Avebury 1988
5.    Robert Kagan, Of Paradise and Power. America and Europe in the New World Order, Alfred A. Knopf, New York, 2004 
6.    Walter Russell, Mead, Special Providence. American Foreign Policy and How it Changed the World, Routledge, New York, 2002
7.    Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος – Παναγιώτης Ήφαιστος, Ευρωατλαντικές Σχέσεις, Ποιότητα, Αθήνα 1999
8.    Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, Η αμερικανική εξωτερική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο,  Ποιότητα, Αθήνα, 2000,
9.    ΠαναγιώτηςΉφαιστος, Αμερικανική εξωτερική πολιτική. Από την «ιδεαλιστική αθωότητα» στο «πεπρωμένο του έθνους», Οδυσσέας, Αθήνα 1995
10.    Παναγιώτης Κονδύλης, Από τον 20ο στον 21 Αιώνα, Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000, Θεμέλιο, Αθήνα 2000,κεφ.4ο.
11.    Παναγιώτης. Ήφαιστος, Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων,Εκδ Ποιότητα, Αθήνα 1999i
12.    ΧαράλαμποςΠαπασωτηρίου, Αμερικάνικο πολιτικό σύστημα και εξωτερική πολιτικη 1945-2002, Ποιότητα, Αθήνα 2002

Αφήστε μια απάντηση