28/12/2016. Η δημόσια συζήτηση για τον επανακαθορισμό των αμερικανο-ϊσραηλινών σχέσεων
Η δημόσια συζήτηση για τον επανακαθορισμό των αμερικανο-ϊσραηλινών σχέσεων
Του Χρήστου Ζιώγα, Διδάκτορα Διεθνών Σχέσεων, Συνεργάτη του ΕΛΙΣΜΕ
Όταν ο John Mearsheimer και o Stephen Walt συνέγραψαν το άρθρο The Israel Lobby (London Review of Books, Vol. 28 No. 6 • 23 March 2006, p. 3-12) και κατόπιν εξέδωσαν το γνωστό βιβλίο The Israel Lobby and U.S. Foreign Policy, προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων στο πολιτικό και ακαδημαϊκό κατεστημένο των Ηνωμένων Πολιτειών καθώς και στις αμερικανο-εβραϊκές οργανώσεις. Η βασική προβληματική και των δύο κειμένων εστιαζόταν στον ρόλο και την επιρροή που ασκεί το εβραϊκό λόμπυ στην χάραξη και στην εφαρμογή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Χρησιμοποιώντας στην ανάλυσή τους τα θεωρητικά εργαλεία του πολιτικού ρεαλισμού, της κυρίαρχης θεωρίας των Διεθνών Σχέσεων, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η ανεπιφύλακτη υποστήριξη των ΗΠΑ προς το κράτος του Ισραήλ, ιδίως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, υπονομεύει τα αμερικανικά συμφέροντα στην Μέση Ανατολή, και όχι μόνο. Η προσέγγισή τους βασίστηκε στην ορθολογική συμπεριφορά που ακολουθούν ή οφείλουν να ακολουθούν τα κράτη εντός του άναρχου διεθνούς συστήματος. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, πριν από κάθε δράση τα κράτη υπολογίζουν πάντα το εν δυνάμει κόστος ή όφελος έτσι ώστε να επιτύχουν τον αντικειμενικό τους σκοπό που είναι η εξυπηρέτηση των εθνικών τους συμφερόντων.
Είναι γεγονός πως κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πόλεμου το Ισραήλ παρείχε πραγματικά πολύτιμες γεωπολιτικές υπηρεσίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον, πολλών επιπέδων, ανταγωνισμό τους με τη Σοβιετική Ένωση, στο βαθμό που συνέβαλε στην επιδίωξη της Ουάσιγκτον για στρατηγική εποπτεία της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Η αντιπαράθεση του Ισραήλ με τα αραβικά κράτη και οι νικηφόροι πόλεμοι ενίσχυσαν τη θέση των ΗΠΑ στην περιοχή, περιορίζοντας ταυτόχρονα τον ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης, οδηγώντας σε αναθεώρηση των συμμαχικών επιλογών σημαντικών αραβικών κρατών της περιοχής, όπως συνέβη με την Ιορδανία μετά το 1967 και με την Αίγυπτο μετά το 1973.
Οι δύο κορυφαίοι θεωρητικοί των Διεθνών Σχέσεων ισχυρίστηκαν πως μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου δεν δικαιολογείται η αμερικανική πολιτική της αναφανδόν διπλωματικής, οικονομικής και στρατιωτικής στήριξης του Ισραήλ, διότι δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Θεωρούν τη συνέχιση της εν λόγω πολιτικής ανορθολογική και ανέφικτη σε βάθος χρόνου. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι Ηνωμένες Πολιτείες κυριάρχησαν πολιτικά, οικονομικά, ιδεολογικά και στρατιωτικά στο διεθνές σύστημα αποτελώντας τη μοναδική χώρα, που ακόμη και σήμερα, δύναται να ασκήσει πολιτική πλανητικών διαστάσεων.
Το Ισραήλ λόγω της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν τόσο απαραίτητο στους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Η επιρροή των εβραϊκών οργανώσεων στην Ουάσιγκτον σκοπό είχε να καλύψει το έλλειμμα στρατηγικής αναγκαιότητας στη διαδικασία διαμόρφωσης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ένας επίσης ταγός της διεθνολογικής σκέψης, ο Kenneth Waltz -που με το έργο του συνέβαλε στην επιστημονική πληρότητα του γνωστικού αντικειμένου, καταδεικνύοντας τον τρόπο που αλληλεπιδρούν η δομή του διεθνούς συστήματος με τους κρατικούς δρώντες- υποστήριξε πως ένα κράτος για ορισμένους λογούς δύναται να ακολουθεί ανορθολογική εξωτερική πολιτική, όχι όμως σε βάθος χρόνου και όχι δίχως κόστος.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες στην παρούσα συγκυρία βρίσκονται σε μια μεταβατική κατάσταση. ‘Έχοντας σπαταλήσει μεγάλο μέρος του διπλωματικού, οικονομικού, στρατιωτικού και ηθικού πλεονεκτήματος, ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, δεν έχουν την πολυτέλεια να υιοθετούν ανορθολογικές επιλογές ακόμη και σε δευτερεύοντα, για εκείνες, στρατηγικά ζητήματα. Η συνέχιση δράσεων και πολιτικών που τα πιθανά αποτελέσματά τους δεν υποβάλλονται στη βάσανο του υπολογισμού του κόστους/οφέλους δεν αποτελούν ρεαλιστικές επιλογές των Ηνωμένων Πολιτειών στην προσπάθειά τους να παραμείνουν ο κυρίαρχος δρων του άναρχου και ανταγωνιστικού διεθνούς συστήματος. Εντός αυτού του πλαισίου η εξακολουθητική αμερικανική βοήθεια προς το Ισραήλ θα έχει ενδεχομένως ένα συνεχώς διευρυμένο κόστος για τις ΗΠΑ.
Η κρίση στις αμερικανοϊσραηλινές σχέσεις, επ’ αφορμή του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, είναι συνέπεια των προκλήσεων που αντιμετωπίζει πλέον η αμερικανική διπλωματία από τις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις. Ο ανταγωνισμός με την Κίνα και τη Ρωσσία και η εξ’ αντικειμένου σημαίνουσα θέση του Ιράν στους περιφερειακούς συσχετισμούς πιθανώς θα διαφοροποιήσει σε κάποιο βαθμό για το State Department εκ των πραγμάτων και την ιεράρχηση της ειδικής σχέσης με το Ισραήλ.
Σταδιακά, στους μηχανισμούς σχεδίασης και άσκησης της αμερικανικής στρατηγικής σκέψης, οι εβραϊκές οργανώσεις θα δαπανούν περισσότερο χρόνο, χρήμα και διασυνδέσεις για να συνεχιστεί η υποστήριξη του Τελ Αβίβ από την Ουάσιγκτον που μεσοπρόθεσμα θα γίνεται μια διαδικασία ολοένα και πιο δύσκολη και μη ανεκτή για το αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Η πρόσφατη άκομψη επίσκεψη του Πρωθυπουργού Νετανιάχου στην Αμερική, παρακάμπτοντας τον Πρόεδρο Ομπάμα, αποτυπώνει μια νέα πραγματικότητα.
Δημοσιεύθηκε και στη Νέα Πολιτική.