Ιπποκράτης Δασκαλάκης: Πικρές αλήθειες για τα ελληνοτουρκικά
Η τουρκική πολιτική, εκπορεύεται από το στόχο ανάδειξης της σε μεγάλη δύναμη.
Η γειτονική μας Τουρκία έχει επιδοθεί τα τελευταία 3 χρόνια σε μια άνευ προηγουμένου κλιμάκωση των διεκδικήσεων σε βάρος μας και των αντίστοιχων προκλήσεων. Η συμπεριφορά αυτή δεν είναι ευκαιριακή και οφείλεται στην ωρίμανση συνθηκών και προϋποθέσεων που δημιουργήθηκαν κατόπιν συστηματικών σχεδιασμών και πολύχρονων βημάτων της Άγκυρας. Ως εκ τούτου οποιαδήποτε δική μας συσχέτιση των προκλήσεων, με δημόσια πρόσωπα, κόμματα, πολιτικές ισορροπίες και διεθνείς σχέσεις της Άγκυρας είναι λανθασμένη και επικίνδυνη. Αναμφισβήτητα ο χρόνος εκδήλωσης ορισμένων εξ’ αυτών των προκλήσεων, επηρεάζεται από τις εσωτερικές και εξωτερικές περιστάσεις αλλά η γενικότερη σχεδίαση και εκτέλεση τους, εξυπηρετούν τους σταθερούς και μακροχρόνιους στόχους της γείτονος.
Η έξαρση των, σε βάρος μας διεκδικήσεων, ενισχύεται και από την αίσθηση που διακατέχει την Άγκυρα σχετικά με την εκατέρωθεν του Αιγαίου, ισορροπία ισχύος. Οποιαδήποτε σκέψη περί αυτόβουλης τουρκικής αναδίπλωσης και επιστροφής σε σχέσεις καλής γειτονίας με βάση το διεθνές δίκαιο, αποτελεί επικίνδυνη ματαιοπονία. Πλέον, η τουρκική πολιτική, εκπορεύεται από το στόχο ανάδειξης της σε μεγάλη δύναμη, ανάλογη της Βρετανίας-Γαλλίας και με κυρίαρχο περιφερειακό ρόλο σε Ανατολική Μεσόγειο-Βαλκάνια-Καύκασο και Μέση Ανατολή. Ο στόχος αυτός -αλλά και οι απαιτούμενες θυσίες- είναι αποδεκτός από τον τουρκικό λαό και ταυτίζεται με τις επιδιώξεις των ελίτ της χώρας.Βασική προϋπόθεση για την επίτευξη αυτών των στρατηγικών επιδιώξεων είναι η συντριβή της Ελλάδος (ελληνισμού με την ευρύτερη έννοια). Συντριβή όχι μόνο με την έννοια μιας συντριπτικής στρατιωτικής ήττας και απώλειας εδαφών αλλά και ως αποτέλεσμα αναγκαστικής παραχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων -υπό την απειλή χρήσεως βίας- και μιας «φινλανδοποίησης» της Ελλάδος.
Η παραπάνω πραγματικότητα έπρεπε να έχει γίνει κατανοητή στην Αθήνα από τα τραγικά γεγονότα του 1955 και να έχει επιλέξει και κυρίως να εφαρμόζει σταθερά, μια κατάλληλη στρατηγική αντιμετώπισης της Άγκυρας. Είναι γεγονός, ότι με εξαίρεση ορισμένων περιόδων (κυρίως 1963-1974), η ελληνική (ελλαδική) πολιτική έτυχε μιας ευρείας συγκατάθεσης του συνόλου των κυβερνήσεων και κομμάτων. Παρά ταύτα τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά και η ελληνική αποτροπή δεν υπήρξε αξιόπιστη σε αρκετές περιπτώσεις. Οι προσεκτικές ελληνικές επιλογές απέτρεπαν προσωρινά την όξυνση, χωρίς να διευθετούν οριστικά τα προβλήματα, μεταφέροντας αυτά στο απώτερο μέλλον και υπό δυσμενέστερες συνθήκες ανισορροπίας με την πρωτοβουλία κινήσεων πάντα στην απέναντι πλευρά. Επιπλέον και παρά τη σχετική ομοφωνία στην ελλαδική πλευρά, οι ενέργειες αντιμετώπισης της τουρκικής προκλητικότητας ήταν ασυντόνιστες, ενίοτε ευκαιριακές και σπασμωδικές, βασιζόμενες συχνά σε μια μη ρεαλιστική ανάγνωση της διεθνούς πραγματικότητας και των διεκδικήσεων της γείτονος. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι θυσίες αλλά ακόμη και επιτυχημένες κινήσεις του ελληνισμού, δεν μπορούσαν να επιφέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα καθόσον δεν εντάσσονταν σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εξισορρόπησης της Τουρκίας, στους ποικίλους και αλληλένδετους τομείς ανταγωνισμού. Επιπρόσθετα, συχνά καλλιεργήθηκαν αβάσιμες ελπίδες για σωτήρια εμπλοκή τρίτων δυνάμεων υπέρ ημών, ενώ υπερτονίστηκε η σημασία του διεθνούς δικαίου. Η παραπάνω ουτοπική και συνάμα καταστροφική επιλογή, ουσιαστικά απορρίπτει τη βασική αρχή του ρεαλισμού, την αυτοβοήθεια και συγχρόνως δημιουργεί μια βολική δικαιολογία μη αντίδρασης και εν συνεχεία απόρριψης των ευθυνών σε τρίτους.
Δικαιολογημένη η επί δεκαετίες προσπάθεια αποφυγής πολεμικής σύγκρουσης με την Τουρκία, εμπλοκή που ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων θα οδηγούσε σε σημαντική οπισθοδρόμηση αμφότερες τις χώρες. Επιλογή που γίνεται περισσότερο καταφανής και αναπόφευκτη την τελευταία δεκαετία καθώς η ουσιαστική οικονομική χρεοκοπία της Ελλάδος την έχει καταστήσει αιχμάλωτη πιστωτικών ιδρυμάτων, κρατικών τραπεζών, εταίρων, θεσμών, δημοσιονομικών περιορισμών και των απρόβλεπτων αγορών. Ακόμη και ένα μεμονωμένο στρατιωτικό επεισόδιο είναι ικανό να αναστρέψει οποιαδήποτε κίνηση ανάτασης της οικονομίας και να εκμηδενίσει τα πολύτιμα έσοδα του τουρισμού. Φυσικά τα παραπάνω δεν αποτελούν αιτία αδράνειας αλλά μόνο βάση κατανόησης της πραγματικότητας, ρεαλιστικού σχεδιασμού και μιας επίμονης εθνικής προσπάθειας ανατροπής της δυσμενούς κατάστασης.
Ορθά οι κυβερνήσεις έχουν εστιάσει στη δημιουργία πολυμερών επαφών-συνεργασιών σε διαφόρους τομείς στην Ανατολική Μεσόγειο ελπίζοντας όμως ότι έχουν επίγνωση των πραγματικών δυνατοτήτων και ορίων αυτών. Ορθά η Ελλάδα, έχοντας απολέσει ανεπιστρεπτεί τις ευκαιρίες δυναμικών αντιδράσεων, επιλέγει μια πολιτική αυτοσυγκράτησης που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ακόμη και κατευναστική. Δεν πρέπει όμως να διαφεύγει της προσοχής μας ότι ο κατευνασμός, όπως και οι υποχωρητικές επιχειρήσεις στον στρατιωτικό ελιγμό, είναι αποδεκτές ενέργειες -συγκεκριμένου χρονικού ορίζοντα- μόνο όταν εξυπηρετούν το βασικό αντικειμενικό μας στόχο και δεν αποτελούν μια συνεχιζόμενη επιλογή εν αναμονή του «από μηχανής θεού». Στην τελευταία περίπτωση, η κατευναστικές κινήσεις αποτελούν την εγγύηση επέλευσης του χείριστου αποτελέσματος.
Ευρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε μια σύντομη προεκλογική περίοδο. Θέματα που αφορούν την άμυνα και την αντιμετώπιση της τουρκικής προκλητικότητας προφανώς δεν θα τεθούν στο τραπέζι των συζητήσεων. Οποιαδήποτε ενδεχόμενη αναφορά σε αμυντικά θέματα θα εστιάζεται σε σκανδαλολογία, αδράνεια περί την αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων και ρουσφετολογικές επιλογές. Η ουσία του προβλήματος δεν πρόκειται να τεθεί. Μια αισιόδοξη απάντηση επί της ουσιαστικής αποφυγής παρόμοιων πολιτικών συζητήσεων έχει να κάνει με την ευαισθησία αυτών των θεμάτων και την προσπάθεια διατήρησης τους εκτός της ατζέντας της πολιτικής «κοκορομαχίας».
Μια άλλη θέση υποστηρίζει την έλλειψη συγκεκριμένων θέσεων των κομμάτων και κυρίως της θέλησης τους να καταστήσουν το λαό, κοινωνό του μεγέθους του προβλήματος και να θέσουν υπόψη του την ανάγκη λήψεως ριζικών αποφάσεων με πολύπλευρο κόστος. Βεβαίως υπάρχει και η τρίτη άποψη που υποστηρίζει ότι οι μακροχρόνια κυβερνούσες ελίτ των Αθηνών έχουν αποδειχθεί την αναγκαιότητα αποφυγής σύγκρουσης, με οποιοδήποτε κόστος και δικές μας σημαντικές υποχωρήσεις σε πληθώρα θεμάτων και έχουν εμπιστευθεί «φίλους και συμμάχους» να προβούν στις κατάλληλες διευθετήσεις σε τόπο, χρόνο και μέθοδο. Δύο τα μεγάλα προβλήματα αυτής της -απευκταίας κατά την εκτίμηση μου- περίπτωσης, αφενός η Τουρκία δεν υπόκειται πλέον στον επιθυμητό βαθμό ελέγχου των μεγάλων δυνάμεων και αφετέρου, οποιαδήποτε παραχώρηση σε βάρος μας απλά θα επιτείνει τις «ορέξεις» της, μη διασφαλίζουσα την πολυπόθητη ειρηνική συμβίωση. Σε μια τέτοια εξέλιξη η ετεροβαρής για εμάς, Συμφωνία των Πρεσπών, φοβάμαι ότι θα αποτελέσει μια απλή παρανυχίδα. Φυσικά σε κάθε ερώτηση πολλαπλής επιλογής υπάρχει και η απάντηση «άπαντα τα ανωτέρω» που μάλλον επιβεβαιώνει τη σύγχυση και ατολμία των ελίτ αυτής της χώρας.
Το αμείλικτο ερώτημα που τίθεται είναι αν υπάρχουν υλοποιήσιμες προτάσεις εξόδου από τη δύσκολη αυτή θέση. Ουδείς είναι σε θέση να εγγυηθεί την επιτυχία μιας πολιτικής μακροχρόνιας στόχευσης που εξαρτάται από πολλούς και μη ελεγχόμενους παράγοντες. Ουδείς αμφισβητεί ότι η οικονομία είναι ο κινητήριος μοχλός που θα επιτρέψει την πραγματοποίηση των αναγκαίων εξοπλιστικών προγραμμάτων σε στενή όμως ισορροπία με την εξασφάλιση της κοινωνικής ευημερίας άρα και συνοχής. Αναμφίβολα οι διακρατικές κινήσεις συνεργασίας σε όλους του τομείς και προς κάθε κατεύθυνση, πρέπει να συνεχιστούν και ενταθούν. Είναι όμως απόλυτη προτεραιότητα να εξασφαλιστεί η όσο το δυνατόν, ταχύτερη αναβάθμιση της μαχητικής ισχύος και μερική εξισορρόπηση ισχύος Ελλάδος-Τουρκίας. Παρά το κόστος, πρέπει να προχωρήσουν άμεσα επιλεγμένες προμήθειες υλικών και ανταλλακτικών για ανανέωση βασικών πολεμικών μονάδων και μερική άρση ακινησίας που έχει ανέλθει σε απαράδεκτα ποσοστά.
Έχει αποδεχθεί ότι η συμμετοχή σε διακρατικά προγράμματα μεγάλου μεγέθους και συμμετοχών, με ικανό αριθμό προς απόκτηση οπλικών συστημάτων και σε βάθος χρόνου, εξασφαλίζει (συνήθως) την ομαλή εκτέλεση τους, τη μεταφορά τεχνογνωσίας, τη στήριξη της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας και την εν συνεχεία υποστήριξη. Ομοίως είναι ζωτική ανάγκη να επέλθουν σημαντικές αλλαγές στη δομή δυνάμεων, στη θητεία, στην εκπαίδευση, στην εφεδρεία και στην εξέλιξη των στελεχών. Ο αντίπαλος εκπαιδεύεται σε πολεμικές συνθήκες στα διάφορα πολεμικά μέτωπα και εμείς έχουμε εστιάσει στο κοινωνικό έργο του στρατεύματος και στην «επίδειξη εξωστρέφειας». Άπαντα αποδεκτά και απαραίτητα αλλά συχνά χάνουμε την αίσθηση του μέτρου και για διαφόρους λόγους αδυνατούμε να αποδεχτούμε τα αναπόφευκτα κόστη της απόκτησης και διατήρησης ετοιμοπόλεμων και αποτελεσματικών ενόπλων δυνάμεων. Σίγουρα υπάρχουν οι επαγγελματίες εκείνοι, στον ευρύτερο αμυντικό χώρο, που μπορούν να προχωρήσουν στη σχεδίαση και εφαρμογή των απαραίτητων βημάτων.
Προέχει όμως να υπάρξει, η εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας και με ευρύτερη κομματική συγκατάθεση, αποδοχή της αναγκαιότητας αμυντικής αναβάθμισης και ανάληψης του κόστους που αυτή συνεπάγεται (πάντα στα όρια των οικονομικών μας δυνατοτήτων), εξασφάλιση ευρείας λαϊκής αποδοχής (συνυπολογίζοντας τη μακροχρόνια κόπωση της κοινωνίας), ανακατανομή κονδυλίων του προϋπολογισμού με μακροχρόνιο καθορισμό ποσών για την άμυνα και αυστηρή υιοθέτηση και εφαρμογή των προτάσεων που θα υποδειχθούν από τους εμπειρογνώμονες, πάντα στο πλαίσιο των αρχών και κατευθύνσεων που θέτει η εκλεγμένη κυβέρνηση. Οι παραπάνω αρχές θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθούν και συντονιστούν κάτω από μια ρεαλιστική πολιτική εθνικής άμυνας που θα εξυπηρετεί τους μακροχρόνιους εθνικούς στόχους και θα γίνει κτήμα των κομμάτων εξουσίας, οδηγός των ενεργειών τους και με τις απαραίτητες αποφάσεις να λαμβάνονται με μια συναινετική διαδικασία και με δικλείδες ασφαλείας. Βεβαίως επανερχόμαστε στα θέματα της ύπαρξης πολιτικής κουλτούρας συνεννόησης, υπεροχής της μακροχρόνιας στόχευσης έναντι της βραχυχρόνιας και πρωτοκαθεδρίας του εθνικού έναντι του κομματικού-ατομικού συμφέροντος, δηλαδή σε θέματα ευρύτερης παιδείας!
Επιπλέον, ο περήφανος ελληνικός λαός θα πρέπει να κατανοήσει ότι για την εξασφάλιση των ελληνικών ζωτικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο, Αιγαίο και οπουδήποτε αλλού, θα απαιτηθούν σημαντικές και σε βάθος χρόνου επενδύσεις, σε μέσα και προσωπικό, τα οποία παρά την καλή θέληση των οποιοδήποτε κυβερνώντων θα επιβαρύνουν τα ήδη μειωμένα οικονομικά των νοικοκυριών. Ενδεικτική όμως των προθέσεων, όλων σχεδόν των κομμάτων, είναι η αποστροφή αναφορών σε δυσάρεστα αντικείμενα -όπως της άμυνας- και εστίαση σε παραχολογίες και ανούσιες αλληλοκατηγορίες. Καίτοι έχουμε καταστεί -συλλογικά και ατομικά- ικέτες «επιδομάτων» πρέπει να κατανοήσουμε τα κρίσιμα διλήμματα και να λάβουμε τις ανάλογες αποφάσεις. Δυστυχώς μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν και ουδείς ξένος πρόκειται να διακινδυνεύσει τα παιδιά του για τα δικά μας συμφέροντα.
Αλληλένδετα λοιπόν όλα τα θέματα και αλληλοεπηρεαζόμενα. Εφικτή λοιπόν η αλλαγή κατευθύνσεως; Η ιστορία του λαού μας ευτυχώς αποδεικνύει το ανεξάντλητο των ανακλαστικών και δυνατοτήτων επιβίωσης του αλλά δυστυχώς και την ενεργοποίηση τους μετά από μια καταστροφή. Έχοντας γευθεί αρκετές την τελευταία εκατονταετία, παράλληλα όμως και με αρκετές επιτυχίες, ας ελπίσουμε να αποφύγουμε τη οδυνηρή δοκιμασία άλλης μιας καταστροφής για ενεργοποίηση των σωτήριων ανακλαστικών μας.