Στρατηγικό πλεονέκτημα για την Τουρκία ο πύραυλος Tayfun
Στρατηγικό πλεονέκτημα για την Τουρκία ο πύραυλος Tayfun
Η νέα δοκιμή του πυραύλου Tayfun, λίγες μέρες πριν τον β’ γύρο των προεδρικών εκλογών στην Τουρκία, επαναφέρει στο προσκήνιο την απειλή που συνιστούν οι τουρκικοί βαλλιστικοί πύραυλοι για την Ελλάδα. Βαλλιστικός πύραυλος είναι κάθε πύραυλος που βασίζεται στο αεροδυναμικό του σχήμα για την ανύψωση και στη συνέχεια ακολουθεί βαλλιστική τροχιά όταν τερματίζεται η ώση.
Οι βαλλιστικοί πύραυλοι διακρίνονται σε τακτικούς με βεληνεκές μέχρι 300 χλμ. και σε στρατηγικούς μικρού βεληνεκούς (300-1.000 χλμ). Οι κατηγορίες μεγαλύτερου βεληνεκούς δεν θα μας απασχολήσουν εδώ. Οι πύραυλοι αυτοί δίνουν τη δυνατότητα προβολής ασύμμετρης αεροπορικής ισχύος από μακρινές ή πολύ μακρινές αποστάσεις, με χρόνο προειδοποίησης μικρότερο από εκείνο των αεροσκαφών.
Η κατοχή βαλλιστικών πυραύλων που μπορούν να προσβάλουν στόχους πέρα από τα εθνικά σύνορα και να προκαλέσουν μαζικές καταστροφές, θεωρείται ότι αυξάνει το ανάστημα μιας χώρας στο διεθνές σύστημα. Η μεγάλη δυσκολία αντιμετώπισής τους προσθέτει μεγαλύτερη αξία στην απόκτησή τους. Αυτά τα όπλα προσδίδουν στρατηγικό κύρος στον κάτοχό τους. Τέτοια συστήματα προμηθεύονται ακόμη και χώρες που δεν έχουν πρόθεση να τα χρησιμοποιήσουν, αλλά ενδιαφέρονται να βελτιώσουν την εικόνα που έχουν οι άλλοι για τις στρατιωτικές τους δυνατότητες.
Εκτός των άλλων, η πολιτική σημασία των βαλλιστικών πυραύλων είναι ανώτερη από τη στρατιωτική τους αξία. Στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, ο Σαντάμ Χουσεΐν με σχετικά πρωτόγονους πυραύλους Scud, κατάφερε να προκαλέσει τεράστια αναστάτωση στο Ισραήλ και να απειλήσει την πολιτική συνοχή της συμμαχίας που είχαν δημιουργήσει οι Αμερικανοί.
Οι βαλλιστικοί πύραυλοι προσφέρουν φθηνότερη (cost-effective) εναλλακτική λύση σε σύγκριση με το αεροσκάφος, ενώ υπό μία άλλη έννοια θεωρούνται τα “πυρηνικά των φτωχών”. Σημαντικοί αριθμοί βαλλιστικών πυραύλων μπορούν να αγορασθούν στην τιμή ενός ή δύο σύγχρονων τεχνολογικά αεροσκαφών, χωρίς το συνακόλουθο κόστος της εκπαίδευσης, εγκατάστασης και συντήρησης. Η επένδυση σε μεγάλους αριθμούς βαλλιστικών πυραύλων ίσως έχει μεγαλύτερη αντισταθμιστική αξία από την ισάξια επένδυση σε επανδρωμένα συστήματα. Το ότι πολλές χώρες έχουν αποκτήσει τέτοια συστήματα οφείλεται και στην ευκολία αγοράς τους, καθόσον διατίθενται πολλά στη διεθνή αγορά.
Οι τουρκικοί βαλλιστικοί πύραυλοι
Η Τουρκία ξεκίνησε το πυραυλικό της πρόγραμμα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 σε συνεργασία με την Κίνα και το Πακιστάν. Τα πυραυλικά συστήματα που απέκτησε εδώ και 20 περίπου χρόνια, καθώς και εκείνα που πρόκειται να αποκτήσει στο μέλλον με τη συνέχιση του πυραυλικού της προγράμματος, της δίνουν πρωτοφανείς δυνατότητες και όχι μόνο προσβολής στόχων. Τα πυραυλικά συστήματα αυτά ανήκουν σε δύο κατηγορίες: στους βαλλιστικούς πυραύλους μικρού βεληνεκούς Yildirim και BORA και στους μεγάλου διαμετρήματος πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων Kasirga. Τώρα έχουμε και τη δοκιμή του Tayfun.
Παρότι οι Kasigra τεχνικά δεν είναι βαλλιστικοί πύραυλοι, πρέπει να ενταχθούν στην ίδια κατηγορία με τους βαλλιστικούς πυραύλους εξαιτίας του γεγονότος ότι το μέγεθος, η τροχιά, η εκρηκτική κεφαλή και οι στόχοι είναι παρόμοιοι με εκείνα των βαλλιστικών πυραύλων μικρού βεληνεκούς. Οι μεγάλου διαμετρήματος πολλαπλοί εκτοξευτές πυραύλων διαφέρουν από τους βαλλιστικούς πυραύλους μικρού βεληνεκούς, καθώς δεν διαθέτουν ενσωματωμένη καθοδήγηση (ελεύθερη πτήση), αντισταθμίζοντας αυτή την αδυναμία τους με την εκτόξευση μεγάλου όγκου πυρός εναντίον ενός στόχου.
Δεν συμπεριλαμβάνουμε εδώ τους πυραύλους ATACMS που διαθέτει και η Ελλάδα, επειδή το βεληνεκές τους είναι μόνο 175 χλμ. Οι αριθμοί από κάθε κατηγορία δεν είναι δημόσια γνωστοί, εντούτοις είναι βέβαιο ότι η Τουρκία με την πάροδο του χρόνου, αυξάνει τον αριθμό τους και βελτιώνει τις επιδόσεις τους. Οι πύραυλοι της Τουρκίας μπορούν να απειλήσουν όχι μόνο αστικά κέντρα στα νησιά και την ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και την ίδια την Αθήνα και είναι θέμα χρόνου να καλύψουν όλη την ελληνική επικράτεια, όπως σχεδόν θα συμβεί με τους πυραύλους Tayfun.
Επειδή η πολιτική τους σημασία είναι ανώτερη από τη στρατιωτική τους αξία, χρειάζεται να εξετασθούν πρώτα οι πολιτικές επιπτώσεις και κατόπιν οι στρατιωτικές. Αιτία είναι ότι οι πρώτες ενδέχεται να επηρεάσουν τις δεύτερες, όπως για παράδειγμα η εκτροπή εξόδων αεροσκαφών για την αντιμετώπιση των βαλλιστικών πυραύλων. Εφόσον ο πολιτικός πανικός ή και εκφοβισμός που αντιπροσωπεύει η απειλή χρήσης βαλλιστικών πυραύλων είναι σημαντικότερος από την πραγματική στρατιωτική τους αξία, ο επιτιθέμενος είναι εύκολο να μπει στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει αυτά τα όπλα εναντίον αστικών και βιομηχανικών κέντρων.
Αν οι συμβατικές κεφαλές των πυραύλων αντικατασταθούν με αντίστοιχες πυρηνικές, βιολογικές ή χημικές, τότε είναι ευνόητο ότι ο κίνδυνος που θέτει η απειλή πολλαπλασιάζεται. Ωστόσο, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η Τουρκία δεν χρειάζεται να αποκτήσει μεγαλύτερο αριθμό πυραύλων για να απειλήσει αποτελεσματικά τη χώρα μας και να πετύχει πολιτικούς σκοπούς.
Αιφνιδιαστικά πλήγματα
Οι βαλλιστικοί πύραυλοι ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν αυτόνομα, ή σε συνδυασμό με άλλα οπλικά συστήματα. Η απόκτηση βαλλιστικών πυραύλων μεγαλύτερου βεληνεκούς (500 χλμ και άνω), όπως οι Tayfun, προσδίδει στην Τουρκία δυνατότητα να εξαπολύσει αιφνιδιαστικά πλήγματα εναντίον πολιτικών και στρατιωτικών στόχων, όπως σε μεγάλα αστικά κέντρα, στη βιομηχανική καρδιά της χώρας, στο ναύσταθμο, σε αεροδρόμια κλπ. Τα αποτελέσματα δε μίας τέτοιας εξέλιξης, εκτός της επιχειρησιακής τους σημασίας, θα έχουν και τεράστια ψυχολογική επίδραση.
Οι χώρες που διαθέτουν βαλλιστικούς πυραύλους τους χρησιμοποιούν ως συστήματα για στρατηγικά αποτελέσματα και το ίδιο πιθανόν να κάνει και η Τουρκία. Συνεπώς, η απόφαση χρησιμοποίησής τους θα ληφθεί σε πολιτικό επίπεδο. Το πιθανότερο είναι οι διαταγές και τα στοιχεία των στόχων να διαβιβάζονται μέσω των σταθερών εθνικών επικοινωνιακών διαύλων παρά μέσω αντιστοίχων κινητών τακτικών διαύλων.
Οι πυροβολαρχίες βολής θα κατευθύνουν τους εκτοξευτές από τις προστατευμένες θέσεις τους στις θέσεις εκτόξευσης, να βάλουν τους πυραύλους και κατόπιν να επιστρέψουν στις προστατευμένες θέσεις, ή να κινηθούν σε άλλες. Το πιθανότερο είναι όλα αυτά να λάβουν χώρα τη νύχτα και σε περιόδους άσχημων καιρικών συνθηκών, για να μειωθεί η αποτελεσματικότητα των αντίπαλων αντιμέτρων.
Συνοψίζοντας, με τις νέες πυραυλικές δυνατότητές τους, οι τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις αποκτούν υπεροχή κατά τη μάχη έναντι του φίλιου πυροβολικού και επιπλέον αποκτούν δυνατότητες προσβολής στόχων σε βάθος, στα παραγωγικά και βιομηχανικά κέντρα της Ελλάδας. Τέλος, δημιουργούν προϋποθέσεις αποδέσμευσης μέρους του αεροπορικού τους δυναμικού, από την υποστήριξη του αγώνα στην ξηρά και διάθεσής του επ’ ωφελεία των αεροπορικών επιχειρήσεων.
Τα “πυρηνικά” των φτωχών
Η Ελλάδα χρειάζεται να εξετάσει σοβαρά, αν δεν το έχει ήδη κάνει, αν πρέπει να προχωρήσει στην προμήθεια βαλλιστικών πυραύλων, ικανών να προσβάλουν την επικράτεια της Τουρκίας σε ικανό βάθος και αρχικά τουλάχιστον τα κύρια αστικά κέντρα. Σαφώς και είναι επιβεβλημένο να προηγηθεί ανάλυση όλων των παραγόντων που επηρεάζουν το ζήτημα, πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών.
Οι πύραυλοι μπορούν να λειτουργήσουν αφενός μεν αποτρεπτικά για να μην χρησιμοποιήσει η Τουρκία τους δικούς της, αφετέρου δε επιθετικά για την υποστήριξη των αμυντικών πάντα πολιτικών σκοπών της χώρας. Η προσβολή της εχθρικής επικράτειας με πυραύλους δεν μπορεί να υποκατασταθεί με το ίδιο κόστος και τους ίδιους κινδύνους από την αεροπορία και αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που συνηγορεί στην απόκτησή τους.
Η προμήθεια πυραύλων προφανώς δεν είναι κάτι που είναι δυνατόν να υλοποιηθεί άμεσα, όταν υπάρχουν άλλες άμεσες και πιεστικές ανάγκες. Πάντως και η Τουρκία δεν απέκτησε τέτοια συστήματα από τη μια ημέρα στην άλλη. Απαιτείται, όμως, λεπτομερής σχεδιασμός και προσεκτικά βήματα από τώρα ώστε να υλοποιηθεί κάποια στιγμή στο μέλλον. Είναι δυνατόν κανείς να αντιτάξει ότι η Ελλάδα οφείλει να μην προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια, επειδή θα επιδεινώσει τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών με την Τουρκία, τον οποίο τελικά η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να παρακολουθήσει.
Εν πρώτοις, δεν είναι η Ελλάδα που οδηγεί την “κούρσα” των εξοπλισμών, αλλά η Τουρκία. Όταν η Τουρκία την τελευταία δεκαπενταετία έχει κάνει τέτοιο εξοπλιστικό άλμα, δεν είναι δυνατόν να αντισταθμίσουμε το χάσμα, αγοράζοντας μόνο τυφέκια. Δεύτερον, μια τέτοια κίνηση είναι κατά κύριο λόγο αποτρεπτική. Τέλος, είναι ανάγκη να συνειδητοποιηθεί ότι η ισχύς πυρός, με την οποία η Τουρκία μπορεί να πλήξει την ελληνική επικράτεια είναι τεράστια και μάλιστα προτού καν αρχίσουν οι επιχειρήσεις. Ο τεράστιος αυτός όγκος πυρός μπορεί να παραλύσει τη χώρα, παραλύοντας και τις στρατιωτικές της δυνατότητες. Ας το έχουμε υπόψη μας όταν μιλάμε για αποτρεπτική στρατηγική…