Το Κυπριακό σε Νέα Πορεία;

Το Κυπριακό σε Νέα Πορεία;

 

H υπογραφή της προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ενωμένη Ευρώπη στην Αθήνα τη 16η Απριλίου 2003 δημιουργεί νέα δεδομένα για την προοπτική της μεγαλονήσου και για την Ελλάδα και αναμφίβολα επηρεάζει την πολιτική της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων.

 

Η ελληνική και κυπριακή εξωτερική πολιτική είχαν ορθώς διαβλέψει ότι η ευρωπαϊκή πολιτική της Κύπρου, όπως άλλωστε και της Ελλάδας στη δεκαετία του ‘70 και ‘80, θα ενίσχυε το ρόλο της νήσου στην ευρωπαϊκή κοινωνία, στα Βαλκάνια και στην ανατολική Μεσόγειο, και θα αποτελούσε μια επιπλέον διπλωματική ανάσχεση στην τουρκική προκλητικότητα. Η Κύπρος από την 1η Μαΐου 2004 θα αποτελεί το ανατολικότερο τμήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα έχει τη δυνατότητα, όχι μόνο να ενισχύσει την παρουσία της στα ευρωπαϊκά δρώμενα, αλλά να αποβεί αρωγός της Ελλάδας σε πολλά ζητήματα και να διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο στην ανατολική μεσόγειο και στις περιοχές του Μασρέκ και της Μέσης Ανατολής.

  Αυτή άλλωστε η επιτυχής πολιτική σε συσχετισμό με την απόφαση των Βρυξελλών να μεταθέσουν την ημερομηνία έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας για τις αρχές του έτους 2005, εφόσον έχει προηγηθεί το Δεκέμβριο του 2004 θετική γνώμη της Επιτροπής, ανάγκασε την Τουρκία να εξασκήσει τη μέγιστη δυνατή πίεση προς το ψευδοκράτος για να προβεί στην άρση των περιορισμών για τη διακίνηση των Κυπρίων στη νήσο. Πράγματι, η συνολική και καταλυτική απόρριψη της τουρκικής και τουρκοκυπριακής πολιτικής από τις Βρυξέλλες, σε συσχετισμό με τη συνεχιζόμενη ένταση[1] στις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις (απόρροια της τουρκικής –κοινοβουλευτικής- άρνησης να επιτρέψει τη διέλευση αμερικανικών δυνάμεων μέσα από το έδαφός της για να ενισχύσουν την επίθεση κατά του Ιράκ καθώς και της προσφοράς διευκολύνσεων στους αμερικανούς με το σταγονόμετρο) ανάγκασε την Άγκυρα να προβεί σε κινήσεις «καλής θελήσεως», χωρίς βέβαια αυτές να στερούνται υστεροβουλίας. Το πρώτο ηχηρό χαστούκι που δέχτηκε η Άγκυρα ήταν η καταδικαστική απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. που επιρρίπτει, εκ νέου, την ευθύνη για την τελμάτωση των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού αποκλειστικά στην τουρκοκυπριακή πλευρά και ειδικότερα στο αρνητικό πνεύμα του Ντεκτάς.[2]

 

Οπισθοβουλία και απέλπιδες κινήσεις

 

Η προσπάθεια του Γενικού Γραμματέα και του ειδικού απεσταλμένου του για το Κυπριακό για την επίλυση του πολιτικού προβλήματος είχε αρχίσει το Δεκέμβριο του 1999 με τις διακοινοτικές συνομιλίες και κατέληξε στις 10-11 Μαρτίου 2003 στη Χάγη με την αρνητική απάντηση του Ντεκτάς για τη συνέχιση των συνομιλιών και την αποδοχή του σχεδίου Αννάν ως βάση διαπραγμάτευσης[3]. Το σχέδιο αυτό είχε τροποποιηθεί στις 10 Δεκεμβρίου 2002 και στις 26 Φεβρουαρίου 2003 έτσι ώστε να μπορεί να γίνει αποδεκτό και από την τουρκοκυπριακή πλευρά, η οποία συνεχώς εμφάνιζε προσκόμματα. Άντ’ αυτής της λύσης, που πιθανότατα θα οδηγούσε σε μια αρχή για μια βιώσιμη λύση και στη δυνατότητα να γίνουν οι Τουρκοκύπριοι ισότιμα μέλη στη νέα ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου, η Τουρκία προτίμησε να προχωρήσει στη σύναψη δύο πρωτοκόλλων συνεργασίας με τα κατεχόμενα, σύμφωνα με τα οποία το ψευδοκράτος θα λάβει εντός της τριετής περιόδου 2003-2005, 450 εκατομμύρια δολάρια.[4] Σκοπός βέβαια είναι να αρθούν οι εντυπώσεις από την κυπριακή ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να μετριασθούν οι μαζικές και επαναλαμβανόμενες αντιδράσεις κατά της στείρας πολιτικής του Ντεκτάς που έχει αποστερήσει από τους Τουρκοκύπριους τα πλεονεκτήματα μιας ευρωπαϊκής πορείας και τους έχει καταντήσει παρίες μέσα στην ίδια τους τη χώρα, καθώς και να ενισχύσει την αποστεωμένη οικονομία των κατεχομένων. Είναι άγνωστο βέβαια πώς μια χώρα όπως η Τουρκία που βρίσκεται σε τόσο μεγάλη οικονομική καχεξία, με μεγάλο εσωτερικό και εξωτερικό χρέος[5], η οποία όχι μόνο βασίζεται σε επείγουσες οικονομικές παρεμβάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για να διατηρηθεί εν ζωή αλλά αρνήθηκε τα οικονομικά οφέλη των αμερικανικών προσφορών και  θα στερηθεί -σε αναλογία- των προσόδων από τον τουρισμό λόγω του πολέμου, θα αντέξει να συνεχίσει να πληρώνει τη βιωσιμότητα του ψευδοκράτους.

    Πέραν τούτου όμως και προσπαθώντας η Τουρκία να μην εγκαταλείψει την προσπάθεια εναγκαλισμού του ψευδοκράτους -όπως άλλωστε είχε πολλές φορές απειλήσει ότι θα κάνει σε περίπτωση ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ χωρίς προηγούμενη λύση του Κυπριακού- προχώρησε στην κύρωση συμφωνιών για συνεργασία με τον Ντεκτάς στους τομείς της ναυτιλίας (3/4/03) και των επικοινωνιών (7/4/03), ενώ η τουρκική εθνοσυνέλευση ψήφισε (16/4/03[6]) νόμο για την αθρόα απόκτηση τουρκικής ιθαγένειας από τους Τουρκοκυπρίους με μια απλή αίτηση ενώ αντιστοίχως η τουρκοκυπριακή ιθαγένεια θα μπορεί να απονέμεται το ίδιο εύκολα σε Τούρκους. Τα μέχρι στιγμής στοιχεία για τις αθρόες απονομές ιθαγένειας αποδεικνύουν ότι από 1/1/2001 έως 31/1/03 τουλάχιστον 2.584 Τούρκοι απέκτησαν υπηκοότητα Τουρκοκυπρίου. Το πρώτο μέτρο έχει ως σκοπό να περιορίσει την απομόνωση των κατεχομένων έτσι ώστε, αφενός να περιορισθούν στο ελάχιστο οι θετικές εντυπώσεις από την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, και αφετέρου να μετριασθούν οι μαζικές αναμενόμενες αντιδράσεις των Τουρκοκυπρίων κατά του Ντεκτάς. Επίσης δια αυτού του τρόπου δίνεται η δυνατότητα στους Τουρκοκύπριους, των οποίων το ψευδοκράτος στερείται οιασδήποτε διεθνούς αναγνώρισης, να ταξιδεύουν στο εξωτερικό με τουρκικά έγγραφα χωρίς να αναγκάζονται να τα ζητούν από τη νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου, αναγνωρίζοντάς την τοιουτοτρόπως ως μοναδική. Το δεύτερο μέτρο έχει ως σκοπό να αλλοιώσει εσκεμμένα την εθνολογική, θρησκευτική και εκλογική βάση στην Κύπρο έτσι ώστε ακόμα και στην εξαιρετική περίπτωση που επιτευχθεί κάποιας μορφής συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών, ο αριθμός των Τουρκοκυπρίων, και άρα «νόμιμων» κατοίκων στη μεγαλόνησο, να είναι εξαιρετικά μεγάλος και να μπορούν να υπερισχύσουν των Ελληνοκυπρίων[7]. Δια της δεύτερης μεθόδου ενισχύεται η εκλογική βάση στο ψευδοκράτος με απώτερο σκοπό να καρπωθεί τα εύσημα για αυτή την πράξη ο Ντεκτάς. Ας σημειωθεί εδώ ότι το Δεκέμβριο του 2003 αναμένονται οι βουλευτικές εκλογές στα κατεχόμενα και ο Ντεκτάς φοβάται ότι, λόγω της προσχώρησης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και της συνεχιζόμενης απομόνωσης των κατεχομένων, θα υποστεί συντριπτική ήττα.

  Η Τουρκία όμως δεν αντιλαμβάνεται ότι τα μέτρα αυτά είναι γνωστά στην ελληνοκυπριακή πλευρά και άρα δεν πρόκειται να αποδώσουν, αντιθέτως εμποδίζουν την ομαλοποίηση των σχέσεων Λευκωσίας-Άγκυρας και Αθήνας-Άγκυρας και τελικώς εμποδίζουν τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας.

 

Ελευθεροκοινωνία: κίνηση επιτηδευμένης εξαπάτησης

 

Η πρόσφατη κίνηση του Ντεκτάς -κατ’ άλλους, ο υιός Ντεκτάς είναι ο εμπνευστής της ιδέας αυτής- να χαλαρώσει τα μέτρα διακίνησης των Κυπρίων από τις 23 Απριλίου 2003 και έκτοτε, δε βασίζεται ουσιαστικά στην καλή του θέληση για την επίσπευση της λύσης του Κυπριακού αλλά στην πίεση που δέχεται από την Άγκυρα που βλέπει να απομακρύνεται, όχι μόνο η απέλπιδα προσπάθεια για τη μη ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ πριν από τη λύση του προβλήματος, αλλά και η προοπτική της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δημιουργία πέντε σημείων ελέγχου –Λύδρα Παλλάς, Πύλα, Πέργαμος, Στροβίλια και Αγ. Δομετίου- για την ελευθεροκοινωνία των Κυπρίων εξυπηρετεί και έναν άλλο σκοπό. Ως γνωστόν, τα κατεχόμενα εξαρτιόνται σχεδόν αποκλειστικά από την Τουρκία για τη βιωσιμότητά τους. Η άρση των μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας εξυπηρετεί στην οικονομική ενδυνάμωση των κατεχομένων που, εκτός της Τουρκίας, βασίζονται στο μεγάλο αριθμό τραπεζών για ξέπλυμα χρήματος και στη λειτουργία καζίνων για την επιβίωσή τους.  Εκτός αυτού, η υποχρεωτική θεώρηση των ταξιδιωτικών εγγράφων αυτών που εισέρχονται στα κατεχόμενα έχει ως σκοπό την έμμεση αναγνώριση της ύπαρξης του ψευδοκράτους, κάτι που εξυπηρετεί τα σχέδια του Ντεκτάς για de jure αποδοχή του από τη διεθνή κοινότητα (κάτι που βέβαια δε θα γίνει).

Ο Ντεκτάς, εκμεταλλευόμενος στυγνά τη συναισθηματική φόρτιση και τη δίψα τόσο των Τουρκοκυπρίων αλλά ιδιαίτερα των Ελληνοκυπρίων για επανένωση και συμφιλίωση, προσπαθεί να πετύχει την προβολή του ψευδοκράτους του και την αναγόρευσή του σε ισότιμο συνομιλητή με τη νόμιμη κυβέρνηση στη Λευκωσία. Το μόνο που πέτυχε ήταν να ενισχύσει παροδικά την καταρρέουσα οικονομία του. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Κύπρου από την 23/4 έως την 4/5, σύμφωνα με στατιστικό δείγμα 1847 Ελληνοκυπρίων, η συχνότητα των επισκέψεων στα κατεχόμενα ήταν 1,59 φορές για όσους έλαβαν μέρος στην έρευνα, με πτωτική τάση. Ο κάθε Ελληνοκύπριος κατέβαλε περίπου 12 κυπριακές λίρες στο σύνολο 200.000 επισκέψεων με συνολικό ύψος δαπάνης σε 2.400.000 λίρες και μέση ημερήσια δαπάνη 200.000 λίρες. Οι τομείς που ενισχύθηκαν στα κατεχόμενα ήταν κυρίως της διασκέδασης, κίνησης και της διατροφής ενώ, αν και το συνολικό ποσό φαίνεται μικρό, στην πραγματικότητα είναι πολύ μεγάλο αν κανείς αναλογιστεί ότι η οικονομία των κατεχομένων είναι μόλις των 1/12 της ελληνοκυπριακής, ενώ ο αριθμός των επισκεπτών για την εν λόγω περίοδο αντιστοιχεί στο σύνολο των επισκεπτών που δέχεται κάθε χρόνο το ψευδοκράτος.[8] Παρόλα αυτά πολύ μικρό κομμάτι των κατοίκων στα κατεχόμενα έγινε αποδέκτης αυτής της ενίσχυσης καθώς μεγάλες επαγγελματικές ομάδες δε γεύτηκαν τον καρπό αυτό. Αυτό βέβαια που αποδείχτηκε περίτρανα ήταν η επιθυμία των δύο πλευρών να ζήσουν αρμονικά, ξεπερνώντας τις επίπονες και τραγικές αναμνήσεις καθώς και τις πολλές δηλώσεις Ντεκτάς περί του αντιθέτου. Ο τελευταίος δεν έπαψε να δηλώνει ότι δεν υπάρχει ουσιαστική βούληση για συγκατοίκηση και ότι ο χωρισμός των κοινοτήτων αποτελεί την καλύτερη επίλυση του Κυπριακού αδιεξόδου.

       Μέσα στο ίδιο πλαίσιο αμφιλεγόμενης, υστερόβουλης και επαμφοτερίζοντας στάσεως εκ μέρους της Τουρκίας συμπεριλαμβάνεται και η εξαγγελία του Τούρκου Πρωθυπουργού να προχωρήσει στην άρση της απαγόρευσης εισόδου των Ελληνοκυπρίων στην Τουρκία –το αντίθετο δεν ισχύει- από 22 Μαΐου, αλλά με τη ρητή υποχρέωση οι επιθυμούντες να έχουν εξασφαλίσει πρώτα άδεια και θεώρηση εισόδου από την τουρκική πρεσβεία στα κατεχόμενα και να προέρχονται από λιμένα ή αερολιμένα του ψευδοκράτους, επιτυγχάνοντας δια αυτού του τρόπου -σύμφωνα με το σκεπτικό του Ερντογάν- την έμμεση αναγνώριση του ψευδοκράτους. Όλα αυτά τα  ανωτέρω μέτρα, καθώς και η κατάθεση νομοσχεδίου για τη σύσταση επιτροπής περιουσιών στα κατεχόμενα με σκοπό να εξεταστούν συνολικά και συλλήβδην οι περιπτώσεις αξιολόγησης και αποζημίωσης των Ελληνοκυπρίων που έχουν περιουσίες στο ψευδοκράτος,[9] αποτελούν στάχτη στα μάτια τόσο των Ελλήνων όσο και των διεθνών παρατηρητών. Ουσιαστικά η Άγκυρα και το κράτος-ανδρείκελο στα βόρεια της Κύπρου δεν μπορούν να κοροϊδέψουν κανένα αντικειμενικό παρατηρητή. Η Τουρκία ενταφίασε εσκεμμένα το σχέδιο Αννάν που αποτελούσε, πιθανότατα, την τελευταία ευκαιρία, όχι τόσο των Ελληνοκυπρίων αλλά των Τουρκοκυπρίων για ισότιμη και βιώσιμη λύση του πολιτικού προβλήματος με αντίστοιχη ευοίωνη πορεία αυτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα μέτρα που κάθε τόσο εξαγγέλλει η τουρκική πλευρά, εκτός του ότι είναι ουσιαστικά υστερόβουλα, προσπαθούν να εκμεταλλευθούν την αγωνία και το συναίσθημα των Ελληνοκυπρίων για το μέλλον των αγνοουμένων και των περιουσιών τους στην Κύπρο.

 

Στον αντίποδα: Λευκωσία

 

    Αντίθετα, οι κινήσεις της Λευκωσίας προορίζονται για να διευκολύνουν πραγματικά τόσο την τουρκοκυπριακή όσο και την ελληνοκυπριακή  πλευρά και να συμβάλλουν ειλικρινά στη διευθέτηση του προβλήματος. Η Λευκωσία προέβη στις 12 Μαΐου 2003 στη δημοσίευση για πρώτη φορά στην επίσημη εφημερίδα της κυβερνήσεως καταλόγου με τα ονόματα 500 Τουρκοκύπριων αγνοουμένων που έχουν κατατεθεί σε μια κοινή διερευνητική επιτροπή αγνοουμένων. Η ίδια αυτή λίστα αναδημοσιεύτηκε λίγο αργότερα στην ιστοσελίδα του κυπριακού Υπουργείου Εξωτερικών. Συγχρόνως η νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου προγραμματίζει την οργάνωση συνεργείων για τη λήψη δείγματος αίματος από Τουρκοκύπριους που θα βοηθήσει στην αναγνώριση λειψάνων. Η Αθήνα και η Λευκωσία ενδιαφέρονται για να επιλύσουν το κυπριακό αδιέξοδο και να βοηθήσουν τους Τουρκοκύπριους. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται τα μέτρα στήριξης της οικονομίας των κατεχομένων που ανακοινώθηκαν στις 30 Απριλίου και η μονομερής απόφαση για αποναρκοθέτηση  στα νότια της νεκρής ζώνης καθώς και η πρωτοβουλία για αντίστοιχη εντός αυτής. Οι Τουρκοκύπριοι προβαίνουν αντιστοίχως στην καταδίωξη και ενίοτε σύλληψη των Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα, παρά την ελευθεροκοινωνία, και στην απαγόρευση τέλεσης λειτουργίας στις ελάχιστες εκκλησίες στο ψευδοκράτος (7-8 μόνο) που δεν έχουν μετατραπεί σε τζαμιά. Επιπλέον προχωρούν στην οικοδόμηση επεκτάσεων σε οικίες ελληνοκυπριακής ιδιοκτησίας στα  Στροβίλια, στην ανατολική πλευρά της βρετανικής βάσεως της Δεκέλειας[10], παρά τις έντονες διαμαρτυρίες τόσο των Ελληνοκυπρίων και των Βρετανών όσο και των Ηνωμένων Εθνών. Παρά την ανθελληνική στάση του ψευδοκράτους, η Λευκωσία φροντίζει από κοινού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την περαιτέρω αναβάθμιση και στήριξη της οικονομίας των Τουρκοκυπρίων και για τη μεταφορά του κοινοτικού κεκτημένου στα κατεχόμενα, έτσι ώστε και υπό αυτές τις συνθήκες οι Τουρκοκύπριοι να επωφεληθούν από την προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Επιτροπή προτίθεται να ενισχύσει τους Τουρκοκύπριους με το ποσό των 12 εκατομμυρίων ευρώ -το αρχικό ποσό ήταν 15- που θα διανεμηθεί ανάλογα για την αναβάθμιση της υποδομής, τη στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, τη μετάφραση του κοινοτικού κεκτημένου στα τουρκικά, την υλοποίηση δικοινοτικών σχεδίων στο πλαίσιο των επαγγελματικών σωματείων και Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων κ.α. Υπάρχει δε η δυνατότητα επιπλέον κονδυλίου.

 

    Η Άγκυρα όμως βρίσκεται να είναι περικυκλωμένη από πολλά και δισεπίλυτα προβλήματα[11] και δεν ενδιαφέρεται ή δε δύναται να αντιληφθεί τις γνήσιες προθέσεις της Λευκωσίας και της Αθήνας. Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι τεταμένες μετά την άρνηση της Τουρκίας να προσφέρει αφειδώς τις βάσεις της και διευκολύνσεις στον υπερατλαντικό προστάτη της, οι επαφές με τις Βρυξέλλες είναι ήδη τεταμένες από τη μικρή και διστακτική πρόοδο που κάνει η Τουρκία για ένταξη στην Ευρώπη και από την εξαιρετικά κακή επίδοση της Άγκυρας στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των μειονοτήτων, ενώ το έκτο κατά σειρά πακέτο νομοθετικών αλλαγών έχει μεν ψηφιστεί αλλά παραμένει ανενεργό, η τουρκική οικονομία βρίσκεται να κρέμεται κυριολεκτικά από τις αποφάσεις του ΔΝΤ στο οποίο οι ΗΠΑ, τις οποίες έχουν στενοχωρήσει, έχουν πρωτεύοντα ρόλο. Το κουρδικό βρίσκεται σε έξαρση μετά την ανατροπή του σκηνικού στο Ιράκ και είναι ακόμα άγνωστο αν οι Κούρδοι του PUK  και του KDP δε βρεθούν να επηρεάζουν σημαντικά τμήματα του βόρειου Ιράκ εμψυχώνοντας τους συμπολίτες τους στη νότια Τουρκία[12], ενώ η απόφαση του σύμμαχου Ισραήλ να επαναλειτουργήσει τον επί 55 έτη ανενεργό πετρελαιαγωγό Μοσούλης-Χάιφας, θέτοντας τον αντίστοιχο Κιρκούκ-Γιουμουρταλίκ (Ν.Τουρκία) σε αχρηστία, μειώνει τη στρατηγική σημασία της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή αποστερώντας της ένα μοχλό πίεσης και σημαντικά έσοδα διέλευσης. Το θέμα των υδάτινων πόρων και της κατανομής αυτών μεταξύ Ισραήλ-Τουρκίας δεν έχει επιλυθεί, κάτι που περιορίζει την ελευθερία της Άγκυρας στη διαχείριση των υδάτων.

     Στο ίδιο μήκος κύματος οι ελληνοτουρκικές σχέσεις παραμένουν στάσιμες, αν όχι τεταμένες, μετά τις πολλές και μαζικές παραβιάσεις και παραβάσεις κατά τη διάρκεια των ελληνικών ασκήσεων «Τρίαινα» και των τουρκικών ασκήσεων στο Αιγαίο.  Μήπως ο επί σειρά πολλών ετών «επιτήδειος ουδέτερος» (ή «οξυδερκής διπλωμάτης») έχασε τη μαγική του ικανότητα ;

 

 

Του Ευάγγελου Τέμπου Διδάκτορος Ιστορίας, πλήρους μέλους του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών του Λονδίνου (IISS) και Στρατηγικού Αναλυτή της Ελληνικής Εταιρείας Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ε.Σ.ΜΕ.)


 


[1] Ένα επιπλέον ζήτημα που διαταράσσει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι η πιθανή έκδοση ψηφίσματος από το αμερικανικό Κογκρέσο που αναγνωρίζει τη γενοκτονία των Αρμενίων. Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις εντάθηκαν κατά τις τελευταίες μέρες του πολέμου στο Ιράκ όταν αμερικανικές δυνάμεις συνέλαβαν τούρκους στρατιωτικούς να εξοπλίζουν τουρκομάνους στο Β. Ιράκ, τη μειονότητα που υποστηρίζει και προβάλει η Τουρκία ως αντίβαρο στους Κούρδους, ενώ στις αρχές Ιουλίου ένας αμερικανικός λόχος αλεξιπτωτιστών συνέλαβε 11 τούρκους στρατιώτες στην βάση τους, στη Σουλεϊμανίγια στο Β.Ιράκ κατάσχοντας όλο τον εξοπλισμό τους, εντείνοντας την αντιπαράθεση ΗΠΑ-Τουρκίας.

[2] Τη 14η Απριλίου 2003 το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. εξέδωσε την απόφαση 1475 (2003) για το Κυπριακό.

[3] Και η ελληνοκυπριακή πλευρά, ορθώς, ουδέποτε είχε δεχθεί το Σχέδιο Αννάν ως τελικό σχέδιο παρά μόνο ως αρχή διαπραγματεύσεων.

[4] Η Τουρκία πάγια προβαίνει στην οικονομική συνεισφορά του υποχείριου «κράτους» της στα κατεχόμενα καθώς δεν υπάρχει αναγνώριση αυτού από τη διεθνή κοινότητα. Η διαφορά με τα προηγούμενα έτη βασίζεται στο ποσό που είναι αυξημένο κατά 1/3 περίπου αλλά και στους τομείς στους οποίους θα κατευθυνθεί η συνεισφορά που είναι το εμπόριο, οι επενδύσεις,  οι φορολογικές απαλλαγές, μεταφορά ύδατος από την Τουρκία, κα. Τον  Ιούνιο του 2003 ύστερα από την επίσκεψη στην Τουρκία του Τουρκοκύπριου ψευδοπρωθυπουργού, Ερογλού, ανακοινώθηκε η επιπλέον οικονομική βοήθεια 160 εκατομμυρίων δολαρίων για 14 αναπτυξιακά προγράμματα στα κατεχόμενα με σκοπό την προσέλκυση επενδύσεων.

[5] Χαρακτηριστικά αναφέρουμε πως το συνολικό χρέος της Τουρκίας ανέρχεται σε 170 δις δολάρια (110 δις  εσωτερικό και 60 δις εξωτερικό) και η χώρα δαπανά περίπου το 70% του προϋπολογισμού για την αποπληρωμή του. Τα ετήσια οφέλη της Τουρκίας από τον τουρισμό υπολογίζονται σε 10 δις δολάρια αλλά φέτος αναμένεται να υπάρξει ζημία 6 δις δολαρίων.

[6] Την ίδια ημέρα που υπεγράφη η προσχώρηση της Κύπρου στην ΕΕ.

[7] Στο παρελθόν η Άγκυρα είχε προχωρήσει και σε άλλα μέτρα που ισοδυναμούσαν με την προσπάθεια προσχώρησης των κατεχομένων, όπως την ενσωμάτωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης των κατεχομένων με αυτό της Τουρκίας

[8] Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2001 οι εξαγωγές από το ψευδοκράτος ήταν αξίας περίπου 46 εκατομμυρίων δολαρίων εκ των οποίων το 62% του ποσού αυτού αφορούσε αγροτικά προϊόντα, (23% εσπεριδοειδή και 25% κατεργασμένα αγροτικά προϊόντα). Σε προηγούμενες χρονιές περίπου το 50% των εξαγωγών είχε ως κύριο αποδέκτη την Τουρκία, το 30% τη Μεγάλη Βρετανία και περίπου το 15% τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ.

[9] O Ραούφ Ντεκτάς προχώρησε και στη δημιουργία ταμείου στα κατεχόμενα, για την αξιολόγηση των περιουσιών και τη μελλοντική αποζημίωση των Ελληνοκυπρίων που έχουν ακίνητα στο ψευδοκράτος. Όμως η κίνηση αυτή έχει ως σκοπό μονάχα την αποζημίωση για τις περιουσίες των Ελληνοκυπρίων που κατέχουν οι κάτοικοι στα κατεχόμενα, ενώ δεν υπάρχει διάθεση για την επιστροφή των περιουσιών τους. Τίθεται επίσης το ζήτημα υπό ποίες προϋποθέσεις θα κριθούν αυτές οι αποζημιώσεις και σε περίπτωση διαφωνίας ποια δικαστήρια θα κρίνουν αυτές τις διαφορές.

[10] Η Μεγάλη Βρετανία είχε δηλώσει επανειλημμένως ότι προτίθεται να παραχωρήσει το 45% του ποσοστού των εδαφών (βάσεων) που κατέχει στην Κύπρο, σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας. Το 90% των εδαφών αυτών η Μεγάλη Βρετανία σκοπεύει να παραχωρήσει στην νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου, κάτι που ενισχύει την αντίδραση του Ντεκτάς για την επίλυση του Κυπριακού, καθώς αντιλαμβάνεται ότι μια τέτοια εξέλιξη θα αυξήσει το ποσοστό των εδαφών που θα κατέχει η Λευκωσία.

[11] Πρόσφατα η Άγκυρα δέχτηκε ένα επιπλέον χαστούκι στην πολιτική της στο Κυπριακό, όταν το γειτονικό και επί το πλείστον μουσουλμανικό Αζερμπαϊτζάν, στο οποίο η Τουρκία έχει επενδύσει πολλά για την υποστήριξή της, αρνήθηκε ύστερα από εντονότατες πιέσεις της Άγκυρας να αναγνωρίσει τα κατεχόμενα. Αντιθέτως η κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζαν δήλωσε ότι αναγνωρίζει μονάχα τη νόμιμη κυβέρνηση στη Λευκωσία και ότι υποστηρίζει την επίλυση του Κυπριακού με βάση τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και τις αποφάσεις της Συνέλευση του Ο.Η.Ε.

[12] Η γεωστρατηγική αξία της Τουρκίας όσον αφορά το Ιράκ, ενδέχεται να μειωθεί ακόμη περισσότερο εξαιτίας δύο γεγονότων. Το πρώτο είναι η ομόφωνη απόφαση του κουρδικού Κοινοβουλίου για την αποχώρηση της τουρκικής στρατιωτικής δύναμης, περίπου 800 ανδρών, που μαζί με την αντίστοιχη των Αμερικανών και των Άγγλων βρίσκεται στο Β. Ιράκ από το 1996 με δικαιολογία τη φύλαξη των ιρακινοτουρκικών συνόρων από τρομοκρατικά στοιχεία και από παράνομη μετανάστευση, καθώς τα δύο  μεγάλα κουρδικά κόμματα βρίσκονταν σε εμφύλιο πόλεμο. Οι Κούρδοι ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης αυτής καθώς το 1997 επανασυμφιλιώθηκε το KDP με το PUK. Οι Τούρκοι αντισχυρίζονται  ότι το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK) είναι δραστήριο και συνεχίζει τον ένοπλο αγώνα του κατά της Τουρκίας, ενώ είχε προμηθευτεί από τον καταρρέοντα ιρακινό στρατό 81 πυραύλους μικρού βεληνεκούς που έχει τοποθετήσει πλησίον των ιρακινοτουρκικών συνόρων και άρματα μάχης τα οποία αναγκάστηκε να επιστρέψει ύστερα από απαίτηση των ΗΠΑ. Τονίζεται επίσης ότι από τα 29 στελέχη του PKK τα 13 παραδόθηκαν στις τουρκικές αρχές, ενώ CIA και MIT συνεργάζονται για τον αφοπλισμό των ανδρών του PKK/KADEK στο βόρειο Ιράκ. Τον Ιούνιο του 2003, το KDP αποφάσισε την αύξηση των τελών εισόδου φορτηγών αυτοκινήτων από το τμήμα του Β. Ιράκ που ελέγχει στο έδαφος της Τουρκίας κατά $100.

Το δεύτερο στοιχείο που μειώνει την αξία της Τουρκίας είναι ο τερματισμός της εναέριας επιχείρησης Northern Watch στο βόρειο Ιράκ μετά την αμερικανική επέλαση. Το μέτρο των περιοχών απαγορεύσεων πτήσεων της ιρακινής αεροπορίας, η μία βόρεια του 36ο παράλληλου και η άλλη νότια του 33ο, είχε επιβληθεί στο Ιράκ το 1992 μετά τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου με σκοπό να προστατευθούν οι μεγάλες μειονοτικές ομάδες στο Ιράκ. Στο βόρειο Ιράκ ο έλεγχος της περιοχής απαγόρευσης πτήσεων γινόταν με αμερικανικά και βρετανικά κυρίως αεροσκάφη που εξορμούσαν από τη βάση του Ιντσιρλίκ στη Ν. Τουρκία. Όμως η ταχύτατη προέλαση των Αμερικανών στο Ιράκ κατέστησε άσκοπη από 21 Μαρτίου 2003 την περαιτέρω συνέχιση της επιχείρησης που είχε αρχίσει στις 25 Δεκεμβρίου 1996 μετά από έγκριση της τουρκικής εθνοσυνέλευσης.

Αφήστε μια απάντηση