25/1/2017. Δύο χρόνια μετά…
Δύο χρόνια πριν, το κόμμα του Σύριζα κατήγαγε σπουδαία εκλογική νίκη με ποσοστό 36,34%, έχοντας ως προεκλογικό σύνθημα: «Πρώτη φορά Αριστερά». Αναμφίβολα η εν λόγω φράση συνιστούσε μία πραγματικότητα και ηχούσε μελωδικά στους συντρόφους του συγκεκριμένου ιδεολογικού χώρου, ο οποίος αξίωσε και ανέλαβε για πρώτη φορά στην ιστορική του διαδρομή την διακυβέρνηση της χώρας.
Καθ’ όλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης, η αριστερά, ενωμένη ή διασπασμένη, βρίσκονταν στον αντιπολιτευτικό χώρο, κατάσταση που της προσέδιδε την δυνατότητα να αναπτύξει μία εκ του ασφαλούς πραξεολογία. Ακόμη και μετά τα κοσμογονικά γεγονότα των αρχών της δεκαετίας του ‘90, με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, εξακολουθούσαν να διατείνονται για την αναγκαιότητα ενός κοινωνικού μετασχηματισμού και να περιγράφουν την βεβαιότητα της μαρξιστικής ειμαρμένης, η οποία θα εκπλήρωνε την διεθνιστική της αποστολή εντός του υπό διαμόρφωση ευρωπαϊκού χώρου˙ αν και το εν λόγω εγχείρημα έχει σαφώς αντίθετο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό προσανατολισμό.
Είναι γεγονός ότι πολλές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας τέμνουν οριζόντια τα κόμματα, κατάσταση από την οποία δεν εξαιρείται φυσικά και η παρούσα συγκυβέρνηση Σύριζα-Ανέλ. Ο λαϊκισμός συμπορεύτηκε εξ αρχής με το σύγχρονο ελληνικό κράτος, άνθισε την δεκαετία του ΄80 και μετεξελίχτηκε σε βασική σταθερά του πολιτικού μας συστήματος στις μέρες μας. Ο πολιτικός κουτσαβακισμός αποτελεί φυσική απόληξη του κουτσαβαικισμού, ως αρνητικού αλλά υπαρκτού φαινομένου της κοινωνίας μας. Όσο η Αριστερά ήταν αντιπολίτευση τον συσχέτιζε με συγκεκριμένους ακραίους ιδεολογικούς χώρους της δεξιάς, ενώ στην παρούσα συγκυρία φαίνεται να αποτελεί επιλογή πολιτικής πρακτικής για ορισμένους εκ των υπουργών της. Ακολούθως, το χαμηλό αίσθημα ατομικής ευθύνης είναι συνάρτηση μακροχρόνιων και πιο σύγχρονων παθογενειών, αναδεικνύοντας έναν ετεροβαρή ιδεότυπο πολίτη, ο οποίος έχει κατά βάση δικαιώματα και ελάχιστες ως και καθόλου υποχρεώσεις. Βεβαία υπάρχουν συμπατριώτες μας υποδείγματα πολιτών, όμως ο προαναφερθείς τύπος συνιστά τον κυρίαρχο στον δημόσιο λόγο και τον οποίον το πολιτικό σύστημα εξακολουθεί να θωπεύει.
Προφανώς το πρόβλημα της χώρας δεν είναι πρωτίστως οικονομικής – δημοσιονομικής υφής, απλώς οι συνέπειες αυτών των μεγεθών έχουν τα πιο απτά ατομικά και συλλογικά αποτελέσματα. Στο βαθμό επομένως που δεν τίθεται, πλειοψηφικά, ζήτημα για βαθύτερες τομές ή έστω επαναπροσδιορισμό των ατομικών και συλλογικών μας στάσεων και παραδοχών, θα εστιάσουμε στον οικονομικό παράγοντα, ο οποίος έχει κυριαρχήσει, όχι μόνο την περίοδο της κρίσης, αλλά και της «ευμάρειας». Το ζήτημα που αναφύεται συνίσταται ότι ενώ η χώρα βρίσκεται διαρκώς υπό την απειλή χρεωκοπίας και συνεχούς σμίκρυνσης της παραγωγικής της βάσης, οι μεταρρυθμίσεις είναι προϊόν επιβολής των «θεσμών» και όχι μια αυτόβουλη διαδικασία αναπροσαρμογής στις νέες, ιδιαιτέρως, ανταγωνιστικές διεθνείς συνθήκες. Το πρόβλημα διογκώνεται διότι πέραν των μισθοδοτικών περικοπών παρατηρείται μεγαλύτερη απροθυμία μεταρρυθμίσεων στην δημόσια διοίκηση, διαιωνίζοντας λίαν αντιπαραγωγικές και κοστοβόρες πρακτικές. Η συνέχιση των αντι-επενδυτικών πολιτικών εμποδίζουν την ανάπτυξη, καταβαραθρώνοντας την οικονομική και κατά συνέπεια την συνολική ισχύ της χώρας. Οι θέσεις στελεχών της παρούσας κυβέρνησης πως οποιαδήποτε πώληση κρατικής επιχείρησης συνιστά ξεπούλημα, αναπαράγουν τα στερεότυπα κρατισμού. Αποσαφηνίζοντας τις έννοιες άλλο το μεγάλο, άλλο το ισχυρό κράτος˙ πολλές φορές το πρώτο υποσκάπτει το δεύτερο.
Η οικονομική δυσπραγία ωφελεί περισσότερο συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους, οι οποίοι βέβαια διακηρύττουν πως βασική τους μέριμνα αποτελεί η προάσπιση των συμφερόντων του λάου. Αλήθεια τί πιθανότητες ιδεολογικής χειραγώγησης και κομματικής ένταξης θα έχει ένας πολίτης με δυνατότητα πολλαπλών επιλογών στην αγορά εργασίας, εκτός μάλιστα δημοσίου τομέα; Το εν λόγω μοντέλο λειτουργεί για όσο διάστημα τα συγκεκριμένα κόμματα ήταν αντιπολίτευση. Ακόμη και σήμερα κόμματα και θεσμοί εξακολουθούν να υπερασπίζονται τα «δίκαια» του αγρότη-εργάτη, αγνοώντας πως για να υπάρξει βιώσιμη γεωργική παραγωγή στην χώρα θα πρέπει να στηρίζεται στον αγρότη-επιχειρηματία. Ακολούθως αξιώνουν για δουλειές εντάσεως εργασίας αμοιβές εντάσεως τεχνολογίας, είτε αγνοώντας τί γίνεται εκτός Ελλάδος ή επιδιώκοντας την παύση λειτουργίας των επιχειρήσεων και την ένταξη των πρώην εργαζομένων στις κομματικές τους τάξεις.
Το πρόβλημα με την πρώτη αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα συνίσταται πως δεν θα είναι για μεγάλο διάστημα εφικτό να καρπώνεται πολιτικά την άσχημη οικονομική κατάσταση σημαντικότατου τμήματος της κοινωνίας, ούσα στην εξουσία. Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δεν συνάδουν με τα ιδεολογικά προτάγματα του χώρου και οι συνέπειες της μεταρρυθμιστικής απροθυμίας περιορίζουν τις υλικές βάσεις για την διατήρηση της στην κυβέρνηση, φαλκιδεύοντας το μέλλον της χώρας. Δύο χρόνια μετά διαπιστώνουμε πως η πρώτη αριστερή συγκυβέρνηση δεν οδήγησε στην μετά την μεταπολίτευση εποχή αλλά μάλλον θα συντελέσει προς το τέλος της, συγκεντρώνοντας μερικά από τα χειρότερα χαρακτηριστικά της. Βεβαία η ανάληψη της κυβέρνησης από τους Σύριζα-Ανέλ δεν συνιστά κοινωνική παραδοξότητα, ίσως όμως να αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα για να οδηγηθούμε στο νέο, το οποίο ακόμη επιζητείται.
Αναδημοσίευση από Νέα Πολιτική!