Περί Εξοπλισμών

Περί Εξοπλισμών

 

Ο Ψυχρός Πόλεμος, όπως έχει καταγραφεί στην ιστορία ή όπως έχει εμπλέξει αναρίθμητα συνεργαζόμενα σχήματα πολιτικών και στρατιωτικών σε θεωρήσεις και επαναθεωρήσεις επί θέσεων συνασπισμών, δομής και διατάξεως στρατιωτικών δυνάμεων ή και όπως έχει εγκατασταθεί στο συνειδητό των απειληθεισών μαζών, ήδη έχει παύσει ως ισχύων και διασταλτός παράγων στις διεθνείς σχέσεις.

Οι εξοπλισμοί και ο έλεγχός των, ως παράγωγο και συνέπεια του Ψυχρού Πολέμου αναμφίβολα σήμερα επιδέχονται τροποποιήσεις, οι οποίες κατά το επιθυμητό των εμπλεκομένων θα πρέπει να είναι ορθολογιστικά επενεκτέες. Είναι μία κατανοήσιμη προσπάθεια για σύγκλιση όρων, όπως η συμφέρουσα δαπάνη, η μεγιστοποίηση του αποτελέσματος και η κάλυψη για τις ή/και ανταπόκριση με τις διαφαινόμενες μελλοντικές ανάγκες.

Για την Ελλάδα θα πρέπει να αναζητηθούν και αναλυθούν παραδοχές, που εκ των πραγμάτων έχουν διαφορές στα θέματα εξοπλισμών από εκείνες του διηυρημένου ΝΑΤΟ ή του λεγομένου «Ευρωστρατού» ή συνυπολογισμού παραμέτρων, όπως η μη απειλή εκ μέρους της Ρωσίας, του Ιράκ και άλλων ή συνδυασμών εκτιμήσεων επί ασυμμέτρων απειλών. Η αχίλλειος πτέρνα στη σκέψη και τις εκτιμήσεις της Ελληνικής πλευράς είναι η τυχόν αδυναμία των υπευθύνων να αναγνωρίζουν τα πραγματικά μεγέθη απειλών-αναγκών, να κατανοούν τις δυνατότητες, όπου αυτές εκτείνονται και να αφομοιώνουν τις όποιες λογικά και εξελικτικά ή ταχύτατα και πιεστικά μεταγενόμενες πολιτικο-στρατηγικές καταστάσεις. Για την Ελλάδα η απειλή είναι υπαρκτή. Η ψυχροπολεμική κατάσταση διατηρεί την συνέχειά της σε περιφερειακό επίπεδο. Η γειτονική για μας Τουρκία συνιστά απειλή.

Η εξωτερική μας πολιτική, σαν υπεύθυνη και επίσημη τοποθέτηση δεν έχει κατωρθώσει να πείσει εκείνον τον Έλληνα, που δεν επιμελείται στην παρακολούθηση των οιονδήποτε νύξεων περί μεταβλητών στοιχείων στις διεθνείς σχέσεις, αλλά που έχει παραμείνει στα παραδοσιακά και δεδομένα περί Ελλάδος, Ελληνικού έθνους και Ελληνικού μεγαλείου. Ο υποκείμενος σε βομβαρδισμούς από έντυπα, ραδιοφωνικά, ηλεκτρονικά και λοιπά ΜΜΕ Έλληνας έχει περιπέσει σε κατάσταση διαρκούς λήθης (limbo) και αδυνατεί να επιγνώσει το καθεστώς, το οποίον βιώνει, αν δηλαδή ζει σε κατάσταση πολέμου ή ειρήνης. Είναι μια βολική συνθήκη, η οποία αφ’εαυτής πιστώνει χρόνο και παρέχει ευχέρεια στους καθορίζοντες ή διαχειριζομένους υιοθετούμενα αμυντικά δόγματα ή διεκπεραιώνοντες ορισμένη εθνική πολιτική. Και εάν μεν η κατάσταση του καθεύδοντος Έλληνα δεν ενοχλεί τους εξουσιαστές, οι οποίοι πλέον ακολουθούν με κάθε συνέπεια το σύμφορο δίδυμο χρηματοδοσία-τεχνοκρατία, τουλάχιστον και ευγνωμοσύνης ένεκεν για την παρασχεθείσα υποστήριξη από το -ούτως ειπείν- αγνό εκλογικό σώμα, υποχρεούνται να προσδιορίσουν τις συντονισμένες τους πράξεις και καταβάλουν κάθε προσπάθεια, η οποία να διακρίνεται από το εθνικώς εύστοχον.

Τί είναι λοιπόν εκείνο, που ο καλός, ο κατ’αρχήν αμίαντος, αλλ’ άγνωμος, ανίδεος και ανυποψίαστα φορολογούμενος-για εξοπλιστικούς σκοπούς- Έλληνας θα έστεργε να δεχθεί σαν ασφαλή πατρίδα; Περισσότερο προσαρμόσιμο και ηθικά και ρεαλιστικά θα ήταν το «όχι με όνειρα, αλλά με αίμα και σίδερο στήνεται ένα έθνος» (Swinburne, A World for the country). Κι’αν είναι να δοκιμάσουμε μία ηγεσία, θα πρέπει να προσδιορίσουμε αυστηρά κριτήρια και βαθμούς αισθήματος οφειλής προς Έλληνες και τις υποχρεώσεις της προς λογοδοσία, όταν ακόμη και σε ανύποπτο χρόνο ζητηθεί. Ο έλεγχος της ηγεσίας δεν χωρεί επιοίκεια για κακώς εκτελεσθέν ή παραλειφθέν έργο.

Η ελεύθερη αγορά, το εμπόριο, η αυξανόμενη ευημερία, η επέκταση της δημοκρατίας σε όλες τις εκφάνσεις της νεοελληνικής ζωής, η Ευρώπη, το ΝΑΤΟ και όλες οι άριστες προοπτικές, είναι οι άπειρες συνιστώσες, οι οποίες πληρούν την σύγχρονη Ελληνική δομή, η οποία δομή εάν ασθενήσει στρατιωτικά δεν θα υφίσταται πλέον σαν γενικευμένη υπόσταση και κατ’επέκταση σαν πηγή και αφετηρία του Ελληνικού Έθνους, του Ελληνισμού.

Και δεν οραματιζόμεθα μία μεγάλη Ελλάδα. Οι συνθήκες είναι απαγορευτικές. Άλλωστε, οι «οραματισμοί», το «όραμα» και το «στοίχημα» είναι πολιτικάντικες εκφράσεις κενές περιεχομένου, όπως ο βηξ του ψάλτου. Σήμερα δεν υπάρχουν Μεγάλοι Αλέξανδροι να εξαπλώσουν τον Ελληνισμό. Δεν υπάρχουν ούτε οι ολιγώτερο μεγάλοι ηγέτες, που διακρίνονται για τις ικανότητές τους να κάνουν ένα μικρό κράτος μεγάλο. Σήμερα ιστάμεθα ενώπιον μιας μελαγχολικής παραδοχής, όπου κοινά συναινούμε στην υπομονή μιας επιδέξιας ηγεσίας με ικανούς συμβούλους, που θα επιτύχει να διατηρήσει τα υφιστάμενα έως ότου ο καλός Θεός της Ελλάδος μας προικοδοτήσει με μία ή περισσότερες ιστορικές προσωπικότητες. Ίσως θα πρέπει να δεχθούμε, χωρίς να διακόπτουμε κάθε προβλεπόμενο και αναγκαίο έλεγχο επί των συμβούλων και μέλη επιτροπών, οι οποίοι εξ αρχής ουδόλως καταγίνονται σε ελιγμούς και ταχυδακτυλουργίες προς ίδιον αυτών όφελος, αλλά εργάζονται μεθοδικά, ερευνητικά και υπεύθυνα, και εισηγούνται τα συμφέροντα στο Ελληνικό σύνολο.

Η αμυντική οργάνωση του εδάφους, οι φρεγάτες, τα υποβρύχια, τα μαχητικά αεροσκάφη, τα άρματα και τα πυροβόλα καθώς και τα εργοστάσια κατασκευής οπλικών συστημάτων και υλικού, όλα αυτά για ένα λαό, που στερείται της διαθέσεως να αμυνθεί και όπου μισεί κάθε τι το στρατιωτικό δεν είναι τίποτε άλλο από μια πανοπλία πάνω σε πρόβατο. Πόσο γελοίο! Πόσο επικίνδυνο! Κατά τον Αριστοτέλη, «ο Στρατός είναι αναγκαίος, εαν και εφόσον οι πολίτες δεν επιθυμούν να υποδουλωθούν στον πρώτο υποψήφιο επιδρομέα». Στην Ελλάδα, που εμείς σήμερα ζούμε, με θλίψη διαπιστώνουμε, οτι υπάρχει μία γεωμετρικώς φθίνουσα συμπάθεια προς την έννοια του Στρατού. Αναζητώντες τα αίτια δυνάμεθα και να προσδιορίσουμε και τις εστίες συναγωγής ιδεών αντιστρατιωτισμού. Κι’αυτά δεν είναι μόνο του τύπου «στα παληά χρόνια έγραφαν, οτι γλυκό και πρέπον είναι να πεθαίνει κανείς για την πατρίδα. Αλλά στο σύγχρονο πόλεμο δεν υπάρχει γλυκό και πρέπον στο θάνατό σου. Θα πεθάνεις σαν σκυλί για καμμιά λογική αιτία»(Ernest Hemingway, Notes on the Next War). Ίσως αυτό ενέχει ποσόν αληθείας, όταν ο Στρατιώτης διατίθεται προς κατανάλωση μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά από την πατρίδα στο πλαίσιο διεθνών «ειρηνευτικών» δυνάμεων και για λόγους κατά το μάλλον αδιαφανείς. Για την Πατρίδα και το ιερό της χώμα ποτέ!

Είναι στην ευχέρεια λοιπόν της ηγεσίας να μεταστρέψει το κοινό αίσθημα σε θετικό. Είναι και απλό και θεμιτό εάν αυτή και η οποιαδήποτε ηγεσία επιθυμεί την διατήρηση της ακεραιότητάς μας.

Εφ’ όσον θέλουμε να καταθέτουμε σαν μελλοντικούς στόχους Ελλάδα ευημερούσα και ασφαλή, τότε το απομένον έργο είναι να μειώσουμε τον αριθμό των μελών της νεοϊδρυομένης κάστας των απανταχού νεοευγενών, συμβούλων,ειδικών και των λοιπών συνομοτασσομένων αυτών. Αυτοί θεωρητικά καταχωρούνται στην κατηγορία των διακομιστών ιδεών, πρακτικά όμως είναι κοινά μεσάζοντα παράσιτα. Αυτοί ή όποιοι άλλοι εισηγούνται μείωση θητείας ενώ υπάρχει απειλή. Αυτοί που στηρίζονται σε στρατό μισθοφόρων ενώ γνωρίζουν από την ιστορία, οτι ουδαμού οι μισθοφόροι επολέμησαν, όπως ο Στρατιώτης εκείνος, που πιστεύει στην Πατρίδα και στην προστασία των τάφων των προγόνων του. Αυτοί, που υπολογίζουν σε οικονομικο-πολιτικές εκμεταλλεύσεις συντυχιών και ευκαιριών. Όλοι αυτοί δημιουργούν το νέο πνεύμα και τη νέα διανόηση στην Ελλάδα, που προσπαθεί να φτερουγίσει στο πλαίσιο μιας ενωμένης Ευρώπης χωρίς τα χρειώδη για να σταθεί σαν οντότητα και διότι ο Ελληνικός λαός νεοσυντιθέμενος με προδιαγραφές εξωελληνικές μεταλλάσσεται σε δουλοπρεπή, εκθηλυσμένο,ανερμάτιστο, ανίσχυρο και άνευ υπονοίας δημαγωγούμενον πλήθος.

Οι σημερινές ασχολίες των Ελλήνων είναι καθιστικές και οι λεπτές δουλειές έχουν από τη φύση τους ασυμβατότητα προς την πολεμική προδιάθεση, σε αντίθεση με άλλους γειτονικούς λαούς, όπου η σκληρότητα αποτελεί εκ των πραγμάτων και στρατιωτικό πλεονέκτημα. Μάλιστα, όταν ένα έθνος θεωρεί, οτι για το μεγαλείο του, την εθνική του υπόσταση και την οποιαδήποτε φύση προαγωγής του θεωρεί τα όπλα σαν κύρια τιμή, σπουδή και ασχολία του, τότε αυτό το έθνος δεν προορίζεται για φθορά. Αυτή τη λεπτομέρεια οφείλουν οι επιτελείς, οι εισηγητές, οι καθηγητές και οι ταγοί να κατανοήσουν και στη συνέχεια να διαμορφώσουν το μετα-νεώτερο Ελληνικό πνεύμα, το οποίο κατάλληλα διοχετευόμενο στην πάντοτε ευπροσήγορη Ελληνική καρδιά να εγγυηθεί μια Ελλάδα, που να διατηρεί το πραγματικό ιστορικό της μέγεθος.

Συμφωνούμε στους εξοπλισμούς, οι οποίοι αποτελούν ένα μικρό μέσο και εργαλείο για την τιμωρία εκείνων, που ασύνετα επιχειρούν να ενοχλήσουν χώρα λεοντοκάρδων.

Σε τελευταία ανάλυση, ας διερευνήσουμε αυτό, που από την αρχαιότητα και από όλους τους λαούς με σφρίγος ακολουθείται και ουδέποτε έπαυσε ισχύον, δηλαδή το «Qui desiderat pacem, praepare bellum” (Vegetius, Flavius V. Renatus fl.e.375).

Αφήστε μια απάντηση